῾Ο Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος
Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408450 μ.Χ.) καί ἐγεννήθηκε περί τό 370 ἤ 375 μ.Χ.
στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό εὔπορους γονεῖς τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς
πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καί ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός,
ἐνεργητικός καί πολύ δραστήριος 1 .
Διακρινόταν γιά τήν εὐστροφία, τήν ταχύτητα καί ἀποφασιστικότητα τῶν
ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιά τήν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καί τό
ἀνυποχώρητο στίς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιά τούς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε
ἰσχυρό τό αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί τήν ἀγάπη
του γιά τήν εἰρήνη καί ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ἡ δέ συναίσθηση τοῦ
καθήκοντος καί ὁ ἁγνός ἐνθουσιαμός του γιά τήν ἀλήθεια τόν καθιστοῦσαν
ἀφοβο στήν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καί ἱκανό ἀγωνιστή ὑπέρ τῆς
ἀληθείας μέχρι θανάτου. Γιά ὅλα αὐτά τά χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς
ἕνας ἀπό τούς Μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ'
ἐξοχήν ὑπερασπιστής τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.
῏Ηταν ἀνεψιός τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τόν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε 2 . Ἔλαβε εὐρεῖα μόρφωση στήν Ἀλεξάνδρεια καί μάλιστα στήν περιώνυμο Κατηχητική Σχολή, ὅπου παρακολούθησε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Ἐφοίτησε ἀκόμη στίς τότε φιλοσοφικές σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας καί συμπλήρωσε τίς σπουδές του μέ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπό τούς λόγους καί τά συγγράμματά του.
Ὅταν ἐμελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή ἐφήρμοζε τήν ὑγιῆ καί ὀρθή ἑρμηνευτική μέθοδο, διά τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νά ἐρευνᾶ τή σύνθεση τοῦ κειμένου καί κατόπιν νά ἀναζητεῖ τά νοήματά του. Κατά τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γενικῶς τήν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τήν πίστη ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας 3 , ὅπου ὅμως ἐθεωροῦσε ἀναγκαῖο ἐχρησιμοποιοῦσε καί τό λόγο 75 .
Γιά τήν καλύτερη πνευματική ἀνάπτυξή του καί τόν πληρέστερο καταρτισμό του κατέφυγε σέ μονές τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευσε γιά ἕνα χρονικό διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: « Εἰς χεῖρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καί ἁγίων» 4 . Μάλιστα κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁ μοναχικός βίος τῆς Αἰγύπτου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή, ἀπό τήν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξασθενεῖ ἰδίως μετά τίς βίαιες ἐπιθέσεις, τίς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίον του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα σύμφωνα μέ κάποιες πληροφορίες ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀπεστάλη ἀπό τό θεῖο του Θεόφιλο, μετά τίς σπουδές του, στίς μονές τῆς Νιτρίας, ὅπου διέμεινε ἐπί πενταετία στή μονή τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή καί ἀσκούμενος ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.
Δέν εἶναι γνωστό πότε εἰσῆλθε ἀκριβῶς στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλά πάντως μετά τή συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους ἐχειροθετήθηκε ἀναγνώστης καί στή συνέχεια ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος ἀπό τό θεῖο του Θεόφιλο.
Μετά τό θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στίς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καί ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικός καί μάλιστα ἀρεστός στήν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθώς καί στή δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικά Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πού ἐνθρονίσθηκε στίς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καί διεποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπί 32 ἔτη, ἔχοντας τή βαρειά συναίσθηση πάντοτε ὅτι κατεῖχε τό θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ' ἑνός μέν ἔλεγχε τήν κοινωνική ἀνισότητα, ἐκαυτηρίαζε τήν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καί τίς κακές συνήθειες, καθώς καί πολλά ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ' ἑτέρου δέ προέβαλε στούς πιστούς τό ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀγάπης καί τούς συνιστοῦσε νά ζοῦν ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό χριστιανικό τους ὄνομα.
Ὁ Ἅγιος ἐθεώρησε βασικό καθῆκον του τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἰρέσεων καί σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονταν ἀκόμη, ὅπως καί τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης ἐστράφηκε καί κατά τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τό λαό διά τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καί τίς δεισιδαιμονίες καί τοῦ μαντείου τους στό Μένουθις. Τό μαντεῖο αὐτό ἀντιμετώπισε διά τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καί Ἰωάννου καί τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καί τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στό ναό τῶν Εὐαγγελιστῶν, τόν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος, τά ὁποῖα εἶχαν εὑρεθεῖ σέ ἀρχαῖο χριστιανικό ναό τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐστράφηκε καί κατά τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή εἶχαν τή μεροληπτική ὑπέρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καί συμπεριφέρονταν προκλητικά στούς Χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος, ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Πελαγίου καί, τέλος, τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατά τοῦ Νεστορίου ἤ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἐγέμισε τήν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., ἐδημιούργησε τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδή τήν καθ' ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καί ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἤ συνάφειά τους καί ἐθεωροῦσε τήν Παναγία ὄχι ὡς Θεοτόκο, ἀλλ' ὡς « Χριστοτόκο» ἤ « ἀνθρωποτόκο» . Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διεφύλαξε τή Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν διδάσκοντας τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός κατά τήν θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο ὡς « τοῦ Πατρός φύσει Υἱός καί ὑπέρ ἡμᾶς Λόγος» , « ἐκ Θεοῦ Λόγος» , « ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός» , ὁ Ὁποῖος εἶναι Θεός Λόγος καί ὁ ὁποῖος « οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι' ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα» , « γέγονε σάρξ» καί « καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος» , «ἡνώθη κατά φύσιν καί καθ' ὑπόστασιν τῇ σαρκί» . Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος , διότι στόν Ὅρο αὐτό συμπεριλαμβάνεται καί τό πραγματικό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο καί τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τό 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος, πού συγκάλεσε στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος
Κύριλλος, διετύπωσε σέ 12 ἀναθεματισμούς τίς διδασκαλίες πού ὄφειλε νά
ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τό σκάνδαλο πού ἐδημιουργήθηκε καί ἀναστάτωσε
τήν Ἐκκλησία ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτό ἀνάγκασε
τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β΄ νά συγκαλέσει στίς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους
431 μ.Χ., στήν Ἔφεσο, τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στίς
22 Νοεμβρίου 43 1 μ.Χ. ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος
δέν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τή δυσσεβῆ διδασκαλία τοῦ
Νεστορίου καί τόν αἱρεσιάρχη καί ἐξακολούθησε τίς ἐργασίες της ἐπί ἄλλων
θεμάτων. Μέ καθυστέρηση ἔφθασε καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καί οἱ
περί αὐτόν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τήν καταδίκη τοῦ Νεστορίου, συνῆλθαν
σέ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τά μέλη τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
καί καθαίρεσαν τόν Ἅγιο Κύριλλο καί τόν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μέ
αὐτοκρατορικό διάταγμα, πού ἐκδόθηκε μετά ἀπό ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν
ἐπιτρόπων, πού ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, ἐφυλακίσθησαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος
καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μέ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ
αὐτοκράτορος, ὁ Θεοδόσιος Β΄ ἐκάλεσε νά ἐμφανισθοῦν ἐνώπιόν του
ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τούς ἄκουσε καί ἀποδέχθηκε τίς θέσεις τῶν
Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθησαν ἀπό ὅλους τά Πρακτικά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη στίς 27 Ἰουνίου τοῦ
ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τόν προσονόμασε « σφραγῖδα τῶν Πατέρων» .
Στόν Ἅγιο Κύριλλο ἀποδίδονται τό Τριαδικό ὑμνολόγιο «Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ...» , τό ἐγκώμιο τῆς Θεοτόκου «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς...» , τό χαριστήριο Ἀπολυτήριο «Θεοτόκε Παρθένε» καί ἄλλα ἄσματα. Αὐτός ἐποίησε καί τόν ἰδιαίτερο τύπο τῶν Ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τόν ὁποῖο ἀναθεώρησε ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος.
_________________
1 Ἁγίου Κυρίλλου, Πασχάλιος Λόγος , 26, P.G. 77, 19491972.
2 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία , 7, 7. P.G. 67, 749C762Α.
3 Ἁγίου Κυρίλλου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, θ΄ , P. G. 68, 624.
4 Ἁγίου Κυρίλλου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, α΄, β΄, γ΄, η΄, ιδ΄ , P. G. 68, 205Α.
Πηγή: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τράπεζα Ιδεών