῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε
ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς
βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει
ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί
χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό
τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε συγγράμματα
παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.
῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν
τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν
βασιλιάς ἦταν ὁ Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα,
ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό
μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο
μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια
γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα
θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος,
ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα,
ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά
λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό
τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα
τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.
῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν
κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά
καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς
τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά
γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν
μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία᾽.
᾽Ενῶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ἀναφέρεται
στίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων ὡς ἕνας ἐκ τῶν πρώτων καί ἐλαχίστων πού πίστεψαν
στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ἀπό τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα, ὅμως
δημιουργήθηκε μεγάλο ἱστορικοφιλολογικό πρόβλημα ὡς πρός τήν γνησιότητα
θεολογικῶν θεωρουμένων κειμένων του, τά ὁποῖα τιτλοφορήθηκαν μέν ἐπ᾽ ὀνόματί
του καί ἄσκησαν πολύ μεγάλη ἐπίδραση σέ ᾽Ανατολή καί Δύση, ἀμφισβητήθηκαν ὅμως ἰσχυρά
τά νεώτερα χρόνια, λόγω ῾τῆς παντελοῦς ἔλλειψης κάθε ἀναφορᾶς στά ἔργα τοῦ
Διονυσίου πρίν ἀπό τόν ἕκτο αἰῶνα, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς φύσης τοῦ κειμένου
πού ἀπέχει πάρα πολύ ἀπό τήν ἄτεχνη ἁπλότητα τῆς πρώτης Χριστιανικῆς ἐποχῆς καί
στούς γλωσσικούς ὅρους καί στόν τρόπο σκέψεως᾽ (π. Γεώργιος Φλορόφσκυ). Δέν πρόκειται βεβαίως νά ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μέ
τό πρόβλημα αὐτό. Καί διότι ἐκφεύγει τῶν ὁρίων τοῦ ἁπλοῦ σχολιασμοῦ τῆς ζωῆς τοῦ
ἁγίου Διονυσίου, ἀλλά καί διότι ὁ ὑμνογράφος βάσει τοῦ ὁποίου κινούμαστε θεωρεῖ
ὡς δεδομένη τήν ταυτότητα τῶν κειμένων αὐτῶν: εἶναι τοῦ ἀγίου Διονυσίου.
᾽Επανειλημμένως καταρχάς ὁ ἐκκλησιαστικός
ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει τήν ἰδιαίτερη σχέση τοῦ ἁγίου μέ
τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ
Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν
οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος
μύστης. Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς
κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό
ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της. Κι αἰτία
τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού
τόν διέκρινε στήν ζωή του. ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι
πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ
παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων
τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως
ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ῾Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης,
γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς᾽ ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽
προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.
Τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ
ποιητῆ πάνω στίς παραπάνω ἀλήθειες ἠχοῦν μέ τρόπο κελαρυστό: ῾᾽Αγκίστρῳ τῆς
χάριτος σοφῶς ὁ Παῦλος ὁ ἔνθεος, δημηγορήσας ἐζώγρησεν, ἱεροφάντορα, καί τῶν ἀπορρήτων
θεωρόν εἰργάσατο, σέ σκεῦος ἐκλογῆς θεασάμενος᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ) (Σοφά ὁ ἔνθεος
Παῦλος μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης καθώς κήρυξε σέ ψάρεψε, ἱεροφάντορα. Κι ἀφοῦ σέ
εἶδε ὡς σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ σέ ἔκανε νά δεῖς τά ἀπόρρητα).
Τῷ Παύλῳ τῷ θείῳ μαθητευθείς, τῷ τῶν οὐρανίων,
Διονύσιε, θεατῇ, οὐράνιος μύστης παραυτίκα καί θεηγόρος ἐχρημάτισας᾽ (ὠδή α´)
(Μαθήτευσες στόν θεῖο Παῦλο, τόν θεατή τῶν οὐρανίων, καί ἔγινες κι ἐσύ ἀμέσως οὐράνιος
μύστης καί κήρυκας τοῦ Θεοῦ)
῾Ως τοῦ σκεύους ὑπάρχων τῆς
ἐκλογῆς, ἀπεικόνισμα θεῖον ὡς ἀληθῶς, τά θεῖα μυστήρια ἐκδιδάσκεις τῷ Πνεύματι᾽
(κάθισμα ὄρθρου) (Σάν θεῖο ἀπεικόνισμα πράγματι τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς, δηλαδή
τοῦ Παύλου, διδάσκεις τά θεῖα μυστήρια μέ τόν φωτισμό τοῦ Πνεύματος).
῾῾Αγίων ἀποστόλων ἀξιωθείς
θεατής χρηματίσαι καί σύμπονος, συγκοινωνός γέγονας τῆς δόξης καί σύν αὐτοῖς ἐπί
τήν θέαν ἔσπευσας σώματος τοῦ ὄντως ζωαρχικοῦ τῆς μόνης Θεοτόκου καί
σεβασμιωτάτης᾽ (ὠδή θ´) (᾽Αξιώθηκες νά γίνεις θεατής τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί νά
μετάσχεις τοῦ κόπου τους, γι᾽ αὐτό καί ἔγινες συγκοινωνός καί τῆς δόξας τους.
Μαζί μέ αὐτούς δέ ἔσπευσες νά δεῖς τό σῶμα τό πράγματι ζωαρχικό τῆς μόνης καί
σεβασμιωτάτης Θεοτόκου).
῾Συνέσει θεοπρεπεῖ, θεόφρον, καλλωπιζόμενος, τῷ
θείῳ μυσταγωγῷ τό οὗς σου ὑπεκλινας᾽(ὠδή ς´) (Εἶχες ὡραῖο γνώρισμά σου,
θεόφρον, τήν θεοπρεπή σύνεση, γι᾽ αὐτό καί ὑπέκλινες τό αὐτί σου στόν θεῖο
μυσταγωγό Παῦλο).
῾Ο ποιητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος
εἴπαμε θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου κείμενα, ἀναφέρεται σέ
αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος
μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς
τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία.
῾Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά
καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή
σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων᾽ (῾᾽Εμφιλοσοφώτατα Θεῷ,
μάκαρ Διονύσιε, ὡς δυνατόν ὁμοιούμενος, τῶν ὀνομάτων σύ, μυστικῶς τῶν θείων, εὐσεβῶς
ἐξήπλωσας, τήν ἔνθεον, θεόφρον, ἀνάπτυξιν᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
῾῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς
ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία
τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας,
μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων) (῾᾽Αγγέλοις ὁμότιμον τόν νοῦν, Πάτερ
Διονύσιε, δι᾽ ἀρετῆς ἐργασάμενος, τήν ὑπερκόσμιον τῆς ἱεραρχίας εὐταξίαν,
πάνσοφε, ἐν βίβλοις ἱεροῖς ἀνιστόρησας, καθ᾽ ἥν ἐρρύθμισας ᾽Εκκλησίας τά
συστήματα, οὐρανίων τάς τάξεις μιμούμενος᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο
Διονύσιο ὡς ῾Τριαδικόν θεολόγον᾽ (ὠδή γ´) καί ῾διόπτραν οὐρανοῦ᾽ (οἶκος
συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου
σημειώνει: ῾Νομίμως φιλοσοφῶν, σοφίας δώρων ἐπέτυχες. ᾽Ενθέως θεολογῶν, ὀρθόδοξα
δόγματα, παμμάκαρ, κατέλιπες᾽ (ὠδή ς´) (Φιλοσοφώντας νόμιμα πέτυχες τά δῶρα τῆς
σοφίας. Θεολογώντας ἔνθεα μᾶς ἄφησες ὀρθόδοξα δόγματα, παμμάκαρ). Γιά νά
καταλήξει μέ θαυμαστό τρόπο: ῾῾Ο βίος σου θαυμαστός, ὁ λόγος θαυμασιώτερος, ἡ
γλῶσσά σου φωταυγής, τό στόμα πυρίπνοον, μάκαρ Διονύσιε. ῾Ο δέ νοῦς σου, Πάτερ,
ἀκριβῶς θεοειδέστατος᾽ (ὠδή ς´) (῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ
λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς
φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ).
Σάν νά προσγειώνεται ὅμως
κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου.
Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι
του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί
σημειώνει: Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ
Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου.
῾Τῆς θείας βασιλείας ἐν οὐρανοῖς
κληρονόμος ἐγένου ὡς ἔννομος ἀρχιερεύς, Πάτερ, ὡς ἀήττητος ἀθλητής, ἱερωσύνης
χρίσματι αἷμα συγκεράσας μαρτυρικόν. Διό διπλοῦς στεφάνους ἀπείληφας ἀξίως, ἱερομύστα
Διονύσιε᾽ (ὠδή θ´) (῎Εγινες κληρονόμος τῆς θείας βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ὡς ἔννομος
ἀρχιερέας, Πάτερ, κι ὡς ἀήττητος ἀθλητής. Γιατί συγκέρασες τό χρίσμα τῆς ἱερωσύνης
μέ τό μαρτυρικό σου αἷμα. Γι᾽ αὐτό ἔλαβες ἄξια διπλά στεφάνια, ἱερομύστα
Διονύσιε).
Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή
τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλεῖδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει:
μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο
κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε μᾶλλον ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση
του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω
στήν πίστη, ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ
αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως ῾τήν πίστιν τετήρηκε᾽, γι᾽ αὐτό καί ῾γνωριμωτέρα
γέγονε δι᾽ αὐτοῦ ἡ τῶν ᾽Αθηνῶν πανευκλεής Μητρόπολις᾽(ὠδή η´).
Πηγή: Ακτίνες