Πολλὰ ὑπονοεῖ μ’ αὐτὴν τὴν παραβολὴ: τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔδειξε ἀπὸ τὸν οὐρανό· τὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φονικὴ τους διάθεση· τὸ ὅτι δὲν παραλείφθηκε τίποτα ἀπ’ ὅσα ἤθελαν φροντίδα· τὸ ὅτι δὲν τοὺς ἀποστράφηκε μόλο ποὺ εἶχαν σφαγὴ ἀκόμα καὶ προφῆτες ἀλλὰ τοὺς ἔστειλε καὶ τὸ Γιό του· ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Καινῆς καὶ Παλαιάς ὅτι θὰ ἐπιτύχη πολλὰ ὁ θάνατός του· ὅτι ὑπομένουν τὴν ἔσχατη τιμωρία γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ τόλμημά τους, τὸ κάλεσμα τῶν ἐθνῶν καὶ τὴν ἔκπτωση τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔκπτωση τὴ θέτει μετὰ τὸ κάλεσμα, γιὰ νὰ δείξη κι ἀπ’ αὐτὸ ὅτι τὸ ἔγκλημά τους εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο καὶ ἀσυγχώρητο. Μὲ ποιὸ τρόπο; Μὲ τὸν ἑξῆς μ’ ὅλο ποὺ δέχτηκαν τόση φροντίδα φάνηκαν κατώτεροι ἀπὸ τελῶνες καὶ πόρνες καὶ μὲ τόση διαφορά· προσέξετε καὶ τὴν πολλὴ προνοητικότητα ἐκείνου καὶ τὴ δική τους ἀνείπωτη ἀκαματωσύνη. Ὅ,τι ἦταν ἔργο τῶν γεωργῶν, ὁ ἴδιος τὸ ἔπραξε· νὰ περιφράξη, νὰ φυτεύψη τὸν ἀμεπλῶνα, ὅλα τ’ ἄλλα. Λίγα ἄφησε σ’ αὐτούς· νὰ φροντίζουν τὴν περιουσία τους, νὰ φυλάξουν ὅτι τοὺς εἶχε δοθῆ. Τίποτα δὲν ἔλειπε, ἦσαν ὅλα συμπληρωμένα. Οὔτε ἔτσι ὅμως δὲν ἀποκόμισαν κέρδος, ἐνῶ τόσα εἶχαν ἀπολαύσει ἀπὸ αὐτόν· ὅταν βγῆκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νόμο τοὺς ἔδωσε καὶ πόλη τοὺς συγκρότησε καὶ ναὸ τοὺς ἔχτισε καὶ θυσιαστήριο τοὺς ἔκαμε. Και ἔφυγε, δηλ. μακροθύμησε, δὲν ἔδινε πάντα μετὰ τὰ ἁμαρτήματά τὶς τιμωρίες. Ἀποδημία ἀποκαλεῖ τὴν πολλὴ μακροθυμία του. Καὶ ἔστειλε τοὺς δούλους του, δηλαδὴ τοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ πάρουν τὸ εἰσόδημα, δηλαδὴ τὴν ὑπακοή, φανερωμένη μὲ τὰ ἔργα. Αὐτοὶ ὅμως κι ἐδῶ ἔδειξαν τὴν κακία τους, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔδωσαν τὸν καρπό ἐνῶ τόση φροντίδα ἐχάρηκαν –αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ὀκνηρίας- ἀλλὰ ἐπειδὴ κακοποίησαν τοὺς ἀποσταλμένους. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν, ἐνῶ χρωστοῦσαν, ἔπρεπε ὄχι νὰ ἀγανακτοῦν καὶ νὰ κακομεταχειρίζωνται ἀλλὰ νὰ παρακαλοῦν Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο ἐθύμωσαν ἀλλὰ καὶ μ’ αἵματα γέμισαν τὰ χέρια τους. Κι ἐνῶ χρωστοῦσαν ἱκανοποίηση, ζητοῦσαν οἱ ἴδιοι.
Γι’
αὐτὸ ἔστειλε δεύτερους καὶ τρίτους, γιὰ νὰ φανῆ αὐτῶν ἡ κακία καὶ ἡ
φιλανθρωπία ἐκείνου. Καὶ γιατὶ δὲν ἔστειλε εὐθὺς τὸ Γιό του; Γιὰ νὰ
κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους γι’ αὐτὰ ποὺ ἔκαμαν στοὺς ἀπεσταλμένους κι
ἀφήνοντας τὸ θυμὸ νὰ ντραποῦν ἴσως ἐκεῖνον, ὅταν ἔθρη. Εἶναι κι ἄλλοι
λόγοι, ἀλλὰ τώρα ἄς προχωρήσωμε. Τί σημαίνει τὸ «ἴσως ντραποῦν»; Ὅχι
βέβαια ἄγνοια ἀλλὰ θέληση νὰ παρουσιαστῆ τὸ ἁμάρτημα μεγάλο καὶ χωρὶς
καμμιὰ δικαιολογία. Γιατὶ ἐκεῖνος τοὺς ἔστειλε γνωρίζοντας ὅτι θὰ τὸν
σκοτώσουν. Λέει ὅμως «θὰ ντραποῦν» διατυπώνοντας αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ
γίνη· ὅτι ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ ντραποῦν. Γιατὶ καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο λέει· ἄν
βέβαια ἀκούσουν· Κι ἐκεῖ γνωρίζει. Ἀλλὰ δὲ θέλει νὰ λένε μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς ἀχαρίστους ὅτι ἡ πρόρησή του ἔγινε αἰτία παρακοῆς, γι’ αὐτὸ
διατυπώνει τὴ σκέψη του μὲ τὸ «ἄν βέβαια» καὶ τό «ἴσως». Γιατὶ ἀκόμα κι
ἄν στάθηκαν ἀχάριστοι μὲ τοὺς δούλους, ἔπρεπε νὰ σεβαστοῦν τὴν ἰδιότητα
τοῦ Γιοῦ. Τί ἔκαναν ὅμως αὐτοί; Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ τρέξουν κοντά του καὶ νὰ
ζητήσουν συγχώρηση γιὰ τὰ σφάλματά τους, ἀγωνίζονται νὰ ὑπερβοῦν τὰ
παλαιά, συνεχίζουν τὰ ἀνόσια ἔργα σκεπάζοντας πάντοτε τὰ προηγούμενα μὲ
τὰ ἑπόμενα. Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυπτε καὶ ὁ ἴδιος· Γεμίστε τὸ μέτρο τῶν πατέρων
σας. Ἐμπνευσμένοι οἱ προφῆτες ἀπὸ τὸ Θεὸ τοὺς κατηγοροῦσαν γι’ αὐτὰ
λέγοντας· Τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα αἷμα· καὶ αἵματα σμίγουν μὲ τὰ
παλαιὰ αἵματα καὶ χτίζουν μὲ αἵματα τὴ Σιών. Αὐτοὶ ὅμως δὲν
ἐσυνετίζονταν. Κι ὅμως αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πήρανε πρώτη, «δὲ θὰ φονεύσης»
καὶ ἔλαβαν ἐντολὲς νὰ ἀπέχουν γιὰ χάρη της, ἀπὸ μύρια ἄλλα καὶ
παρακινήθηκαν μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους στὴ φύλαξη τῆς ἐντολῆς
αὐτῆς. Κι ὅμως δὲν ἔβγαλαν τὴν πονηρὴ ἐκείνη συνήθεια, ἀλλὰ τί λένε
μόλις τὸν εἶδαν; Ἐμπρὸς ἄς τὸν σκοτώσουμε. Γιὰ ποιὸ λόγο; Ποιὰ
κατηγορία, μικρὴ ἤ μεγάλη μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποδώσουν; Ἐπεὶδὴ μᾶς ἐτίμησε
κι ἐνῶ ἦταν Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας κι ἔκαμε τ’ ἀμέτρητα
ἐκεῖνα θαύματα; Μήπως ἐπειδὴ συγχωροῦσε τ’ ἁμαρτήματά μας; Ἤ μήπτως
ἐπειδὴ μᾶς καλοῦσε στὴ Βασιλεία του; Προσέξετε ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἀσέβεια
ἦταν πολλὴ καὶ ἡ ἀνοησία καὶ ὅτι ἡ θανάτωσή του προῆλθε ὀλοωσδιόλου ἀπὸ
παράκρουση. Ἄς τὸν σκοτώσωμε, λέει, καὶ ἡ κληρονομία θὰ εἶναι δική μας.
Καὶ ποὺ θὲλουν νὰ τὸν σκοτώσουν; Ἔξω ἀπὸ τὸν ἀμπελῶνα.
β΄.
Εἴδατε πῶς προφητεύει καὶ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν νὰ θανατωθῆ; Ἀφοῦ τὸν
ὡδήγησαν ἔξω, τὸν σκότωσαν. Ὁ Λουκᾶς γράφει, ὅτι ὁ ἴδιος ὤρισε τὶ ἔπρεπε
νὰ πάθουν καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν «Μὴ γένοιτο» Καὶ ἔφερε τὴ μαρτυρία. Τοὺς
κοίταξε καὶ τοὺς εἶπε· τί σημαίνει ὁ λόγος Πέτρα ποὺ τὴν ἀποδοκίμασαν οἱ
οἰκοδόμοι, ἔγινε κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος τῆς οἰκοδομῆς; Καὶ πῶς ὅποιος
πέση ἐπάνω του θὰ γίνη συντρίμματα; Ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι αὐτοὶ ἔβγαλαν
τὴν ἀπόφαση. Δὲ μᾶς δίνουν αὐτὲς οἱ δύο ἐκδοχὲς ἀφορμὴ γιὰ ἀντιρρήσεις.
Ἔγιναν καὶ τὰ δύο. Οἱ ἴδιοι ἔβγαλαν τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τους καὶ οἱ
ἴδιοι πάλι, ὅταν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τους, εἶπαν «μή γένοιτο».
Καὶ ἐχρησιμοποίησε ἐναντίον τους τὸν προφήτη θέλοντας νὰ τοὺς πείση, ὅτι
ὁπωσδήποτε θὰ γίνη αὐτό. Ἀλλὰ οὔτε ἔτσι δὲ φανέρωσε καθαρὰ τὰ ἔθνη,
ὥστε νὰ μὴν τοὺς δώση καμμιὰ ἀφορμὴ ἀλλὰ μίλησε ἀόριστα λέγοντας ὅτι θὰ
δώση τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μίλησε μὲ παραβολή, γιὰ νὰ
βγάλουν αὐτοὶ τὴν ἀπόφαση. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Δαυΐδ ὅταν
ἔκρινε τὴν παραβολὴ τοῦ Νάθαν. Σεῖς προσέξετε καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅτι ἡ
ἀπόφαση ἦταν δίκαιη, ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ κατηγορούμενοι καταδικάζουν τὸν
ἑαυτό τους. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν, ὅτι δὲν ἀπαιτοῦσε αὐτὰ μονάχα ἡ
φύση τοῦ δικαίου ἀλλὰ τὰ προέλεγε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ χάρη τοῦ
Πνεύματος καὶ ὁ Θεὸς ἔριχνε τὴν ἴδια ψῆφο, φέρνει τὴν προφητεία, καὶ
τοὺς ἐπιτιμᾶ λέγοντας, δὲ διαβάσατε ποτὲ ὅτι ἡ πέτρα ποὺ ἀποδοκίμασαν οἱ
οἰκοδόμοι ἔγινε κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος τῆς οἰκοδομῆς; Ἀπὸ τὸν Κύριο
ἔγινε αὐτὸ καὶ εἶναι θαυμαστὸ μπροστὰ στὰ μάτια μας. Μὲ ὅλα ἔδειχνε ὅτι
ὅσοι ἀπιστοῦσαν θὰ ἐκδιώκονταν καὶ θὰ ἔμπαινα στὴν κληρονομία οἱ
ἐθνικοὶ. Αὐτὸ ἄφησε νὰ ὑπονοηθῆ καὶ μὲ τὴ Χαναναία, καὶ μὲ τὸν ὄνο καὶ
τὸν ἑκατόνταρχο καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς παραβολές. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τώρα.
Γι’ αὐτὸ καὶ συμπλήρωσε, ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε αὐτὸ καὶ θαυμαστὸ μπροστὰ
στὰ μάτια μας. Φανερώνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι οἱ ἐθνικοὶ ποὺ θὰ πίστευαν κι
ὅσοι πάλι θὰ πίστευαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους θὰ γίνουν ἕνα σύνολο, μόλο ποὺ
ὑπάρχει τόση ἀπόσταση μπροστά τους. Ἔπειτα γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι τίποτα
ἀπὸ ὅσα γίνονται δὲν εἶναι ἀντίθετο στὴ θέληση του Θεοῦ, ἀλλὰ πολὺ
εὐπρόσδεκτο ὅ,τι συνέβαινε, μόλο ποὺ ἦταν παράδοξο καὶ ξάφνιαζε καθέναν
ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ παρακολουθοῦσαν (γιατὶ ἦταν στ’ ἀλήθεια ἀπερίγραπτο)
συπλήρωσε μὲ τοῦτα· ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε αὐτό. Πέτρα ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτὸ
του καὶ οἰκοδόμους τοὺς δασκάλους τῶν Ἰουδαίων. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ
Ἰεζεκιήλ· Αὐτοὶ ποὺ χτίζουν τὸν τοῖχο χρησιμοποιῶντας πηλὸ ἀδούλευτο.
Καὶ πῶς τὸν ἀποδοκίμασαν; Λέγοντας αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸς
ἐξαπατᾶ τὸ πλῆθος. Καὶ ἀλλοῦ· Σαμαρείτης εἶσαι καὶ ἔχεις δαιμόνιο. Κι
ἔπειτα γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι δὲ θὰ περιοριζόταν ἡ ζημία τους στὴ ἐκδίωξή
τους μόνο, πρόσθεσε καὶ τὶς τιμωρίες λέγοντας· καθένας ποὺ πέφτει ἐπάνω
σ’ αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ συντριβῆ καὶ σ’ ὅποιον ἐπάνω πέση θὰ τὸν σκορπίση
σὰ σκόνη. Δύο εἴδη καταστροφῆς ἀναφέρει ἐδῶ. Τὸ ἕνα εἶναι ἀπὸ τὴν
πρόσκρουση πάνω σ’ αὐτὴ καὶ τὸ σκανδαλισμό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅποιος πέση
ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν πέτρα. Τὸ ἄλλο εἶναι ἀπὸ τὴν αἰχμαλώτευσή τους καὶ
τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ἐξαφανισμὸ ποὺ ὁλοκάθαρα φανέρωσε λέγοντας· θὰ τὸν
σκορπίση σὰ σκόνη. Μὲ αὐτὰ ἔκαμε ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀνάστασή του. Ὁ
προφήτης Ἡσαΐας λέγει ὅτι κατηγορεῖ τὸν ἀμεπλῶνα· ἐδῶ ἀποδίδει κατηγορία
καὶ στοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ. Κι ἐκεῖ λέγει· τί ἔπρεπε νὰ κάμω στὸν
ἀμεπλῶνα μου καὶ δὲν τὸ ἔκαμα; Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι· τί σφάλμα βρῆκα
σ’ ἐμένα οἱ πατέρες σας; Κι ἀλλοῦ· Λαέ μου, τί σοῦ ἔκαμα ἤ σὲ τὶ πρᾶγμα
σ’ ἐλύπησα; Τοὺς παρουσιάζει ὅτι εἶχαν ἀχάριστη γνώμη κι ὅτι μόλο ποὺ
ἐδέχοντας ὅλες τὶς εὐεργεσίες ἐπλήρωναν μὲ τὸ ἀντίθετο. Ἐδῶ τὸ θέτει μὲ
περισσότερη ὑπερβολή. Δὲν παρουσιάζεται νὰ λέη ὁ ἴδιος· Τὶ ἔπρεπε νὰ
κάμω καὶ δὲν τὸ ἔκαμα; Ἀλλὰ βάζει τοὺς ἴδιους νὰ παραδέχωνται ὅτι τίποτα
δὲν παράλειψε καὶ νὰ καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους. Γιατὶ ὅταν ἀπαντήσουν
ὅτι «κακοὶ ἦσαν καὶ κακὰ θὰ τοὺς καταστρέψει», καὶ ὅτι θὰ ἐκμισθώση τὸ
ἀμπέλι σὲ ἄλλους γεωργούς, τίποτα ἄλλο δὲν λένε παρὰ αὐτό. Καὶ μάλιστα
ρίχνουν τὴν ψῆφο τους μὲ πολλὴ προθυμία. Γι’ αὐτὸ τοὺς κατηγορεῖ κι ὁ
Στέφανος ὅτι ἐνῶ τόσο πολὺ εἶχαν εὐεργετηθῆ, πλήρωναν μὲ τὰ ἀντίθετα τὸν
εὐεργέτη. Πρᾶγμα ποὺ τοὺς πείραζε πολύ. Καὶ αὐτὴ εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη
ὅτι γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ δέχονται δὲν εἶναι αἴτιος αὐτὸς ποὺ τοὺς τιμωρεῖ
ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τιμωροῦνται. Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται ἐδῶ μὲ τὴν παραβολὴ
καὶ μὲ τὴν προφητεία. Γιατὶ δὲν ἱκανοποιήθηκε μὲ τὴν παραβολὴ μόνο ἀλλὰ
πρόσθεσε καὶ διπλῆ προφητεία, μία τοῦ Δαυΐδ καὶ μία δική του. Τί ἔπρεπε
λοιπὸν νὰ κάνουν, ὅταν τ’ ἄκουσαν αὐτά; Ὄχι νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ
θαυμάσουν τὴ φροντίδα τὴ προηγούμενη καὶ τὴν μελλοντική; Κι ἄν μὲ κανένα
ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔγιναν καλύτεροι, δὲν ἔπρεπε τουλάχιστον μὲ τὸ φόβο τῆς
κολάσεως νὰ γίνουν σωφρονέστεροι; Καὶ ὅμως δὲν ἔγιναν. Κι ἔπειτα ἀπ’
αὐτὰ τί ἀκολούθησε; Ὅταν ἄκουσαν λέει κατάλαβαν ὅτι μιλοῦσε γι’ αὐτούς.
Καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν φυλακίσουν ἀλλὰ φοβοῦνταν τὸ λαό, γιατὶ τὸν εἶχαν
σὰν προφήτη. Κατάλαβαν ἄρα, ὅτι ὑπονοοῦσε αὐτούς. Ἄλλοτε λοιπὸν ἐνῶ τὸν
κρατοῦσαν ξεφεύγει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ δὲν τὸν βλέπουν. Ἄλλοτε
ἐμφανίζεται καὶ τὴν ἐπιθυμία τους καταπραϋνει ποὺ οἱ πόνοι τὴν ἔχουν
ζώσει. Αὐτὸ ἦταν ποὺ τοὺς ἔκαμε νὰ λένε μὲ θαυμασμό· Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ
Ἰησοοῦς; Νὰ, ποὺ κηρύττει μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ τίποτα δὲν τοῦ λένε. Ἐδῶ
ὅμως ἐπειδὴ συγκρατοῦνταν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ λαοῦ, ἱκανοποιεῖται μ’ αὐτὸ,
καὶ δὲν ἐπιτελεῖ κανένα παράδοξο, ὅπως πρωτύτερα, νὰ ξεφύγη δηλαδὴ ἀπὸ
ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ φαίνεται. Γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ εἶναι ὑπεράνθρωπες
ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις του, ὥστε νὰ γίνη πιστευτὴ ἡ οἰκονομία. Αὐτοὶ ὅμως,
οὔτε ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ πλήθους ἐσωφρονίζονταν οὔτε ἀπὸ ὅσα εἶχαν λεχθῆ.
Δὲν ἐσέβονταν τὴ μαρτυρία τῶν προφητῶν, οὔτε τὴν ψῆφο τὴ δική τους, οὔτε
τὴ γνώμη τῶν πολλῶν. Τόσο τοὺς εἶχε τυφλώσει μιὰ καὶ καλὴ ἡ φιλαρχία
καὶ ὁ ἔρωτας τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ ἀναζήτηση τῶν προσκαίρων.
γ΄.
Τίποτα δὲ σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο κατακέφαλα στὸν γκρεμό, τίποτα δὲν κάμει
τόσο πολὺ νὰ ξεπέσωμε ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ ἀμοιβή, ὅσο ἡ προσήλωση στὰ
σημαδεμένα τοῦτα μὲ τὴ φθορά. Τίποτα δὲν κάμει τόσο πολὺ νὰ ἀπολαύσωμε
καὶ τοῦτο καὶ ἐκεῖνα, ὅσο τὸ νὰ προτιμοῦμε ἐκεῖνα περισσότερο ἀπ’ ὅλα.
Ἐπιδιώκετε λέγει ὁ Χριστός, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς
προστεθοῦν. Καὶ βέβαια ἄν δὲν εἴχαμε αὐτὸ στὴ διάθεσή μας οὔτε αὐτὰ δὲν
ἔπρεπε νὰ τὰ ἐπιθυμοῦμε τόσο. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἀπόκτηση ἐκείνων, εἶναι
δυνατὸ νὰ προσαποκτηθοῦν κι αὐτά. Μερικοὶ δὲν πείθονται οὔτε ἔτσι.
Μοιάζουν μὲ πέτρες χωρὶς αἴσθηση, καὶ θηρεύουν τοὺς ἴσκιους τῆς ἡδονῆς.
Ποιὸ εἶναι γλυκὺ στὴ παροῦσα ζωή; Ποιὸ εἶναι εὐχάριστο; Μὲ περισσότερο
θάρρος θέλω νὰ σᾶς μιλήσω σήμερα. Ἀνεβῆτε λίγο ψηλότερα, γιὰ νὰ
μάθετε ὅτι αὐτὸς ὁ βίος ποὺ νομίζεται ὅτι εἶναι βαρὺς καὶ δύσκολος,
ἐννοῶ τὸ βίο τῶν μοναχῶν κι ἐκείνων ποὺ σταύρωσαν τὸν ἑαυτό τους, εἶναι
ἀπ’ αὐτὸν ποὺ φαίνεται εὔκολος καὶ ἁπαλός, γλυκύτερος καὶ πιὸ ποθητός.
Σ’ αὐτὸ μάρτυρες εἴστε σεῖς καὶ οἱ τεχνῖτες καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ
πολλὲς φορὲς ζητήσατε τὸ θάνατο μέσα στὰ δεινὰ καὶ στὶς θλίψεις ποὺ σᾶς
κατάλαβαν καὶ μακαρίσατε ἐκείνους, ποὺ ζοῦν στὰ βουνά, στὰ σπήλαια, ποὺ
δὲν ἔκαμαν οἰκογένεια, ἀλλὰ ζοῦν ἥσυχη ζωή. Μάρτυρες εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ
ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα ζοῦνε κι αὐτοὶ ποὺ περνοῦν τὶς μέρες τους στὴ σκηνὴ καὶ
στὶς ὀρχῆστρες. Γιατὶ κι ἐκεῖ μόλο ποὺ ὑπάρχει γνώμη ὅτι ἀναβρύζουν
ἄπειρες ἡδονὲς καὶ πηγὲς χαρᾶς, ὅμως σφυρίζουν ἀμέτρητα πικρότερα βέλη.
Γιατὶ ἄν αἰχμαλωτισθῆ κανένας ἀπὸ τὸν ἔρωτα μιᾶς κόρης ἀπὸ κεῖνες ποὺ
χορεύουν ἐκει, θὰ ὑποφέρη μαρτύριο χειρότερο ἀπὸ μύριους ἐκπατρισμούς,
καὶ θὰ εἶναι σὲ κατάσταση πιὸ ἀξιολύπητη ἀπὸ πόλη ποὺ πολιορκεῖται. Ἀλλὰ
ἄς μὴν ἐξετάσωμε τώρα ἐκεῖνα· ἄς τ’ ἀφήσωμε στὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ
αἰχμαλωτίσθηκαν κι ἄς ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν. Τόσο μεγάλο θὰ
βροῦνε τὸ ἐνδίαμεσο διάστημα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης ζωῆς, ὅση εἶναι ἡ
διαφορὰ τοῦ λιμανιοῦ ἀπὸ τὸ πέλαγος ποὺ μαστίζει ἀδιάκοπα ὁ ἄνεμος.
Προσέξετε ἀπὸ τὶς κατοικίες ἀμέσως τὰ προοίμια τῆς εὐημερίας. Ἀφοῦ
ξέφυγαν τὶς ἀγορὲς καὶ τὶς πόλεις μὲ τοὺς θορύβους τους, προτίμησαν τὴ
ζωὴ στὰ βουνά, ποὺ τίποτα κοινὸ δὲν ἔχει μὲ τὴν παροῦσα ζωή, ποὺ δεν
βασανίζεται ἀπὸ κανένα ἀνθρώπινο πάθος, οὔτε λύπη καθημερινή, οὔτε
πόνο, οὔτε τόσο μεγάλη φροντίδα, οὔτε κίνδυνος, οὔτε ἐπιβουλὲς οὔτε
βασκανία, οὔτε ζήλεια, οὔτε ἄτοπους ἔρωτες, οὔτε τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὰ
παρόμοια. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέρος μελετοῦν τὴ βασιλεία, ἐνῶ ζοῦν μέσα σὲ
κοιλάδες καὶ βουνὰ καὶ πηγές, σὲ ἡσυχία πολλὴ καὶ γαλήνη καὶ πρὶν ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ σ’ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Καὶ τὸ κελλί τους εἶναι ἀπαλλαγμένο
ἀπὸ κάθε θόρυβο, καθὼς καὶ ἡ ψυχή τους εἶναι καθαρὴ ἀπὸ κάθε πάθος,
καὶ κάθε νόσημα, λεπτὴ καὶ ἀνάλαφρη, καθαρώτερη ἀπὸ τὸ λεπτότερο ἀέρα.
Ἔργο τους εἶναι, ὅποιο καὶ τοῦ Ἀδάμ, στὴν ἀρχὴ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία,
ὅταν ἦταν ντυμένος τὴ δόξα καὶ συναναστρεφόταν μὲ θάρρος τὸ Θεὸ καὶ
κατοικοῦσε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν γεμᾶμτο μακαριότητα. Σὲ τί αὐτοὶ
εἶναι κατώτεροι ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅταν πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοὴ τὸν ἔβαλε ὁ Θεὸς
νὰ καλλιεργῆ τὸν παράδεισο; Ἔλειπε ἀπ’ αὐτὸν κάθε βιοτικὴ φροντίδα; Τὸ
ἴδιο κι ἀπ’ αὐτούς. Μιλοῦσε στὸ Θεὸ μὲ καθαρὴ συνείδηση; Ὅμοια κι
αὐτοί. Ἤ μᾶλλον ἔχουν πολὺ μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ κεῖνον, ὅσο καὶ
μεγαλύτερο ποσοστὸ χάριτος ἐπῆραν μὲ τὴ χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἔπρεπε λοιπὸν σεῖς νὰ τὰ βλέπετε μὲ αὐτοψία. Δὲν θέλετε ὅμως ἀλλᾶ
περνᾶτε τὶς μέρες σας μέσα στὸ θόρυβο, καὶ στὴν ἀγορά. Γι’ αὐτὸ ἔστω
καὶ μὲ τὸ λόγο θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα μέρος μονάχα ἀπὸ τὴ ζωή τους, γιατὶ
εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἐκθέσω ὁλόκληρη. Οἱ ἀστέρες αὐτοὶ τὶς οἰκουμένης,
ὅταν βγαίνη ὁ ἥλιος, ἤ μᾶλλον πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολή, σηκώνονται ἀπὸ
τὸ κρεββάτι ὑγιεῖς, μὲ πνεῦμα ξυπνητὸ καὶ νηφάλιο. Δὲν τοὺς πειράζουν
λῦπες καὶ φροντίδες, οὔτε πονοκέφαλοι καὶ κούραση, οὔτε ἐνοχλήσεις ἀπὸ
ὑποθέσεις ἀλλὰ ζοῦνε σὰν ἄγγελοι στὸν οὐρανό. Ἀφοῦ σηκωθοῦν λοιπὸν
ἀμέσως ἀπὸ τὴν κλίνη τους ἥσυχοι καὶ χαρούμενοι συγκροτοῦν τὸ χορό τους
καὶ μὲ ἥσυχη τὴ συνείδησή τους, μὲ μιὰ φωνὴ ὅλοι, σὰν ἀπὸ ἕνα στόμα
ψάλλουν ὕμνους στὸ Θεὸ τῶν ὅλων δοξολογῶντας καὶ εὐχαριστῶντας τον γιὰ
ὅλες τὶς ἀτομικὲς καὶ κοινὲς εὐεργεσίες. Ὥστε, ἄν σᾶς φαίνεται καλό, ἄς
ἀφήσωμε τὸν Ἀδὰμ κι ἄς ρωτήσωμε σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων ὁ
χορὸς αὐτῶν ποὺ ἐπάνω στὴ γῆ ψάλλουν καὶ λένε· Δόξα στὸν Θεό, ποὺ εἶναι
στὸν οὐρανό, εἰρήνη στὴ γῆ καὶ χαρὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ στολή τους
εἶναι ἄξια τοῦ ἀνδρισμοῦ τους. Δὲν εἶναι δηλαδὴ στολισμένοι ὅπως
ἐκεῖνοι μὲ τοὺς μακροὺς χιτῶνες, τὴ χαύνη ἔκφραση καὶ τὶς γυναικεῖες
κινήσεις. Ἀλλὰ ὅπως οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισσαῖος,
ὁ Ἰωάννης οἱ ἀπόστολοι. Εἶχαν αὐτοὶ φορέματα ἀπὸ τρίχες κατσικιῶν καὶ
καμηλῶν· μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἔφταναν τὰ δέρματα μόνο κι αὐτὰ
παμπάλαια. Κι ἀφοῦ ψάλουν ἐκείνους τοὺς ψαλμοὺς, κλίνουν τὰ γόνατά
τους καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ πράγματα, ποὺ μερικοὶ δὲν μποροῦν μήτε
τὴν ἔνοιά τους νὰ συλλάβουν γρήγορα. Ἀπὸ τὰ παρόντα τίποτα δὲ ζητοῦν,
γιατὶ αὐτὰ δὲν τὰ ὑπολογίζουν καθόλου. Ζητοῦν μονάχα νὰ σταθοῦν μὲ
θάρρος μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα, ὅταν ἔρθη ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ
νὰ κρίνη ζωντανοὺς καὶ νεκρούς. Νὰ μὴν ἀκούση κανένας ἐκείνη τὴ φοβερή
φωνὴ νὰ λέη δὲ σᾶς γνωρίζω. Ζητοῦν μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ πολλὰ
κατορθώματα νὰ περάσουν τὴν κοπιώδη αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ διαπλεύσουν μὲ πρύμο
ἀέρα τὸ ἐπίκινδυνο πέλαγος. Ἀρχηγὸς στὴν προσευχή τους εἶναι ὁ πατέρας
καὶ πορϊστάμενος. Ἔπειτα σηκώνονται ἀφοῦ κάμουν αὐτὲς τὶς ἱερὲς καὶ
συνεχεῖς προσευχές. Κι ἐνῶ ὁ ἥλιος προχωρεῖ, πηγαίνει καθένας στὸ ἔργο
του ἐξοικονομῶντας πολλὴ ὠφέλεια ἀπ’ αὐτὸ γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
δ΄.
Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι ποὺ παραδίδονται στοὺς διαβολικοὺς χοροὺς καὶ
στὰ πορνικὰ τραγούδια καὶ συχνάζουν στὰ θέατρα; Ντρέπομαι νὰ τοὺς
θυμηθῶ. Γιὰ τὴν πνευματική σας ὅμως ἀδυναμία εἶναι ἀνάγκη κι αὐτὸ νὰ τὸ
κάμω. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· ὅπως παρουσιάσατε τὰ μέλη σας νὰ
ὑπηρετοῦν τὴν ἀκαθαρσία, ἔτσι παρουσιάσετέ τα νὰ ὑπερετοῦν τὴ δικαιοσύνη
ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἁγιότητα. Ἄς ἀντιπαραβάλωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸ χορὸ ποὺ
ἔχουν συγκροτήσει οἱ γυναῖκες μὲ τὰ ἐλεύθερα ἤθη κι οἱ νέοι ποὺ τὶς
ἀκολουθοῦν μὲ τὸ χορὸ τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνδρῶν γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν
ἡδονή, ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ ἐξ αἰτίας της πολλοὶ ἐλαφρόμυαλοι νέοι
αἰχμαλωτίζονται στὶς παγίδες ἐκείνων. Ἀπέχουν τόσο πολὺ μεταξύ τους, ὅσο
νὰ ἔχη κανένας ἀκούσει ἀπὸ τὴ μιὰ ἀγγέλους νὰ ψάλλουν τὴν παναρμόνια
ἐκείνη μελωδία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σκύλους· καὶ χοίρους ν’ ἀλυχτοῦν καὶ νὰ
γρούζουν μέσα στὸ βοῦρκο. Μὲ τὰ στόματα αὐτῶν μιλάει ὁ Χριστός, τὴ
γλῶσσα ἐκείνων τὴν κινεῖ ὁ διάβολος. Στὸ χορὸ ἐκείνων συνοδεύουν αὐτοὶ
μὲ ἦχο ἀκαθόριστο καὶ δυσάρεστη ὄψη καθὼς φουσκώνουν τὰ μάγουλά τους καὶ
τεντῶνουν τὰ νεῦρα τους. Ἐδῶ ὅμως ἀντηχεῖ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος,
χρησιμοποιῶντας ὄχι αὐλοὺς καὶ κιθάρες καὶ καλάμια ποιμενικὰ ἀλλὰ τῶν
ἁγίων τὰ στόματα. Ἀλλὰ ὅσα κι ἄν ποῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ παραστησωμε
τὴν ἡδονή, γιὰ κείνους ποὺ εἶναι προσηλωμένοι στὸ πηλὸ καὶ στὴν
πλινθοποιΐα. Γι’ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἔπαιρνα κάποιον ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν
αὐτὴ τὴ μανία, νὰ τὸν φέρω σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ δείξω τὸ χορὸ τῶν ἁγίων.
Τότε πιὰ δὲ θὰ μοῦ χρειαζόταν νὰ μιλῶ. Ὅμως μόλο ποὺ ἀπευθυνόμαστε σὲ
ἀνθρώπους ἀπὸ πηλό, ἄς προσπαθήσωμε ἔστω καὶ μὲ τοῦ λόγου τὴ δύναμη νὰ
τους ἀνασύρωμε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὰ τέλματα. Γιατὶ ἀπὸ κεῖ ὁ ἀκροατὴς
δέχεται ἄμεσα τὴ φωτιὰ τοῦ ἀνάρμοστου ἔρωτος. Γιατί, σὰ νὰ μὴ φτάνη ἡ
θέα τῆς πόρνης νὰ ἀνάψη τὴν ψυχή, προσθέτουν καὶ τὴ φθορὰ ἀπὸ τὴ φωνή.
Ἐδῶ ὅμως, ἀκόμα κι ἄν ἡ ψυχὴ ἔχει τέτοιο πάθος τὸ ἀποβάλλει εὐθύς. Κι
οὔτε μόνο ἡ φωνὴ, οὔτε ἡ θέα, ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα περισσότερο ἀπὸ κεῖνα
ταράζουν αὐτοὺς ποὺ βλέπουν. Κι ἄν εἶναι φτωχὸς κάποιος ἀπὸ τοὺς πιὸ
ἀγροίκους καὶ φαύλους θὰ δοκιμάση πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ θέα ἀπελπισία καὶ
θὰ σκεφθῆ ὅτι ἡ πόρνη καὶ ὁ σύντροφός της, παιδιὰ μαγείρων καὶ
ὑποδηματοποιῶν, καὶ ὑπηρετῶν πολλὲς φορὲς, ζοῦνε σὲ τόση πολυτέλεια
ἐγὼ ὅμως ἐλεύθερος ἀπὸ ἐλευθέρους ποὺ προτίμησα τὴν τίμια ζωή, δὲν μπορῶ
νὰ τὰ φανταστῶ αὐτὰ μήτε σ’ ὄνειρό μου. Κι ἔτσι φεύγει γεμᾶτος ἀπὸ
λύπη. Τίποτα τέτοιο δὲ γίνεται στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο ὁλότελα.
Γιατὶ ὅταν δῆ παιδιὰ πλουσίων, ἀπὸ γόνους ξακουστῶν προγόνων,
ντυμένους μὲ τέτοια ροῦχα ποὺ μήτε οἱ πιὸ τελευταῖοι ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς
δὲν φοροῦν καὶ ὅμως νὰ χαίρωνται γι’ αὐτὸ σκεφθῆτε πόση παρηγορία γιὰ τὴ
φτώχειά του θὰ ἀντλήση. Ἄν εἶναι πλούσιος φεύγει συνετισμένος καὶ
καλύτερος. Κι ἄν πάλι στὸ θέατρο τύχη καὶ δοῦνε τὴν πόρνη ντυμένη στὰ
χρυσά, ὁ φτωχὸς θὰ φωνάξη καὶ θὰ θρηνήση γιατὶ ἡ δική του γυναῖκα
τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει. Οἱ πλούσιοι ὅμως θὰ περιφρονήσουν καὶ θ’
ἀποκρούσουν τὶς δικές τους γυναῖκες βλέποντας τὸ θέαμα. Γιατὶ ὅταν
ἐκείνη προσφέρει καὶ ντύσιμο καὶ βλέμμα καὶ φωνὴ καὶ περπάτημα, φτιαχτὰ
ὅλα, φεύγουν ἀναμμένοι καὶ αἰχμαλωτισμένοι ἔτσι μπαίνουν στὰ σπίτια
τους. Ἀπὸ δῶ προέρχονται οἱ βρισιὲς, οἱ προσβολὲς, ἀπὸ δῶ τὰ μίση, οἱ
φιλονικείες, οἱ καθημερινοὶ θάνατοι. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἀβίωτος ὁ βίος γιὰ
τοὺς αἰχμαλωτισμένους καὶ προκαλεῖ ἡ γυναίκα ἀηδία, καὶ δὲν εἶναι
τὰ παιδιὰ ποθητὰ κι ὅλο τὸ σπίτι εἶναι ἄνω κάτω, καὶ τοὺς, καὶ τοὺς
πειράζει ἀκόμα καὶ τὸ φῶς. Δὲν προξενοῦν οἱ χοροὶ αὐτοὶ τέτοια ἀηδία.
Ἥμερο καὶ ἥσυχο θὰ δεχτῆ ἡ γυναίκα τὸν ἄνδρα της, καθαρὸ ἀπὸ κάθε
ἄτοπη ἡδονὴ πιὸ βολικὸ στὸν τρόπο το ἀπ’ ὅ,τι πρωτύρεα. Τέτοια κακὰ
ἀποτελέσματα ἔχει ὁ ἕνας χορὸς καὶ τέτοια καλὰ ὁ ἄλλος· ὁ ἕνας
μεταβάλλει τὰ πρόβατα σὲ λύκους· ὁ ἄλλος ἀπὸ λύκους σὲ ἀρνιά. Ἀλλὰ
ἴσως τίποτα ἀκόμα δὲν εἴπαμε γιὰ τὴν ἡδονή. Τί πιὸ εὐχάριστο μπορεῖ νὰ
γίνη ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ταράζεται καὶ νὰ μὴν ὑποφέρη ἡ ψυχή, νὰ μὴ λυπᾶται
καὶ νὰ μὴ στενάζη; Ἀλλὰ ἄς ὁδηγήσωμε ἀκόμα πιὸ πέρα τὸ λόγο κι ἄς
ἐξετάσωμε τὴν εὐχαρίστηση ἀπὸ κάθε ἕνα τραγούδι καὶ κάθε μιὰ θέα.
Διαπιστώνομε τότε ὅτι ἡ μιὰ κρατᾶ ὡς τὸ βράδυ, ὅσο εἶναι καθισμένος ὁ
θεατὴς στὸ θέατρο, ὕστερα γίνεται κεντρὶ ποὺ ἐνοχλεῖ χειρότερα ἀπὸ κάθε
ἄλλο· ἡ ἄλλη ἀκμάζει ἀδιάκοπα στὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ τὴν ἀντίκρυσαν.
Ἔχουν ἀδιάκοπα μέσα τους καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἀνδρῶν, καὶ τὸν εὐχάριστο
τόπο, καὶ τὴ γλυκύτητα τῆς διαγωγῆς, καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς
τους, καὶ τὴ χάρη τῆς πανόμορφης καὶ πνευματικῆς μελωδίας. Αὐτοὶ λοιπὸν
ποὺ ἀπολαμβάνουν παντοτινὰ τὴ γαλήνη αὐτῶν τῶν λιμανιῶν, διαφεύγουν
σὰν τρικυμία τοὺς θορύβους τῶν πολλῶν. Καὶ δίνουν ἕνα εὐχάριστο θέαμα
ὄχι μόνο μὲ τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὴν προσευχή τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν
προσήλωση στὸ βιβλίο. Ὅταν διαλύσουν τὸ χορό τους ὁ ἕνας παίρνει
στὰ χέρια τὸν Ἡσαΐα καὶ μιλᾶ μ’ ἐκεῖνον ὁ ἄλλος συναναστρέφεται μὲ
τοὺς ἀποστόλους,ἄλλος τὰ συγγράμματα διαφόρων καὶ φιλοσοφεῖ περὶ Θεοῦ,
γιὰ τὸ σύμπαν αὐτό, γιὰ τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, γιὰ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ
νοητά, γιὰ τὴ μηδαμινότητα τῆς ζωῆς αὐτῆς γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἄλλης.
ε΄.
Καὶ τρέφονται μὲ ἄριστη τροφή, χωρὶς νὰ βάζουν στὸ τραπέζι τους
μαγειρεμένα κρέατα ζώων, ἀλλὰ λόγους τοῦ Θεοῦ γλυκύτερους ἀπὸ τὸ μέλι,
μέλι θαυμαστό, ἀνώτερο ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἔτρωγε παλαιὰ τὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης.
Γιατὶ τὸ μέλι τοῦτο δὲν τὸ μαζεύουν οἱ ἀγριομέλισσες καθίζοντας στὰ
λουλούδια, οὔτε τὸ παράγουν ὡριμάζοντας τὴ δροσιὰ στὶς κυψέλες τους. Τὸ
δημιουργεῖ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ δὲν τὸ ἐναποθέτει σὲ κυψέλες, καὶ
κηρῆθρες ἀλλὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων ὥστε νὰ ἔχη τὴν ἐλευθερία ὅποιος
θέλει νὰ τρώγη ἀδιάκοπα. Αὐτὲς τὶς μέλισσες κι ἐκεῖνοι μιμοῦνται καὶ
πετοῦν γύρω στὶς κηρῆθρες τῶν ἁγίων βιβλίων καὶ παίρνουν ἀπ’ αὐτὰ πολλὴν
εὐχαρίστηση. Κι ἄν θέλετε νὰ δῆτε τὸ τραπέζι τους, πλησιάστε καὶ θὰ
τοὺς ἀκούσετε νὰ ξεστομίζουν τέτοια ὅλα ἑλκυστικὰ κι εὐχάριστα γεμᾶτα
ἀπὸ πνευματική εὐωδιία. Τὰ στόματά τους δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγάλουν
κανένα ἄπρεπο λόγο, οὔτε ἐλαφρό, οὔτε χυδαῖο, ὅλα εἶναι ἄξια τοὐρανοῦ.
Δὲ θὰ κάμη λάθος κανένας, ἄν παραβάλη μὲ ὀχετοὺς τὰ στόματα ποὺ
σέρνονται στὴν ἀγορὰ καὶ εἶναι ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὰ βιοτικὰ καὶ μὲ πηγὲς
ποὺ βγάζουν μέλι τὰ στόματα τοῦτων σκορποῦν νερὰ καθαρά.Κι ἄν
κακοφάνηκε σὲ κανέναν ποὺ ἀποκάλεσα ὀχετοὺς τὰ στόματα τῶν πολλῶν, ἄς
γνωρίζη ὅτι ὁ χαρακτηρισμός μου ἦταν πολὺ μεριοπαθής. Ἡ Γραφὴ δὲ
χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ μέτρο συγκρίσεως ἀλλὰ κάτι πολὺ ἐντονώτερο.
Ὑπάρχει, λέγει δηλητήριο ἀσπίδων κάτω ἀπὸ τὰ χείλη τους, ὁ λάρρυγάς τους
εἶναι ἀνοιχτὸς τάφος. Εἶναι ἀντίθετα τὰ στόματα ἐκείνων, γεμᾶτα ἀπὸ
πολλὴν εὐωδία. Καὶ τέτοια εἶναι ἐδῶ, τὰ ἐκεῖ ὅμως ποιὸς λόγος θὰ τὰ
παραστήση, ποιὸς νοῦς θὰ τὰ συλλάβη; Τὸ ἀγγελικὸ τέλος, τὴν ἀνέκφραστη
μακαριότητα, τ’ ἀνείπωτα ἀγαθά. Ἴσως πολλοὶ νιώσατε τώρα κάποια φλόγα
μέσα σας κι ἐπιθυμήσατε τὴν καλὴ αὐτὴ ζωή. Ποιὸ τὸ ὄφελος ὅμως, ὅταν
ἔχετε τὴ φλόγα αὐτή, ὅσο εἴστε ἐδῶ κι ὅταν βγῆτε ἔξω σβήση ἡ φωτιὰ καὶ
φυλλορροήση αὐτὸς ὁ πόθος; Πῶς θὰ τ’ ἀποσοβήσωμε αὐτό; Καθὼς εἶναι θερμὴ
ἀκόμη ἡ ἑπιθυμία σου, πήγαινε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους, θέρμανέ την
ἀκόμα περισσότερο. Τὰ δικά μου λόγια δὲ θὰ μπορέσουν νὰ σᾶς ἀνάψουν,
ὅπως τὸ ἀντίκρυσμα τῶν πραγμάτων. Μὴν πῆς θὰ μιλήσω πρῶτα μὲ τὴ γυναῖκα
μου καὶ νὰ διαλύσω τὴ δουλειά μου. Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀπροθυμίας.
Ἀκούσατε ὅτι κάποιος θέλησε νὰ μείνη μὲ τοὺς δικοὺς του καὶ δὲν ἄφησε ὁ
προφήτης. Τί λέγω νὰ μείνη; Ὁ μαθητὴς θέλησε τὸν πατέρα του νὰ θάψη καὶ
μήτε αὐτὸ δὲν τὸ ἐπέτρεψε ὁ Χριστός. Ποιὸ ἄλλο φαίνεται νὰ εἶναι
ἀναγκαιότερο ἀπὸ τὴν ταφὴ τοῦ πατέρα; Κι ὅμως δὲν ἄφησε. Γιατὶ ὁ
διάβολος παραμονεύει ἄγρυπνος, θέλοντας νὰ τρυπώση ἀπὸ κάπου. Κι ἄν σ’
εὕρη νὰ ἀπασχολῆσαι μὲ κάτι καὶ νὰ ἀναβάλλης, σοῦ προξενεῖ μεγάλη
ἀπροθυμία. Γι’ αὐτὸ συμβουλεύει κάποιος μὴν ἀναβάλλης ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα
στὴν ἄλλη. Ἔτσι θὰ μπορέσης καὶ περισσότερα νὰ ἐπιτύχεης καὶ τὸ
σπίτι καλύτερα θὰ κυβερνηθῆ. Ἐπιδιώκετε μᾶς λέγει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
κι ὅλα τὰ ἄλλα θὰ προστεθοῦν σὲ σᾶς. Γιατὶ ἄν ἐμεῖς ἀπαλλάσωμε ἀπὸ κάθε
φροντίδα αὐτοὺς ποὺ παραμελοῦν τὰ δικά τους καὶ φροντίζουν γιὰ μᾶς, πολὺ
περισσότερο ὁ Θεὸς ποὺ καὶ χωρὶς αὐτὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς καὶ
φροντίζει. Μὴ φροντίσετε λοιπὸν γιὰ τὰ δικά σας, ἀφήσετέ τα στὸ Θεό. Ἄν
φροντίσης ἐσύ, φροντίζεις σὰν ἄνθρωπος, ἄν προνοήσει ὁ Θεὸς, προνοεῖ σὰν
Θεός. Μὴ φροντίσης γι’ αὐτὰ παραβλέποντας τὰ μεγαλύτερα, γιατὶ ἡ δικὴ
σου φροντίδα εἶναι περιωρισμένη. Γιὰ νὰ φροντίσης ὅσο πρέπει, ἀνάθεσε
τὰ πάντα σ’ ἐκεῖνον μόνο. Ἄν σὺ ὁ ἴδιος τὰ διαχειρισθῆς παραμελῶντας τὰ
πνευματικά, κι ἐκεῖνος δὲ θὰ πολυφροντίση γι’ αὐτά. Γιὰ νὰ ἐπιτύχης
λοιπὸν τὴν καλὴ κατάσταση τῶν ὑλικῶν σου πραγμάτων καὶ μάλιστα χωρὶς
καμμιὰ φροντίδα, ἀφιερώσου στὰ πνευματικὰ, ἀδιαφόρησε γιὰ τὰ βιοτικά.
Ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς οὐρανοὺς θὰ ἔχης δική σου καὶ τὴ γῆ καὶ θὰ ἐπιτύχης τὰ
μελλοντικὰ ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.265-275
Πηγή: Αναβάσεις, Τράπεζα Ιδεών