Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Θεὸς ἐκδικήσεων


Μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση καταφέρεται ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβὶδ ἐναντίον τῶν πανούργων ἐκείνων ἀρχόντων ποὺ μὲ πρόσχημα τοὺς νό­­μους, χωρὶς ἴχνος φόβου Θεοῦ, καταπίεζαν φρικτὰ τὶς ἀσθενεῖς μάζες τοῦ λαοῦ.

Γι’ αὐτὸ συγγράφει τὸν 93ο Ψαλμό του καὶ στηλιτεύει τὴν ὑποκριτικὴ παρανομία τους, ὑπενθυμίζοντας ὅτι ὑπάρχει ­«δίκης ὀφθαλμός», ὁ ὕψιστος Θεός, ποὺ δὲν ἀ­­νέχεται τὴν πανουργία, ἀλλὰ τὴν πατάσσει μὲ βδελυγμία.

Ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο παρουσιάζει τὸν Θεὸ νὰ ἐμφανίζεται μὲ ὁρμή, δύναμη ἀκατάβλητη καὶ δόξα ὑψηλὴ γιὰ νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ ἐπιμελῶς συμπνίγεται καὶ καταπατεῖται. «Ἐπαρρη­σιάσατο ὁ Θεός», γράφει, καὶ μάλιστα γρά­φει σὲ χρόνο ἀόριστο γιὰ νὰ δηλώσει τὸ βέβαιο τῆς θείας μεσολαβήσεως. Δὲν λέει: θὰ ἐπέμβει ὁ Θεός· ἀλλά, νά Τος ὁ Θεός, ἦρθε, ἔκανε δυναμικὰ τὴν ἐμφάνισή Του. «Θεὸς ἐκδικήσεων»! (στίχ. 1). Φοβερὸς Θεός, ἦρθε νὰ ἐκδικηθεῖ, νὰ τιμωρήσει αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦν, νὰ ὑπερασπίσει ἐκείνους ποὺ ἀδικοῦνται.
 
Καὶ ἀμέσως Τοῦ ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Ψαλμωδός:

«Ἀνέβα, Κύριε, στὸ ὕψος τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας Σου. Ἀπόδωσε ­δικαιοσύνη καὶ πλήρωσε ὅπως τοὺς ἀξίζει τοὺς ὑπερ­ήφανους, τοὺς ὑπερφίαλους αὐτούς!... Μέ­­­χρι πότε, Κύριε», συνεχίζει, «μέχρι πό­­τε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ καυχῶνται γιὰ τὰ βδελυρά τους ἔργα; Μέχρι πότε θὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους ἀπύλωτο καὶ θὰ ἐκστομίζουν ὕβρεις καὶ ἀλαζονεῖες; ‘‘Τὸν λαόν σου, Κύριε, ἐταπείνωσαν’’, τὸν πάτησαν κάτω, τὸν ἐξευτέλισαν. Τοὺς ἀδύναμους, χῆρες καὶ ὀρφανά, τοὺς ἐξουδετέρωσαν, καὶ τοὺς νεόφυτους στὴν πίστη τοὺς διέλυσαν. Δὲν Σὲ ὑπολογίζουν, Κύριε. Δὲν τοὺς νοιάζει τίποτε...» (στίχ. 2-7).

Τὸ πιὸ φρικτὸ ὅμως σχετικὰ μὲ αὐτοὺς εἶναι ἕνα γνώρισμα ποὺ ἔχουν, τὸ ὁποῖο βδελύσσεται ὁ Κύριος: ὅτι καταπιέζουν μὲ τόσο βάναυσο τρόπο τὸν λαὸ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ νόμου!...

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς κραυγάζει μὲ ἕνα «μή!» γεμάτο πόνο: «Μὴ συμ­προσέστω σοι θρό­νος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα» (στίχ. 20). Ἂς μὴν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ Σένα, ­Κύριε, καὶ ποτὲ νὰ μὴ βρεθεῖ κοντά Σου ­θρόνος ἐξουσίας, δικαστικὴ καθέδρα ἀδικίας, ἐ­­ξουσία δηλαδὴ ποὺ μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ νόμου προξενεῖ στοὺς ἀνθρώπους βάρος καὶ καταπίεση.

«Θρόνος»! Δηλαδὴ ἐπιβολή, δύναμη κυριαρχίας, ἐξουσία. Ἐδῶ ὅμως πρόκειται περὶ θρόνου ἀνομίας, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὴ δῆθεν νομιμότητα, ­προκειμέ­νου νὰ πετύχει αἰσχρούς, διαβολικοὺς στόχους. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ μετοχὴ «ὁ πλάσσων». Τὴν πλάθει, τὴ ­μεταλλάσσει τὴν προσταγή, τὴν ­ἀπόφαση, τὸ ­διάτα­γμα, ὥστε νὰ φαίνονται δῆθεν ­νομιμόφρονα, σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο, τὸ πρέπον, τὸ νό­μο, καὶ ὅμως τελικὰ ὑπηρετοῦν τὴ μηχανορραφία, τὴν πλεκτάνη σὲ βάρος ἀθώων. Εἶναι τέτοια ἡ διαταγή, ἡ ἀπόφαση, ποὺ προσθέτει ἀφόρητο βάρος καὶ κατα­­πίεση στοὺς ἁπλούς, νομιμόφρονες ἀν­θρώπους.

Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ σωστοῦ, τοῦ δικαίου, τοῦ πρέποντος...

Κάτι τέτοιο βέβαια μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ μέσα στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Κάποιοι μπορεῖ νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ ἐπιβληθοῦν δυναστικὰ στὴ συνείδηση καὶ τὴ γνώμη τοῦ ἄλλου χρησιμοποιώντας πρὸς τοῦτο τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐκφοβίζοντάς τον καὶ καθιστώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ βαρύ, φορτικό, ἀπεχθές. Αὐτὸ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ τὸ ἔκαμναν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλλαν φόρτο μεγάλο θρησκευτικῶν καθηκόντων στοὺς ὤμους τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ αὐτοὶ οὔτε μὲ τὸ δαχτυλάκι τους δέχονταν νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ τὸ σηκώσουν, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ οἱ ἴδιοι πλούτιζαν σὲ βάρος τῶν φτωχῶν καὶ ἀδυνάμων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄκουσαν τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαὶ» τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ματθ. κγ΄ 4, 13).

Μιὰ ματιὰ νὰ ρίξει κανεὶς ἀπὸ παλαιὰ μέχρι σήμερα στὶς κοινωνίες, πόσους τέτοιους νόμους, ρυθμίσεις, διατάγματα δυστυχῶς θὰ παρατηρήσει! Τέτοια ποὺ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ δικαίου, τῆς κοινῆς εἰρήνης καὶ ­ἀσφάλειας, τῆς ἐλευθερίας, στρέφονται ἐναντίον ἀν­θρώπων ἀνεπίληπτων καὶ ἰδίως θεοσεβούμενων. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τῶν διω­γμῶν οἱ Χριστιανοὶ ἦταν γιὰ τοὺς ­κρατικοὺς φορεῖς οἱ ἐπικίνδυνοι, οἱ βλάπτοντες τὴν κοινωνικὴ συνοχὴ καὶ εἰρήνη, τὴ δημόσια τάξη, θεωροῦνταν στοιχεῖα ταραχοποιά. Γι’ αὐτὸ καὶ διώκονταν... Στὰ λίγο προηγούμενα ἀπὸ μᾶς χρόνια τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων τῶν ἀνατολικῶν χωρῶν οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνταν ὡς παραβάτες τῶν νόμων καὶ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξολοθρευθοῦν. Καὶ στὶς ἡμέρες μας, ἀπὸ ἐδῶ κι ἐμπρὸς αὐτοὶ πάλι θὰ κατηγοροῦνται ὡς «ρατσιστές», «φασίστες», «ὁμοφοβικοί», αὐτοὶ ποὺ πᾶ­­νε «κόντρα στὴ δημοκρατία, στὰ δικαι­ώματα τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς συμπεριφορᾶς καὶ αὐτοδιάθεσης τοῦ ἀτόμου»!... Ὡραῖες λέξεις, πολὺ πετυχημένες, προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν ἕνα σατανικὸ ξέσπασμα μίσους καὶ διωγμοῦ ἐναντίον τους...

Αὐτὸς εἶναι ὁ «θρόνος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα». Ἐξουσία δυναστική, ποὺ τάχα μὲ βάση τὸ νόμο καταπιέζει ἀφόρητα τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπους, ὁδηγώντας τους σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀ­­­ναγκάζοντάς τους νὰ στενάζουν φρικτὰ κάτω ἀπὸ τὶς ἀπάνθρωπες ἀπαιτήσεις της.

Ὅσοι πάντως στήνουν τέτοιους ­θρόνους ἀνομίας, βαρυφορτώνοντας τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπους καὶ ­καθιστώντας ἀσήκωτο φορτίο τὴν τήρηση τοῦ νόμου, θὰ λάβουν τὴ δίκαιη ἀνταπόδοση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέει ὁ Ψαλμωδὸς στὸν τελευταῖο στίχο (23): «Καὶ ἀποδώσει αὐτοῖς Κύριος τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, κατὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν ἀφανιεῖ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός». Αὐτούς, τοὺς ὑποκριτὲς καὶ βάναυσους τυράννους, θὰ τοὺς ἐξαφανίσει ὁ Θεός!

Πηγή: Ο Σωτήρ