Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η ιστορία της νηστείας των Χριστουγέννων


clip_image002


Ἡ δευτέρα πιὸ μακρὰ περίοδος νηστείας μετὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστὴ εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας καὶ ὡς σαραντα(ή)μερο. Περιλαμβάνει καὶ αὐτὴ σαράντα ἡμέρας, ὅμως δὲν ἔχει τὴν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τὴν 15ην Νοεμβρίου καὶ λήγει τὴν 24ην Δεκεμβρίου.

Ἡ ἑορτὴ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν δευτέραν μεγάλην Δεσποτικὴν ἑορτὴν τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τὰ μέσα τοῦ Δ’ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεώρταζεν τὴν γέννησιν καὶ τὴν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα τὰ «Ἐπιφάνεια» τὴν ἰδίαν ἡμέραν, τὴν 6ην Ἰανουαρίου. Τὰ Χριστούγεννα ὡς ἰδιαιτέρα ἑορτή,ἑορταζομένη εἰς τὰς 25 Δεκεμβρίου, εἰσήχθη εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἀπὸ τὴν Δύσιν περὶ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰῶνος.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος πρῶτος ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, τὴν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ μᾶς πληροφορεῖ περὶ τὸ 386 μ.Χ. ὅτι «οὔπω δέκατον ἔστιν ἔτος, ἐξ οὐ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γεγένηται».

Μὲ τὴν διαίρεσιν τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καὶ τὴν καθιέρωσιν τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τὴν 25ην Δεκεμβρίου, τῆς Περιτομῆς τὴν 1ην καὶ τῆς Βαπτίσεως τὴν 6ην Ἰανουαρίου, διεμορφώθη καὶ τὸ λεγόμενον Δωδεκαήμερον, δηλαδὴ τὸ ἑόρτιον χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τὴν 25 Δεκεμβρίου ἕως τὴν 6 Ἰανουαρίου. Οὕτω διεσώθη, κατὰ κάποιον τρόπον, ἡ ἀρχαία ἑνότης τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.

Ἡ μεγάλη σημασία, ποὺἀπέκτησεν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καὶἰδιαιτέρως τῶν μοναχῶν, ἀπετέλεσαν τὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν καθιέρωσιν καὶ τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων νηστείας. Εἰς αὐτὸ ἀσφαλῶς ἐπέδρασεν καὶ ἡ διαμορφωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερος νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.

Ὅπως ἡ ἑορτή, τοιουτοτρόπως καὶἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία διὰ τὴν ὑποδοχὴν τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐνεφανίσθη ἀρχικῶς εἰς τὴν Δύσιν, ὅπου ἡ νηστεία αὐτὴ ὠνομάζετο Τεσσαρακοστὴ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, ἐπειδὴ ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου τούτου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιον ἐπανελήφθη καὶ εἰς ἡμᾶς, ὅπου πολλοὶ τὴν νηστείαν τῶν Χριστουγέννωνὀνομάζουν τοῦ «Ἁγίου Φιλίππου», ἐπειδὴ προφανῶς ἀρχίζει τὴν ἑπομένην τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου. Αἱ πρῶται ἱστορικαὶ μαρτυρίαι, ποὺ ἔχομεν διὰ τὴν νηστείαν πρὸ τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται διὰ τὴν Δύσιν εἰς τὸν Ε’ καὶ διὰ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὸν ΣΤ’ αἰῶνα. Ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς συγγραφεῖς εἰς αὐτὴν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσάμων.

Ἡ νηστεία εἰς τὴν ἀρχήν, καθὼς φαίνεται, ἦτο μικρᾶς διαρκείας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσάμων, ὁ ὁποῖος γράφει περὶ τὸν ΙΒ’ αἰῶνα καὶ κατὰ συνέπειαν μᾶς πληροφορεῖ διὰ τὰ ὅσα ἴσχυον εἰς τὴν ἐποχήν του, σαφῶς τὴν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καὶ αὐτὴ εἰς σαράντα ἡμέρας, χωρὶς ἐν τούτοις νὰπροσλάβῃ τὴν αὐστηρότητα τῆς πρώτης.



Πῶς θὰ πρέπῃ νὰ τὴν νηστεύωμεν.

Καθ᾿ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ σαρανταημέρου δὲν καταλύομεν κρέας, γαλακτερὰ καὶ αὐγά. Ἀντιθέτως, ἐπιτρέπεται νὰ καταλύωμεν ἰχθύας ὅλας τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μέχρι καὶ τὴν 17ην Δεκεμβρίου, ἐκτὸς βεβαίως τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς. Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καταλύομεν ἰχθύας ὁποιανδήποτε ἡμέραν καὶ ἂν πέσῃ.

Ἀπὸ τὴν 18ην μέχρι καὶ τὴν 24ην Δεκεμβρίου, παραμονὴν τῆς ἑορτῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου μόνον ἐκτός, βεβαίως, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ θὰ παρεμβληθοῦν καὶ κατὰ τὰς ὁποίας τηροῦμεν ἀνέλαιον νηστείαν. Ἐπίσης μὲ ξηροφαγίαν θὰ πρέπῃ νὰ νηστεύωμεν τὴν πρώτην ἡμέραν της νηστείας, 15ην Νοεμβρίου, καθὼς καὶ τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἂν πέσουν Σάββατον ἢ Κυριακήν.



ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Ἐπίσης ὀφείλομεν νὰ μὴ τηροῦμεν μόνον τὴν τάξιν τῆς νηστείας, ποὺ ἀφορᾶ τὰς τροφάς, ἀλλὰ νὰ ἀπέχωμεν καὶἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, οὕτως ὥστε, ὅπως νηστεύομεν ὡς πρὸς τὴν κοιλίαν, νὰ νηστεύομεν καὶὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, ἀποφεύγοντες τὴν καταλαλιά, τὸ ψέμα, τὴν ἀργολογίαν, τὴν λοιδορίαν, τὴν ὀργὴν καὶ γενικὰ κάθε ἁμαρτίαν, ποὺ διαπράττομεν μέσῳ τῆς γλώσσης.



Ἐπίσης χρειάζεται νὰ νηστεύωμεν ὡς πρὸς τοὺς ὀφθαλμούς. Νὰ μὴ βλέπωμε μάταια πράγματα. Νὰ μὴ ἀποκτῶμεν παρρησίαν διὰ μέσου τῶν ὀφθαλμῶν. Νὰ μὴ περιεργαζώμεθα κάποιον μὲ ἀναίδειαν. Ἀκόμη θὰ πρέπῃ νὰ ἐμποδίζωμεν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀπὸ κάθε πονηρὸν πρᾶγμα.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, νηστεύοντες μίαν νηστείαν εὐπρόσδεκτον εἰς τὸν Θεόν, ἀποφεύγοντες κάθε εἴδους κακίαν, ποὺ ἐνεργεῖται διὰ μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις μας, θὰ πλησιάζωμεν τὰς Ἁγίας ἡμέρας ἀναγεννημένοι, καθαροὶ καὶ ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν Ἁγίων Μυστηρίων (ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ).


Πηγή: (Ἀπὸ τὸ «Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας», Ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσας, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 88-92.)