Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ὁ Γέροντας Πορφύριος μᾶς μαθαίνει νὰ λέμε τὴν εὐχή


Ἕνα ἀπόγευμα ξεκινήσαμε μιὰ παρέα γιὰ τὰ Καλλίσια. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ Γέροντα, στὴν αὐλή, συναντήσαμε πλῆθος προσκυνητῶν ποὺ περίμεναν. Ἤμασταν τελευταῖοι. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρά μας, εἶχε νυχτώσει. Τὸν εἴδαμε ἕνας ἕνας κι ὅταν τελειώσαμε, ὁ Γέροντας μᾶς ξεπροβόδισε ὣς ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἂν καὶ κατάκοπος, ἔδειχνε εὐδιάθετος. Ἦταν μιὰ ὄμορφη καλοκαιρινὴ νύχτα. Τὸ ἀεράκι φυσοῦσε ἀνάλαφρα καὶ ἡ πανσέληνος εἶχε ἀνατείλει ἀπ’ τοὺς ἀντικρινοὺς πευκόφυτους λόφους.

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο, ποὺ τὸ ἀσήμωνε τὸ ὠχρὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ μεταμόρφωνε ἀπόκοσμα ὅλα τὰ γύρω, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, ὁ Γέροντας θεώρησε κατάλληλη τὴ στιγμὴ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν προσευχή. Δὲ μᾶς μίλησε θεωρητικά, ἀλλὰ πρακτικά. Πάντοτε ὁ Γέροντας “πράττων ἐδίδασκε”. Ἤμασταν τέσσερις τῆς παρέας, κι ὁ Γέροντας πέντε. Μᾶς τοποθέτησε, μὲ μέτωπο στὴν ἀνατολή, δυὸ στὰ δεξιὰ καὶ δυὸ στὰ ἀριστερά του, στὸ μέσον ἐκεῖνος.
Καὶ μᾶς εἶπε: “Τώρα θὰ κάνουμε νοερὰ προσευχή. Θὰ λέω ἐγὼ πρῶτα τὰ λόγια κι ὕστερα θὰ τὰ ἐπαναλαμβάνετε ἐσεῖς. Ἀλλὰ προσέξτε, χωρὶς βία καὶ ἄγχος. Θὰ τὰ λέτε ἤρεμα, ταπεινά, μὲ ἀγάπη, μὲ γλύκα”.

Ἄρχισε ὁ Γέροντας, μ’ ἐκείνη τὴ λεπτή, τρυφερή, ἐκφραστικὴ φωνή του: “Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με”. Τὸ ἔλεγε ἀργὰ ἀργά, μία μία λέξη, χωρὶς καθόλου βία, σὰν νὰ εἶχε...
μπροστά του τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦσε, κάνοντας μιὰ μεγαλύτερη παύση στὸ “Χριστὲ” καὶ χρωματίζοντας παρακαλεστικὰ τὸ “ἐλέησόν με”. Κι ἐμεῖς, κάθε φορὰ ἐπαναλαμβάναμε, προσπαθώντας νὰ μιμηθοῦμε τὴ στάση του, τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς του, κι ἂν ἦταν δυνατό, τὴν ψυχική του διάθεση. Κάποια στιγμὴ ὁ Γέροντας σταμάτησε νὰ λέει μεγαλόφωνα τὴν προσευχὴ καὶ συνέχισαν νὰ τὴν ψιθυρίζουν τὰ χείλη του. Κάναμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο. Πόσο κράτησε αὐτὴ ἡ νυκτερινὴ προσευχή μας; Δὲν θυμᾶμαι. Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι μία συγκίνηση, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ ἀνθρώπινα λόγια.

Κάποτε διέκοψε τὴ θεία ἐκείνη σιγή, λέγοντας: “Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὴν κοινὴ προσευχή. Συνεχίστε την μόνοι σας. Ἂντε τώρα νὰ πᾶτε στὸ καλὸ στὰ σπίτια σας”. Καθὼς ἀπομακρυνόμασταν, γύρισα πίσω τὸ κεφάλι καὶ διέκρινα κάτω ἀπὸ τὸ σεληνόφως, τὴ σεβάσμια σιλουέτα τοῦ Γέροντα, ποὺ στεκόταν ὄρθιος κοντὰ στὰ βράχια, μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο, καὶ μᾶς εὐλογοῦσε.

Πηγή: Ἅγιος Πορφύριος, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό