Οι κάτοικοι του Βελιγραδίου υπέφεραν πάρα πολύ κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων μετά την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς, και έτσι ο Ιερομόναχος Θαδδαίος επεχείρησε να μεταβεί στην Μητρόπολη Μπανάτ, υπό το ωμοφόριο του Επισκόπου Δαμασκηνού, που αργότερα έγινε μητροπολίτης του Ζάγκρεμπ.
Στο Μπανάτ, υπήρχε «άφθονο ψωμί, και άλλο φαγητό πέρα από ψωμί, ενώ στο Βελιγράδι δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε». Συνελήφθη, ωστόσο, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Βελιγραδίου επειδή, ως κληρικός, έμοιαζε ύποπτος στα μάτια κάποιων Γερμανών αξιωματούχων.
Οι δυνάμεις κατοχής των Ναζί έβλεπαν τη Σερβική Εκκλησία ως τον ισχυρότερο πυλώνα του σερβικού πνεύματος και της σερβικής ιστορίας, και ως τέτοια έπρεπε να καταστραφεί εάν επρόκειτο να κατακτηθεί ο σερβικός λαός. 0 π. Θαδδαίος μεταφέρθηκε στο σταθμό της Ειδικής Γερμανικής Αστυνομίας με την κατηγορία ότι ταξίδευε στο Μπανάτ με σκοπό να οργανώσει κομμουνιστικές αντάρτικες ομάδες. Οι Γερμανοί τον ανέκριναν και τελικά τον άφησαν ελεύθερο ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων.
Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, πήγε στο μοναστήρι της Βιτόβνιτσα, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Ωστόσο, ο ανθρωποκτόνος και πατήρ του ψεύδους (πρβλ Ιωάν. 8:44), δεν τον άφησε ήσυχο. Λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξη του στη Βιτόβνιτσα. κλήθηκε στο γραφείο του διοικητή των 55 της περιοχής, ο οποίος απαίτησε απ’ αυτόν να τεθεί, παρότι κληρικός, στη διάθεση των κατοχικών δυνάμεων. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά αλλά σταθερά, λέγοντας ότι ένας ιερέας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς την ευλογία του επισκόπου. «Ήταν δύσκολα χρόνια», θυμόταν ο π. Θαδδαίος πολλά χρόνια μετά.
«Η σκιά του θανάτου σε παραμόνευε αν έλεγες τη λάθος λέξη ή αρνιόσουν να υπακούσεις μια διαταγή». Ωστόσο, ακόμα και υπό την απειλή του θανάτου, ο Γέροντας επέδειξε πλήρη υποταγή στο θέλημα του Θεού, διακονώντας αποκλειστικά τον Χριστό και το Σώμα Του, την Εκκλησία, στάση που τον χαρακτήριζε έως τέλους της ζωής του.
Το 1943, οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και πάλι, αυτή τη φορά στην πόλη Πέτροβατς, χωρίς να είναι γνωστές οι κατηγορίες. Τον έριξαν στη φυλακή μαζί με δύο λαθρέμπορους καπνού. Οι γερμανικές αρχές τον καταδίκασαν σε θάνατο, αφού το όνομα του βρισκόταν ήδη στους φακέλους τους από την προηγούμενη σύλληψη στο Βελιγράδι.
Καθώς ξάπλωσε στο στενό κρεβάτι της φυλακής, ο π. Θαδδαίος ήταν πεπεισμένος ότι ποτέ δεν θα γευόταν ξανά την ελευθερία. «Σκεφτόμουν ότι ποτέ δεν θα κατάφερνα να βγω ζωντανός από εκεί. «Το τέλος της ζωής μου έφτασε», σκεφτόμουν. «Θεέ μου. Θεέ μου…»». Και καθώς αυτές οι μαύρες σκέψεις τον βασάνιζαν, ο Θεός έξαφνα τον έβγαλε απ’ την απελπισία με ένα θαυμαστό όραμα. «Βρισκόμουν εκεί, πιο απελπισμένος από ποτέ, ξαπλωμένος σ’ έναν πάγκο και σκεπτόμενος, «δεν υπάρχει ελπίδα εδώ μέσα».
Εντελώς ξαφνικά, ένας ψηλός στρατιώτης εμφανίστηκε από το πουθενά. Στο στήθος του μπορούσες να δεις φαρδιές χρυσές λωρίδες, δεμένες σε σχήμα σταυρού. Είχε κάτι πάνω απ’ το μέτωπο του. Δεν ήταν περικεφαλαία αλλά είχε ένα όμορφο λοφίο. Η στολή του ήταν σαν να είχε βγει από κάποια τοιχογραφία. Ήταν ωραίος άντρας, ψηλός. Δεν είχα ξαναδεί τίποτα σαν αυτόν σ’ ολόκληρη την ζωή μου! Κρατούσε στα χέρια του ένα ειλητάριο και με κοιτούσε. Και ήξερα —ήταν ξεκάθαρο σαν ηλιόλουστη μέρα— ότι αυτός ήταν άγγελος που ο Θεός είχε στείλει για να με παρηγορήσει! Ξεδίπλωσε το ειλητάριο και μου το έδωσε. Επάνω του ήταν αποτυπωμένος ο χάρτης της Σερβίας. Μου είπε: «Κοίταξε! Μην φοβάσαι, μην τρομοκρατείσαι, γιατί είναι ακόμα πολλοί εκείνοι που πρέπει να παρηγορήσεις και να ενθαρρύνεις. Καταλαβαίνεις;».
Κοίταξα γύρω μου για να δω εάν οι άλλοι δύο φυλακισμένοι στο κελί μου είχαν ακούσει κάτι από αυτή τη συζήτηση. Δεν ήξερα τότε ότι μπορούσε κανείς να επικοινωνήσει με πνευματικά όντα στις σκέψεις του. Οι σκέψεις των όντων αυτών αντηχούν στο μυαλό. Έστρεψα πάλι το βλέμμα μου σε αυτόν, αλλά είχε εξαφανιστεί. Τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι είχα δει ουράνιο όραμα, που ο Θεός με είχε αξιώσει να αντικρύσω για να με παρηγορήσει και να μου κάνει γνωστό το θέλημα Του για τη ζωή μου σε αυτόν τον κόσμο. Ήταν το έτος 1943…
Ο Θεός μίλησε στον π. Θαδδαίο μέσω του αγγέλου Του σε μια απ’ τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, όταν αντίκρισε τον θάνατο κατά πρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο, του έγινε γνωστή η οδός που επρόκειτο να ακολουθήσει, το διακόνημα που έμελλε να φέρει εις πέρας και ο σταυρός που έπρεπε να σηκώσει: να παρηγορεί και να δυναμώνει τον λαό του Θεού δια του Ευαγγελίου του Χριστού, μέχρι την τελευταία του πνοή.
Στις ναζιστικές φυλακές, ο Ιερομόναχος Θαδδαίος υπέφερε ως ομολογητής στο ομαδικό μαρτύριο του κλήρου και των μοναχών της Σερβικής Εκκλησίας. Στις 5 Μαρτίου του 1943. έχοντας εκτίσει ποινές στις φυλακές του Πέτροβατς και του Ποζάρεβατς φυλακίστηκε στη Μονή Βοζλόβιτσα. Εκεί γνώρισε τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Επίσκοπο Οχρίδας. Σύμφωνα με τον Ιερομόναχο Βασίλειο (Κόστιτς), που είχε επίσης φυλακιστεί στη Βοζλόβιτσα. ο π. Θαδδαίος έφτασε σε αυτό το μοναστήρι εντελώς εξαντλημένος και γεμάτος ψείρες, αλλά όταν συνήλθε, τέλεσε την Θεία Λειτουργία με τον άγιο Νικόλαο και άλλους ιερείς, στις 13 Μαρτίου 1943.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιερομόναχος Θαδδαίος επρόκειτο να επιστρέψει στο Πατριαρχείο του Πετς. Αντ’ αυτού, έλαβε ευλογία από τον Μητροπολίτη Σκοπίων Ιωσήφ, που ενεργούσε ως αναπληρωτής του κάθειρκτου Πατριάρχη Γαβριήλ να μετατεθεί στη Μονή Γκορνγιάκ. προκειμένου να βρει εκεί «ειρήνη και πνευματική χαρά».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΘΑΔΔΑΙΟΣ. ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ
Πηγή: Άπαντα Ορθοδοξίας, Σημεία Καιρών