Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἔζησε τὸ
τέλος τοῦ 3ου αἱ. καὶ ἀρχὲς τοῦ 4ου στὴν πόλη τῆς Νικομήδειας στὴ Μικρὰ Ἀσία, ἐπὶ
Ρωμαίου Αὐτοκράτορα Μαξιμιλιανοῦ. Ὁ πατέρας τῆς ὀνομαζόταν Διόσκουρος καὶ ἦταν
φανατικὸς εἰδωλολάτρης. Ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ διοικητὴς τῆς περιοχῆς μὲ μεγάλη
πολιτικὴ ἐξουσία καὶ δύναμη.
Ἡ Βαρβάρα ἦταν τὸ μονάκριβο
παιδί του. Ἦταν ἀφάνταστα ὡραῖα στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, καὶ εἶχε πολλὴ
χάρη, εὐφυία, σεμνότητα καὶ σωφροσύνη.
Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία γάμου
παρουσιάστηκαν πολλοὶ ὑποψήφιοι γαμπροί, καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες ἄρχοντες καὶ ἀπὸ
τοὺς μεγιστάνες. Ὅλα ὅμως τὰ προξενιὰ ἡ Βαρβάρα τὰ ἔδιωχνε, πράγμα ποὺ ὁ
πατέρας της δὲν τὸ ἔβλεπε μὲ καλὸ μάτι. Ἦταν γι’ αὐτὸν ἀδικαιολόγητη ἡ ἐμμονὴ τῆς
κόρης του νὰ μὴ θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, ποὺ τὴν ζητοῦσαν σὲ γάμο.
Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ὁ
Διόσκουρος γέμιζε πιὸ πολὺ ἀπὸ ποικίλους φόβους καὶ φαίνεται ὁ πιὸ μεγάλος του
φόβος ἦταν ὁρισμένοι ψίθυροι ὅτι ἡ Βαρβάρα τοῦ συμπαθοῦσε τὸν Χριστιανισμό. Γι’
αὐτὸ καὶ περιόρισε τὴν ἐλευθερία τῆς τόσο, ὅσο νὰ μὴν τὴν βλέπει κανείς, οὔτε
καὶ νὰ τὴν συναναστρέφεται. Μόνο ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες, πιστοὶ στὸν
Διόσκουρο, τὴν συνόδευαν. Κατὰ τὴν παράδοση, τόσο τὴν περιόρισε, ποὺ ἔφτιαξε εἰδικὸ
πύργο καὶ τὴν ἔκλεισε μέσα.
Οἱ φόβοι τοῦ ὅμως βγῆκαν ἀληθινοί. Ἡ πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικὰ παρουσιάζεται χριστιανή.
Φαίνεται κάποια ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες ἦταν κρυπτοχριστιανὴ καὶ μετέδωσε στὴ
Βαρβάρα τὰ σωτήρια χριστιανικὰ δόγματα καὶ διδάγματα. Αὕτη λοιπὸν ἡ
κρυπτοχριστιανὴ ὑπηρέτρια τῆς Βαρβάρας, τὴν πῆγε κρυφὰ στὴν χριστιανικὴ
κατακόμβη, τὴν γνώρισε μὲ ἕναν ἱερέα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν κατήχησε καὶ μετὰ
ἀπὸ λίγο καιρὸ τὴ βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ Βαρβάρα ζεῖ τώρα πιὰ σὲ
καινούργιο κόσμο. Ἀγάπησε ὁλοκληρωτικά το Νυμφίο τῆς Χριστό. Θυσίασε τὰ πάντα
γιὰ νὰ κερδίσει «τὸν πολύτιμο μαργαρίτη.
Ὁ Διόσκουρος χωρὶς νὰ ὑποψιάζεται τίποτα γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν συμβεῖ, κάνει πρόταση γάμου στὴν Βαρβάρα. Ὅμως ἐκείνη εἶχε πάρει σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη τὴν ἀπόφαση
περὶ παρθενίας καὶ ἀφοσίωσης στὸ Νυμφίο Χριστό, καὶ ἤδη ζοῦσε μέσα στὸν πύργο «ἐν
προσευχὴ καὶ νηστεία».
Ὁ Διόσκουρος ἀλλάζει
τακτική. Τῆς ἐπιτρέπει πιὰ νὰ βγαίνει ὅποτε θέλει ἀπὸ τὸν πύργο, νὰ δημιουργεῖ
σχέσεις καὶ συναναστροφὲς μὲ ὅποιους θέλει, καὶ νὰ πηγαίνει ὅπου θέλει. Ἔτσι ἄρχισε
νὰ βγαίνει ἔξω καὶ νὰ συναναστρέφεται χριστιανές, καὶ μὲ πολλὴ προφύλαξη νὰ
παρακολουθεῖ ἀκολουθίες καὶ κηρύγματα τῶν καταδιωκόμενων χριστιανῶν. Ἰδιαίτερα,
τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν ποὺ μάθαινε τὴν βοήθησαν πολὺ νὰ στερεωθεῖ καὶ νὰ ἀνδρωθεῖ
στὴν πίστη.
Ὁ πατέρας τῆς ἔμαθε τώρα ὅτι
ἡ κόρη τοῦ ἦταν χριστιανή. Ἀποφάσισε νὰ φύγει προσωρινὰ γιὰ ὑποθέσεις του σὲ ἄλλη
χώρα. Πρὶν φύγει θέλησε νὰ κατασκευάσει ἔξω ἀπὸ τὸν πύργο ἕνα ὡραῖο λουτρό. Ἔκαμε
τὸ σχέδιο, τὸ ἔδωσε στοὺς τεχνίτες, μὲ τὶς ἀνάλογες ὁδηγίες καὶ ἔφυγε. Κάποια
μέρα ἡ Ἁγία κατέβηκε ἀπὸ τὸν πύργο καὶ εἶδε τὸ λουτρό. Καθὼς τὸ παρατηροῦσε
πρόσεξε ὅτι ἡ οἰκοδομὴ εἶχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τοὺς κτίστες καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν
ὅτι αὐτὴ τὴν ἐντολὴ εἶχαν. Ἡ Βαρβάρα τοὺς εἶπε νὰ κάνουν καὶ ἕνα τρίτο παράθυρο
καὶ αὐτὴ θὰ εἶχε τὴν εὐθύνη. Οἱ τεχνίτες ὑπάκουσαν καὶ τὸ ἔφτιαξαν. Βλέποντας ἡ
Ἁγία τα τρία παράθυρα ἔνιωσε ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση τὰ ὁποῖα
συμβόλιζαν τὴν Ἁγία καὶ Ἀδιαίρετη Τριάδα.
Ὁ πατέρας τῆς ἐπέστρεψε καὶ
ἔμαθε τὸ γεγονὸς καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ φρικτὴ μαρτυρικὴ ζωὴ καὶ τὸ
σύντομο τέλος τῆς ἐνάρετης Βαρβάρας. Ἀπολογεῖται στὸν πατέρα της γιὰ τὴν
κατασκευὴ τῶν τριῶν παραθύρων καὶ τοῦ τονίζει ὅτι «οἱ τρεῖς θυρίδες φωτίζουν
πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποκάλυψε μὲ περίσσιο θάρρος καὶ παρρησία τὴν πίστη καὶ ἀφοσίωσή της στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν καὶ τὴ σφοδρὴ καὶ πλήρη ἀντίθεσή της στοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. Εἶπε στὸν πατέρα τῆς καθαρὰ πὼς γνώρισε καὶ ἀγάπησε τὴ
χριστιανικὴ πίστη καὶ πώς, μὲ τὴν πίστη αὐτή, γέμισε ἡ διάνοιά της ἀπὸ φῶς, ἡ
καρδιά της ἀπὸ ἁγνότητα καὶ τὸ πνεῦμα της ἀπὸ ἐπανάπαυση. Αὐτὸς τότε τῆς ζήτησε
τὴν ἑπομένη νὰ τὸν ἀκολουθήσει σὲ μιὰ εἰδωλολατρικὴ τελετή. Ἡ Βαρβάρα ἀρνήθηκε
καὶ βλέποντας τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή της φούντωσε ἀπὸ τὸ κακό του. Ἄδειασε ἡ
καρδιά του ἀπὸ κάθε πατρικὴ στοργὴ καὶ ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ μετατράπηκε σὲ λυσσαλέο
μίσος. Λησμόνησε ὅτι ἦταν σπλάχνο του καὶ μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ γεμάτη ἀπὸ φαρμάκι
σήκωσε τὸ ξίφος του νὰ τὴν σκοτώσει.
Συγκρατήθηκε ὅμως. Κι ἔδωσε
ἐντολὴ νὰ τὴν περιορίσουν πολὺ αὐστηρά. Ἡ σεμνότατη μάρτυς ἐμποδίζεται,
περιορισμένη τώρα μέσα στὰ σίδερα καὶ κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τῶν φρουρῶν της, νὰ ἐκτελέσει
τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα. Ἔτσι κατόρθωσε μὲ τὴν βοήθεια κάποιας πιστῆς της ὑπηρέτριας
νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ καταφύγει στὸ πιὸ κοντινὸ βουνό.
Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ τυράννου πατέρα της. Καὶ ὁ Θεῖος Δημιουργὸς δὲν ἄργησε νὰ ἀπαντήσει. Τὴν ἔκρυψε
ἀπὸ τὰ φονικὰ χέρια τοῦ πατέρα της. Ὁ Διόσκουρος τὴν χάνει ἀπὸ τὰ μάτια του.
Συνεχίζει νὰ τὴν ψάχνει γιὰ νὰ τὴν βρεῖ ὁπότε μετὰ ἀπὸ λίγο συνέλαβε τὴν κόρη
του. Δὲν ἦταν ὅμως πιὰ πατέρας, ἀλλὰ σωστὸς τύραννος. «Ἐξακολουθεῖς νὰ ἐπιμένεις;»
τῆς λέγει. «Δὲν μπορῶ πατέρα νὰ ἀρνηθῶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό». Τότε ἐκεῖνος τὴν ἅρπαξε
ἀπὸ τὰ μαλλιά, μὲ μανία λιονταριοῦ, τὴν τίναξε πολλὲς φορὲς καὶ μὲ σφοδρὴ καὶ
βίαιη πτώση τὴν ἔριξε κάτω στὴν γῆ. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν ὁδηγήσουν ξανὰ στὸν
πύργο. Ἐκεῖ τὴν ἔκλεισε σὲ ἕνα μικρὸ δωμάτιο μὲ σιδερένια κάγκελα καὶ ἔβαλε
φρουροὺς νὰ τὴν φυλᾶνε. Πέρασε ἔτσι ἕνας μήνας.
Κάθε δύο μέρες ὁ Διόσκουρος
ἔπαιρνε μαζί του ἕναν ἱερέα τῆς εἰδωλολατρίας καὶ προσπαθοῦσε νὰ τῆς ἀλλάξει
γνώμη. Ἐκείνη ὑποστήριζε ἀλύγιστα τὴν πίστη της στὸ Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι
τὴν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανὸ μὲ τὴν κατηγορία ὅτι βρίζει τὰ εἴδωλα. Ὁ
Μαρκιανὸς βλέποντας τὴν, προσπάθησε νὰ τὴν μεταπείσει. Ἡ Ἁγία δὲν δελεάστηκε μὲ
τίποτα. Τότε ὁ Μαρκιανὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν τὰ φοβερὰ βασανιστήρια. Τὴν
γύμνωσαν, τὴν κτύπησαν μὲ σκληρὰ βούνευρα χωρὶς ἔλεος, καὶ γιὰ νὰ τὴν κάνουν νὰ
νιώθει τοὺς πόνους πιὸ δριμεῖς ἔτριβαν τὶς πληγές της μὲ τρίχινα ροῦχα.
Τόση ἦταν ἡ μαστίγωση ποὺ τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα καταπληγώθηκε καὶ κατατρυπήθηκε καὶ ἀπὸ τὸ ἄσπιλο αἷμα τῶν πληγῶν τῆς κατακοκκίνησε τὸ μέρος τῆς γῆς ποὺ τὴν βασάνιζαν. Μετὰ ἀπὸ πολύωρα καὶ σκληρὰ βασανιστήρια τὴν κλείσανε στὴ
φυλακή. Ἐκεῖ μέσα μιὰ παρήγορη φωνὴ τῆς ἔδινε θάρρος καὶ ἕνα γλυκύτατο φῶς
φώτισε τὸ δεσμωτήριο. Μονομιᾶς τὰ τραύματα τῆς θεραπεύτηκαν. Ἀπέκτησε
μεγαλύτερη ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Χαιρόταν γιὰ τὰ παθήματά της. Περίμενε μὲ χαρὰ
νέα βασανιστήρια σὰν νὰ πήγαινε σὲ γάμο.
Ἀρχίζει ἡ δεύτερη ἐξέταση. Ἀρνεῖται
καὶ πάλι τὰ εἴδωλα. Ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀρχίζουν σκληρότερα βασανιστήρια.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο παρουσιάζεται καὶ δεύτερη μάρτυς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἐνάρετη
Ἰουλιανή. Παρακολουθοῦσε τὰ μαρτύρια τῆς Βαρβάρας καὶ βλέποντας τὸ αἷμα νὰ
τρέχει ἄφθονο ἀπὸ ὅλο το σῶμα τῆς Ἁγίας δὲν ἄντεξε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει.
Ὁ Μαρκιανὸς διατάζει νὰ
κρεμάσουν καὶ τὴν Ἰουλιανὴ καὶ νὰ τῆς κάψουν τὶς σάρκες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.
Καὶ οἱ δυὸ ὑπέμεναν τὰ τρομερὰ βασανιστήρια. Ἀμέσως διατάζει τὴν μὲν Ἰουλιανὴ νὰ
τὴν βάλουν φυλακή, τὴν δὲ Βαρβάρα νὰ τὴν ξεγυμνώσουν καὶ νὰ τὴν γυρίζουν στὴν
πόλη γυμνή.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ χειρότερου
αὐτοῦ γιὰ τὴν Ἁγία μαρτυρίου, τὸ πρόσωπό της κατακοκκίνησε καὶ φρίκη πέρασε τὸ
πνεῦμα της. Προσευχήθηκε θερμὰ νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Ὁ
γεμάτος Θεὸς ἀγάπη ὅμως, δὲν ἀργοπόρησε καθόλου, ἄκουσε τὴν προσευχή της, καὶ ὢ
τοῦ θαύματος ἐνῶ τῆς ἀφαιροῦσαν τὰ ροῦχα, ἡ γύμνωσή της δὲν φαινόταν. Ἄλλα ροῦχα
πιὸ ὡραῖα ἀντικαθιστοῦσαν ἐκεῖνα ποὺ μὲ μανία τῆς ξέσχιζαν.
Ὁ Μαρκιανὸς τυφλωμένος δὲν μπόρεσε νὰ ἑρμηνεύσει ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν καὶ μὲ περισσότερη λύσσα διέταξε νὰ τὶς ἀποκεφαλίσουν μὲ ξίφος. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια μπροστὰ ἦταν καὶ ὁ πατέρας της
ποὺ οὔτε καν πόνεσε. Μόλις ὁ δικαστὴς ἔβγαλε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση, ἅρπαξε
σὰν λυσσασμένο λιοντάρι τὴν κόρη του γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ
καὶ νὰ τὴν φονεύσει ὁ ἴδιος μὲ τὰ καταραμένα χέρια του. Ἡ Ἁγία χωρὶς νὰ τοῦ
καταλογίσει καθόλου τὴν τόση σκληρότητα, εἶπε μὲ πολλὴ συμπάθεια καὶ
τρυφερότητα «Πατέρα μου»!
Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ
Διόσκουρος ταράχτηκε καὶ τῆς εἶπε : «δὲν ἔχεις τίποτα τὸ κοινὸ μαζί μου. Καὶ γιὰ
νὰ ξεπλύνω τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμα μὲ τὸ νὰ σὲ γεννήσω, θὰ σὲ θανατώσω ἐγὼ μὲ τὰ ἴδια
μου τὰ χέρια. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μόνη μου εὐτυχία». Ἀφοῦ ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ
ἡ Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ἔκλινε τὴν ἱερή της κεφαλὴ μπροστὰ στὸ ξίφος τοῦ πατέρα
της καὶ δέχθηκε τὸ μαρτύριο καὶ τὸ στεφάνι τῆς ἄθλησης, τὴν δὲ Ἰουλιανὴ τὴν ἴδια
ὥρα, τὴν ἀποκεφάλισε ὁ δήμιος. Καὶ οἱ δύο στεφθήκανε μὲ τὸ μαρτυρικό, ἁμαράντινο
τῆς δόξας στεφάνι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἐπαινέτη καὶ δωρεοδότη Κύριο.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει
τὴν μνήμη τῶν δύο Μαρτύρων γυναικὼν στὶς 4 Δεκεμβρίου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ
μαρτυρίου τους.