ΕΥΚΟΛΑ µιλᾶµε γιά τήν προσευχή. Χρησιµοποιοῦµε µάλιστα καί παραδείγµατα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά κείµενα καί τούς βίους τῶν Ἁγίων. Τονίζουµε τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς, ἀλλά στήν πράξη σχεδόν ὅλοι σκοντάφτουµε. Τό µεγάλο ἐµπόδιο εἶναι ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ κατά τήν προσευχή! Νά περιοριστεῖ καί νά στραφεῖ µέ θερµότητα στά αἰτήµατα τῆς προσευχῆς, γιά νά γαληνέψει καί ἡ καρδιά µας.
Εἶναι ἕνα δύσκολο ἔργο, ὄχι µόνο γιά τούς ἐν τῷ κόσµῳ χριστιανούς, ἀλλά καί γιά τούς µοναχούς.
Κανένας πιστός δέν ἀρνεῖται τήν προσευχή. Πολλοί ὅµως τήν ἐγκαταλείπουν, γιατί δέν µποροῦν νά ξεπεράσουν τή δυσκολία νά συγκεντρώσουν τό νοῦ τους. Θεωροῦν τήν προσευχή µαταιοπονία. Ἐπειδή δέν γεύτηκαν ποτέ τή γλυκύτητά της, δέν πείθονται εὔκολα ἀπό τίς προτροπές τῶν πνευµατικῶν καί τῶν ἱεροκηρύκων. Ὅµως πρέπει νά διευκρινίσω ὅτι ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ δέν εἶναι κάτι πού τό πετυχαίνουµε µιά φορά καί µετά τό διατηροῦµε χωρίς κόπο καί προϋποθέσεις. Ὁ νοῦς ἐπηρεάζεται ἀπό πολλούς ἐξωτερικούς, ἀλλά καί ἐσωτερικούς, παράγοντες, γι᾿ αὐτό καί ἡ προσπάθεια πρέπει νά εἶναι διαρκής. Ἡ ἐπιτυχία ἄλλοτε θά εἶναι µεγάλη καί ἄλλοτε µικρή. Ὅµως προσοχή! ∆έν πρέπει νά ἀπογοητευόµαστε, ὅταν ἡ προσευχή µας δέν φέρνει τούς καρπούς πού περιµένουµε. Ἰδιαίτερα στό θέµα τῆς ἱκανο- ποίησης τῶν αἰτηµάτων µας. Πρέπει νά γνωρίζουµε ὅτι ὁ Θεός ἐκτιµᾶ τήν προαίρεσή µας καί ἀναγνωρίζει τίς δυσκολίες µας.
Συχνά στή Λειτουργία ἀκοῦµε τήν προτροπή «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν», δηλαδή πρέπει νά προσευχόµαστε µέ εἰρήνη νοῦ καί γαλήνη καρδιᾶς. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο καί πολύ διαφωτιστικό τό ἑρµηνευτικό σχόλιο πού κάνει ἕνας θεολόγος: «Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ καί ἡ γαλήνευση τῆς καρδιᾶς ἀποτελοῦν τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση µιᾶς πετυχηµένης καί ἀποτελεσµατικῆς προσευχῆς. Τό κοµµάτιασµα τοῦ νοῦ καί ἡ διάσπαση τῶν πνευµατικῶν δυνάµεων τῆς ψυχῆς, σέ συνδυασµό µέ τή συναισθηµατική φόρτιση καί τό σάλεµα τῆς καρδιᾶς ἐµποδίζουν τόν ἄνθρωπο νά συγκεντρωθεῖ νοερά καί ν᾿ ἀγγίξει τό Θεό στήν πνευµατική ἀνάβαση τῆς προσευχῆς. Ὅταν στόν προσευχόµενο ἄνθρωπο κακοί λογισµοί καί σκέψεις ἀνοίκειες ταράζουν καί διασποῦν τό νοῦ του, ὅταν ἐπιθυµίες αἰσχρές καί ἀκάθαρτες µολύνουν τήν καρδιά του καί ὅταν ἡ βιοτική µέριµνα καί οἱ ὑποθέσεις τῆς ζωῆς πιέζουν καί ἀναστανώνουν τήν ψυχή, δέν µπορεῖ αὐτός νά πλησιάσει τόν ἀπρόσιτο Θεό καί νά ἐπικοινωνήσει νοερά µαζί του. Ὁ πιστός µπαίνοντας στήν ἐκκλησία πρέπει νά ἔχει ἑνοποιηµένο τόν ἑαυτόν του, συναγµένο νοῦ, ἤρεµη ψυχική διάθεση καί συνείδηση γαληνεµένη, ὥστε ἀναβαίνοντας πρός τό Θεό ν᾿ ἀκούει καθαρό τό λόγο τῆς θείας ἀλήθειας καί ν᾿ ἀφουγκράζεται ἤρεµα τό µυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Φυσικά ἕνα τέτοιο ἔργο, δεδοµένης τῆς κραυγαλέας ἁµαρτίας πού ὑλακτεῖ ἄγρια στήν πεσµένη φύση µας, ἡ ὁποία, παρά τήν ἀναγέννησή της ἐν Κυρίῳ, δέν παύει ὡστόσο ν᾿ ἁµαρτάνει, εἶναι ἔργο δύσκολο. Γιά νά τό πετύχει ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς ἐπικουρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Τά σά ἐκ τῶν σῶν», ἑρµηνευτικό σχόλιο στήν θεία Λειτουργία, Ἀθήνα 2000, σελ. 41-42).
Ὁ συνειδητός χριστιανός τίς πονηρές σκέψεις τίς διώχνει µέ τίς καλές, πού παίρνει ἀπό τή µελέτη κάποιου βιβλίου ἤ τή συνοµιλία µέ κάποιον κληρικό ἤ ἔµπειρο λαϊκό. Ἐπίσης τηρώντας τίς ἐντολές δέν ἔχει αἰσχρές ἐπιθυµίες. Ἐλεύθερα τίς ἀρνεῖται καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου τίς ἀντιµετωπίζει µέ ἀποφασιστικότητα. Προσεκτικός εἶναι ἀκόµα καί στίς βιοτικές µέριµνες. Τίς περιορίζει ὅσο εἶναι δυνατό, γιά νά ἔχει ἐλεύθερο χρόνο. ∆έν θέλει νά εἶναι πολυµέριµνος καί πολυάσχολος. Ἀντίθετα, ἱκανοποιεῑται µέ τά λίγα, εἶναι αὐτάρκης καί δέν ἀκολουθεῖ τή νοοτροπία τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας. ∆έν εἶναι ὑπέρ τῆς ἀφθονίας τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. ∆έν ἀρνεῖται ὅµως τά ὑλικά ἀγαθά στούς ἀδελφούς του. Φροντίζει γι᾿ αὐτούς, προσφέρει ὅ,τι ἔχει καί θυσιάζει τό χρόνο του προκειµένου νά ἀνακουφιστοῦν. Οἱ µέριµνες γιά ἔργα ἀγάπης διαφέρουν ἀπό τίς µέριµνες πού ἔχουν σχέση µέ τή δική του ζωή. Οἱ πρῶτες πρέπει νά αὐξάνονται, γιατί εἶναι ἕνα εἶδος προσευχῆς, ἀφοῦ ὑπηρετοῦν τήν κορυφαία ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἐνῶ οἱ δεύτερες πρέπει νά µειώνονται, γιατί ἐµποδίζουν καί τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη.