Γεννήθηκε ἀπὸ Ἅγιους γονεῖς τὸ 330 στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ
Πόντου. Ὁ πατέρας του, Ἅγιος Βασίλειος, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καθηγητῆ
ρητορικῆς στὴ Νεοκαισάρεια καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἁγία Ἐμμέλεια ἦταν ἀπόγονος οἰκογένειας
Ρωμαίων ἀξιωματούχων (ὁ πατέρας τῆς εἶχε πεθάνει ὡς Χριστιανὸς μάρτυρας). Στὴν
οἰκογένεια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτὼ ἢ ἐννέα παιδιά. Μεταξὺ αὐτῶν,
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ναυκράτιος ποὺ ἔγινε ἀσκητὴς καὶ θαυματουργὸς Ἅγιος,
ἡ Μακρίνα (Ὁσία Μακρίνα) καὶ ὁ Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ἐνῶ κάποιο
φαίνεται νὰ πέθανε σὲ βρεφικὴ ἡλικία.
Ὁ Βασίλειος ἀνατράφηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν γιαγιὰ Μακρίνα
μέχρι τὸ θάνατό της καὶ μετέπειτα ἀπὸ τὴν πρωτότοκη ἀδερφὴ τοῦ Μακρίνα ἡ ὁποία ἐπηρέασε
καθοριστικὰ τὸν μικρὸ Βασίλειο νὰ στραφεῖ στὴν Χριστιανικὴ πίστη. Τὴν ἐγκύκλια
παιδεία ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ ἐνῶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ (γύρω στὰ 345) μετέβη
στὴν Καισάρεια. Κατόπιν ἡ ἀνάγκη του γιὰ περαιτέρω μόρφωση τὸν ἔφερε στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου φοίτησε κοντὰ στὸ γνωστὸ δάσκαλο τῆς ἐποχῆς Λιβάνιο καὶ ἐπακόλουθα
στὴν Ἀθήνα (352).
Στὴν Ἀθήνα γνωρίστηκε μὲ τὸ Γρηγόριο ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, ἐγγράφηκε στὴ σχολὴ τοῦ Χριστιανοῦ φιλοσόφου Προαιρεσίου καὶ παρακολούθησε τὴ διδασκαλία τοῦ καθὼς καὶ τὴ διδασκαλία ἄλλων φιλοσόφων ὅπως ὁ Ἰμέριος.
Ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα τοῦ τὸ καλοκαίρι τοῦ 356, ἐγκαταστάθηκε
στὴν Καισάρεια καί, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητὴς τῆς
ρητορικῆς. Τὸ 358, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ μοναχοῦ
Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανὸν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Διάνιο, καὶ ἀποφασίζει
νὰ ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀσκητικὴ πολιτεία. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους
ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικὸ σὲ γνωστὰ κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, ἐπιθυμώντας τὴν
ἀνεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονῆς. Ἐπέστρεψε τὸ 359 στὸν Πόντο καὶ γιὰ μικρὸ
χρονικὸ διάστημα διέμεινε στὴν Ἀριανζό, κοντὰ στὸ φίλο του Γρηγόριο.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 360 φαίνεται νὰ συμμετεῖχε, ὡς
παρατηρητὴς ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Διάνιο, στὴν ἀρειανικὴ Σύνοδο, ποὺ
συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὴν ἔριδα μεταξὺ Ὁμοουσιανῶν καὶ Ὁμοιανῶν.
Μετὰ τὴν ὑπογραφή, ἀπὸ μέρους τοῦ Διανίου, τοῦ συμβόλου τῶν Ὁμοιανῶν, ὁ
Βασίλειος ἀπογοητευμένος ἀποσύρθηκε στὸ ἡσυχαστήριο τῆς ἀδερφῆς τοῦ ἐγκαινιάζοντας
τὴ μνημειώδη ἀλληλογραφία του μὲ τὸ Γρηγόριο.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 364 ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τὸν
χειροτόνησε πρεσβύτερο. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Εὐσεβίου
ἐπισκόπου Σαμοσάτων καὶ τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, ἐκλέγεται διάδοχός
του στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα τῆς Καισάρειας καὶ ἀναλαμβάνει σὺν τῷ χρόνω, λόγω τοῦ
κύρους τῆς προσωπικότητάς του, τὴν ἐξαρχία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ Πόντου.
Στὸν ἐκκλησιαστικὸ τομέα, ὡς ἐπίσκοπος πλέον, ὁ
Βασίλειος ἀντιμετώπισε τὴν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νὰ ἐπιβάλει τὸν Ὁμοιανισμὸ
(ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ὄντας σὲ ἐπιστολικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο,
Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στὴν περιφέρεια τῆς ποιμαντικῆς
του εὐθύνης εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου
καὶ ἄλλων χριστιανικῶν, μὴ ὀρθόδοξων, ὁμολογιῶν. Σὲ αὐτὸ τὸν τομέα ἔδρασε καὶ ὡς
ἐπίσκοπος, δηλαδὴ ὀργανωτικά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀντιρρητική του γραμματεία. Μέσα ἀπὸ
τὶς ἐπιστολὲς τοῦ φαίνονται οἱ προσπάθειες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἄξιων
κληρικῶν στὸ ἱερατεῖο, τὴν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ
τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καθὼς καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, ποὺ ἐπέδειξε
ἔναντί των ἀποκομμένων καὶ περιθωριοποιημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη του
δραστηριότητα ἐπιφέρει τὴ βαθμιαία ἀναγνώρισή του ὡς κοινοῦ ἔξαρχου ὁλόκληρού
του ἀσιατικοῦ θέματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ στὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζεται ὡς οἰκουμενικὸς διδάσκαλος.
Ἔργο ζωῆς καὶ σημαντικὸ σταθμὸ στὴν πορεία του, ἀποτελεῖ
ἡ ἵδρυση καὶ λειτουργία ἑνὸς κοινωνικοῦ φιλανθρωπικοῦ συστήματος, τῆς
Βασιλειάδας. Ἐκεῖ διοχετεύει ὅλη τὴν ποιμαντική του εὐαισθησία, καθιστώντας τὴν
πρότυπο κέντρου περίθαλψης καὶ φροντίδας τῶν ἀσθενέστερων κοινωνικὰ ἀτόμων. Οὐσιαστικὰ
ἡ Βασιλειάδα ὑπῆρξε ἕνας πρότυπος οἶκος γιὰ τὴ φροντίδα τῶν ξένων, τὴν ἰατρικὴ
περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἄρρωστων καὶ τὴν ἐπαγγελματικὴ κατάρτιση τῶν ἀνειδίκευτων.
Καταπονημένος ἀπὸ τὴν εὐρεία δράση ποὺ ἀνέπτυξε σὲ πολλοὺς
τομεῖς τῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας καθὼς καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀκολουθοῦσε,
ὁ Βασίλειος πεθαίνει τὴν 1 Ἰανουαρίου τοῦ 379 σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του
βυθίζει στὸ πένθος ὄχι μόνο το ποίμνιό του ἀλλὰ καὶ ὅλο το χριστιανικὸ κόσμο τῆς
Ἀνατολῆς. Στὴν κηδεία τοῦ συμμετέχουν Ἰουδαῖοι, πιστοί της ἐθνικῆς θρησκείας καὶ
ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενοῦς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀπόχρωσης. Ἡ παρακαταθήκη τοῦ
ὑπῆρξε τὸ τεράστιο σὲ μέγεθος καὶ σημασία θεολογικὸ – δογματικό του ἔργο μαζὶ μὲ
τὴ συμβολή του στὴ λειτουργικὴ καὶ τὴν πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση.
Γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ τί νὰ πεῖ κανείς; Ὑπῆρξε πράγματι
οἰκουμενικὸς διδάσκαλος καὶ στερέωσε τὸ γνήσιο φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ
βαλλόταν ἀπὸ παντοῦ. Φλογερὸς ἀσκητὴς μὲ μεγάλα μέτρα πνευματικότητος. Αὐστηρὸς
μὲ τὸν ἑαυτό του, τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν αἵρεση, ἤπιος καὶ συμπαθὴς δέ, μὲ τὸν
πονεμένο τὸν πάσχοντα καὶ γενικὰ μὲ κάθε ἄνθρωπο. Ἦταν σοβαρὸς ἀλλὰ καὶ προσιτὸς
ὥστε νὰ σοῦ δίνει τὴν σιγουριὰ ἑνὸς πραγματικοῦ πατέρα καὶ ὁδηγοῦ. Ἦταν ἰδιαίτερα
ἀγαπητὸς ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀγκάθι γιὰ τοὺς
κακόβουλους καὶ ὑπερήφανους. Γενναῖος καὶ δυνατὸς στὸ φρόνημα τόσο ὥστε μὲ
παρρησία νὰ στέκεται ἀκόμη καὶ μπροστά σε βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ νὰ τοὺς ἐλέγχει
γιὰ τὶς ἀνομίες τους.
Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν 1η Ἰανουαρίου
ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1081 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους
(ὁ ἀπὸ Εὐχαΐτων) θέσπισε ἕναν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ
Μεγάλου, Ἰωάννη Χρυσοστόμου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὶς 30 Ἰανουαρίου ὡς
προστατῶν τῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας.