Η ξεχωριστή αυτή νεαρή κοπέλα καί παρθενομάρτυρας του Χρίστου Ακυλίνα γεννήθηκε, έζησε και μαρτύρησε στην επαρχία Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης στο β' μισό του 18ου αιώνα.
Το όνομα της από το λατινικό «Αquilla» που σημαίνει αετός, ταυτίζεται με το μεγαλείο της υψιπετούς ψυχής της, μιας ψυχής που από πολύ νωρίς αναζητούσε ψηλά στον ουρανό το αθλοθέτη Ιησου Χριστό, στα νάματα της Ορθοδοξίας.
Την περίοδο εκείνη οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών ήταν φοβεροί και ανελέητοι. Το μόνο που σφόδρα επιζητούσαν και επεδίωκαν οι Τούρκοι με κάθε αφορμή και σε κάθε περίσταση ήταν να αλλαξοπιστήσουν οι χριστιανοί. Ο θρησκευτικός φανατισμός, που επικρατούσε τότε και σημάδευε κάθε σκέψη και ενέργεια των Τούρκων, είναι η αιτία των διαφόρων ακροτητών που λάμβαναν χώρα.
Κατά τα δύσκολα λοιπόν εκείνα χρόνια ζούσε στο Ζαγκλιβέρι η οικογένεια της Αγίας Ακυλίνας, οικογένεια ευσεβών χριστιανών που επιβίωνε ανάμεσα στους Τούρκους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Το σπίτι όπου έζησε και μαρτύρησε η Αγία σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στην είσοδο της κωμοπόλεως του Ζαγκλιβερίου. Πιθανότερη χρονολογία γέννησης της Αγίας είναι το έτος 1746 μ.Χ. Αν και δια μέσου της ιστορίας το όνομα της Αγιοτόκου μητέρας της δε σώθηκε, είναι γνωστός και αξιέπαινος ο αγώνας της να αναθρέψει το παιδί της «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μάνα πραγματικά υποδειγματική, που μαζί με το μητρικό γάλα ανέθρεψε το τέκνο της και με τα νάματα της Ορθόδοξης Πίστης. Είναι άλλωστε γνωστό στην παράδοση της Εκκλησίας μας Αγίες μητέρες να κατευθύνουν τα παιδιά τους με θέρμη και ζήλο προς την αγάπη του Χριστού. Ετσι, λοιπόν, δικαιολογείται και η ευσεβής και άδολη καθοδήγηση της Αγίας από τη μητέρα της, μολονότι ο ίδιος ο πατέρας της επέδειξε δειλία και λιποψυχία μπροστά στην θανατική καταδίκη που του επέβαλαν οι Τούρκοι. Έτσι, αποτελεί ολοζώντανο θαύμα η διδασκαλία και η μύηση στην χριστιανική παράδοση της μικρής Ακυλίνης από την ευλογημένη εκείνη μάνα.
Εξετάζοντας κανείς την ιστορική πορεία της οικογένειας της Αγίας, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την αυτοθυσία και το ψυχικό σθένος της μητέρας της σε αντίθεση με την ολιγοπιστία και την ατολμία του πατέρα της που, όταν κάποια στιγμή ζούσε με την σύζυγο του ήσυχα στο Ζαγλιβέρι, μια φιλονικία με τον τούρκο γείτονα του δεν άργησε να τον οδηγήσει στο έγκλημα. Η μητέρα ζούσε στην ψυχή της το φόβο και την απόγνωση μετά από το γεγονός αυτό. Ο σύζυγος της για να γλιτώσει την θανατική ποινή, κυριαρχούμενος από φόβο και τρόμο, αλλά κυρίως από την αγάπη του για την επίγεια ζωή, αλλαξοπίστησε. Σκληρή η τουρκική νομοθεσία. Όποιος σκότωνε Τούρκο, το αίμα του το ξέπλενε η θανατική ποινή ή η άρνηση της χριστιανικής πίστης του. Ντροπή και όνειδος για την οικογένεια και για όλη την υπόλοιπη μικρή κοινωνία ο εξωμότης σύζυγος. Οι Τούρκοι υπερήφανοι για το γεγονός επιδεικνύουν τον λιπόψυχο πατέρα ως λάφυρο. Η μητέρα της Αγίας μετά από το δραματικό αυτό γεγονός επικεντρώνει όλη της την προσοχή και φροντίδα στην μονάκριβη κόρη της Ακυλίνα, λες και διαισθανόταν ό,τι θα ακολουθούσε. Παρακαλεί καθημερινά τον Θεό να φωτίζει την κόρη της, ώστε να παραμείνει βράχος ακλόνητος στην πίστη της και να μην ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα της. Συγχρόνως, οι Τούρκοι πίεζαν συνεχώς τον εξωμότη πατέρα να οδηγήσει την γυναίκα και την κόρη του στον Ισλαμισμό κι αυτός πάντοτε μετά από κάθε τέτοιο κέλευσμα αποκρινόταν:
› Μη σας μέλη δια την θυγατέρα μου. Αυτή είναι εις το εδικόν μου χέρι, και ότε θελήσω την τουρκίζω.
Αφού η Άκυλίνα συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαοκτώ ετων, οι Τούρκοι για άλλη μια φορά ζήτησαν από τον πατέρα της να εκπληρώσει την υπόσχεση που τους είχε δώσει, να πείσει δηλαδή την κόρη του να αλλαξοπιστήσει. Πανικός και τρόμος κυρίευε την ευλογημένη μάνα αναλογιζόμενη τι θα απαντήσει η κόρη της στις αλλεπάλληλες πιέσεις τόσο του πατέρα της, όσο και των Τούρκων. Ο πατέρας της, βέβαια, παρά τις προσπάθειες του να αλλάξει την πίστη της θυγατέρας του, διαπίστωνε όλο και περισσότερο το αμετάκλητο και ακλόνητο φρόνημα αυτής. Από τη μεριά της η Aκυλίνα αποκρινόταν:
› Μήπως είμαι εγώ oλιγόπιστος ωσάν καi εσένα, να αρνηθώ τoν ποιητήν και πλάστην μου, τoν Κύριον Iησούν Χριστόν, o oποίος υπέμεινε για εμάς σταυρό και θάνατο; Είμαι έτοιμη να υπομείνω κάθε βάσανο, ακόμη και θάνατο για την αγάπη του Χριστού μου.
Πηγαίνει, λοιπόν, ο πατέρας της στους Τούρκους και τους λέει:
› Κάνετε ότι θέλετε, εγώ προσπάθησα, τώρα αναλάβετε εσείς.
Οι Τούρκοι στο άκουσμα των λόγων αυτών ταράχτηκαν και αμέσως έστειλαν ανθρώπους από το ιεροδικείο να συλλάβουν την Ακυλίνα, προκειμένου να την ανακρίνουν. Η Ακυλίνα πρέπει να αλλαζοπιστησει, να γίνει μωαμεθανή, ήταν η απάντηση τους. Η μητέρα της δοξάζει τον Πανάγαθο Θεό και προσεύχεται για να αντέξει η τρυφερή ψυχή της κόρης της στην δύσκολη αυτή δοκιμασία. Την προτρέπει να παραμείνει ακλόνητη στην πίστη της και να επιδείξει ανδρεία λέγοντας την:
› Τώρα, αξιαγάπητο παιδί μου, έφθασε η στιγμή για την οποία καθημερινά σε προετοίμαζα. Στάσου ανδρεία απέναντι στα μαρτύρια που θα υποστείς και μην αρνηθείς τον Χριστό.
Η Αγία με δακρυα στα μάτια της αποκρίθηκε:
› Μη φοβάσαι, μητέρα μου, κι εγώ τον ίδιο σκοπό έχω, κι ο Θεός να είναι βοηθός μου και προσευχήσου για μένα.
Ετσι, με τα λόγια αυτά αποχαιρετιστήκανε με θρήνους και δάκρυα. Οι Τούρκοι ήρθαν και την συνέλαβαν. Το μίσος και ο φανατισμός είχαν από καιρό ριζώσει μέσα τους. Καθώς την οδηγούσαν στο ιεροδικείο, η φιλόστοργη μάνα ακολουθούσε ξωπίσω λέγοντας:
› Μην αρνηθείς το στεφανοθέτη Χριστό, πρόσεχε παιδί μου κα μη δειλιάσεις.
Γέμισε θάρρος και αποφασιστικότητα η Ακυλίνα και η ψυχή της όλο και δυνάμωνε. Φθάνοντας στο ιεροδικείο προσεύχεται με θερμά δάκρυα για βοήθεια, καθώς προχωρούσε στο ματωμένο πλέον στάδιο του μαρτυρίου της. Οι υπηρέτες, αφού έδεσαν την μάρτυρα, την οδήγησαν στο δικαστήριο. Ακολουθούσε συνεχώς η μητέρα της, αλλά την εμπόδισαν να εισέλθει στο προαύλιο. Οδήγησαν την Ακυλίνα μπροστά στον δικαστή, ο οποίος της βροντοφώναξε:
› Αλλάζεις την πίστη σου, άτιμη;
Η Αγία με γενναιότητα και παρρησία του απαντά:
› Οχι, δεν θ'αρνηθώ την πίστη μου και τον Δεσπότη μου Χριστό! Χριστιανή γεννήθηκα, Χριστιανή θ' αποθάνω.
Οι Τούρκοι στο άκουσμα των λόγων της Ακυλίνας σάστισαν. Λύσσα τους έπιασε και οργισμένοι όρμησαν κατά πάνω της. Ο πασάς ακούγοντας την ομολογία της Αγίας διατάζει να την ξεγυμνώσουν. Την δένουν σ´ένα στύλο και την χτυπούν με ραβδιά για ώρα πολλή, όμως η μάρτυρας υπομένει με ανδρεία τα μαρτύρια. Βλέποντας οι Τούρκοι την γενναιότητα της νεαρής κοπέλας και την άρνηση της για μεταμέλεια, άρχισαν τις δελεαστικές προτάσεις με σκοπό ν' αρνηθεί την πίστη της. Την πλησίασαν, σκέπασαν το γυμνό κορμί τους και με κολακείες και δώρα, που τις υπόσχονταν, προσπαθούσαν να την κάνουν ν' αλλαζοπιστησει. Η ανυπέρβλητη όμως αγάπη της Ακυλίνας για τον Χριστό την γέμιζε τόσο, που όλα τα περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία σε οποιαδήποτε δελεαστική πρόταση η κολακεία. Τότε ένας επιφανής και πλούσιος Τούρκος της πρότεινε να τουρκέψει και να την πάρει νύφη στο υιό του. Η Ακυλίνα με απαρασάλευτη τόλμη αρνήθηκε για ακόμη μία φορά ν' αλλαξοπιστήσει. Ηταν επόμενο μετά από αυτή την σθεναρή άρνηση της ν' αρχίσει ένας νέος κύκλος βασανιστηρίων. Αρχισαν και πάλι να την χτυπούν ανελέητα. Οι ραβδισμοί ξέσκιζαν τα ρούχα της και η Ακυλίνα γυμνή πια υπέμενε τα φρικτά βασανιστήρια. Ετσι, ο Τούρκος δικαστής βρήκε την ευκαιρία να την προκαλέσει:
› Δεν ντρέπεσαι, μωρή, να δέρνεσαι γυμνή μπροστά σε τόσους ανθρώπους; Η τούρκεψε η θα συντρίψω τα κόκκαλα σου ένα προς ένα.
Η Ακυλίνα δεν δίστασε να απαντήσει αμέσως στο δικαστή:
Και τι ορέχτηκα από την πίστη σας να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου και από ποια θαύματα της πίστεως σας να πιστέψω, εσείς που βρωμάτε ακόμα και ζωντανοί;
Οι Τούρκοι άκουσαν τα ανδρεία αυτά λόγια της Ακυλίνας και ο θυμός τους άναψε ακόμα περισσότερο. Αρχισαν να ραβδίζουν την μάρτυρα για τρίτη φορά. Αυτή ήταν όμως και η τελευταία, γιατί τα χτυπήματα ήταν τόσο σκληρά καί αλύπητα που την άφησαν σχεδόν πεθαμένη. Το πρόσωπο της γέμισε αίματα, κοκκίνισε η πάλλευκη σάρκα της και όσο η ένταση των ραβδισμών αυξανόταν, τόσο πιο αφόρητοι γίνονταν οι πόνοι, ενώ δάκρυα και αίμα γίνονταν ένα. Το αίμα που έτρεχε από τις πληγές της έφθανε κάτω στη γη και την έβαφε κόκκινη, ενώ η σάρκα της κομματιαζόταν από τα ανελέητα χτυπήματα. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν πως το τέλος της Ακυλίνας έφθανε. Την λύνουν από το στύλο, την φορτώνουν σ' έναν χριστιανό που ήταν παρών και την μεταφέρουν στο σπίτι της μητέρας της, το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας στην κωμόπολη του Ζαγκλιβερίου. Η δύστυχη μητέρα αντικρύζοντας την μονάκριβη κόρη της σ' αυτήν την φρικτή κατάσταση, αγκαλιάζει με λαχτάρα το ματωμένο σώμα της και με την σκέψη μήπως δείλιασε την ρωτά με δάκρυα στα μάτια:
› Τι έκαμες, τέκνον μου; Αρνήθηκες μήπως την πίστη σου στον Χριστό;
Και η Ακυλίνα μόλις και μετά βίας ικανή να αρθρώσει κάποιες λέξεις, της αποκρίνεται:
› Τι άλλο μητέρα μου από αυτό που μου παρήγγειλες και συμφωνήσαμε; Φύλαξα την ομολογία της πίστεως μου.
Η πονεμένη και περήφανη μάνα σήκωσε με ευλάβεια τα χέρια της προς τον ουρανό και δόξασε το Θεό. Η Άκυλίνα, με τα λόγια αυτά παρέδωσε το πνεύμα της στον στεφανοθέτη Χριστό και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Την ίδια από το άγιο λείψανο της ξεχύθηκε μία άνέκφραστη ουράνια ευωδία, τόσο δυνατή, που για πολλές μέρες πλημμύριζε τους δρόμους της περιοχής. Ηταν 27 Σεπτεμβρίου 1764.
Διακόσια σαράντα χρόνια πέρασαν από εκείνη την αγία νύχτα και ακόμη κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους, γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς, που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της, ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση, τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας, Καλημέρης και Μπούκλας, οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό, γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της.
Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων. Η προσευχή κάθε χριστιανού, κατά τους λόγους του Κυρίου: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθαίος, Ζ, 7) καθίσταται απαραίτητη, ώστε όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, να φανερωθεί το σεπτό και χαριτόβρυτο λείψανο της Αγίας προς βοήθειαν, ενίσχυση και ευλογίαν κάθε πιστής ψυχής. Η ακράδαντη πίστη της Ακυλίνας, η αξιοθαύμαστη εμμονή της στην αγάπη προς το Χριστό, η γενναία στάση της στις απειλές των διωκτών της και η υπεράνθρωπη αντιμετώπιση των βασανιστηρίων που υπέστει την εμφανίζουν ως ένα πρόσωπο με υπέροχες αρετές και ανυπέρβλητες ψυχικές δυνάμεις, καύχημα και εγκαλλώπισμα της εκκλησίας μας.
Κοντά στην Αγία Ακυλίνα, δεν θα πρέπει κανείς να παραλείψει να υπογραμμίσει το μεγαλείο της ψυχής της μητέρας της, όχι μόνον διότι δίδασκε στην κόρη της από τη νηπιακή ακόμη ηλικία την αγάπη για το Χριστό και την εμμονή στην πίστη με κάθε θυσία, αλλά και γιατί σ' αυτό το διάστημα του μαρτυρίου της Αγίας ζούσε και η ίδια το δικό της μαρτύριο βλέποντας το σπλάχνο της να παραδίδει την ψυχή της στο Χριστό, για τον οποίο μέσα από φρικτές δοκιμασίες θυσιάστηκε. Υπερήφανοι για την χάρη της οι χριστιανοί του Ζαγκλιβερίου, γιορτάζουν με ευλάβεια και συγκίνηση κάθε χρόνο στις 27 Σεπτεμβρίου την ημέρα του μαρτυρίου της, έχοντας χαραγμένα για πάντα στην ψυχή τους τα λόγια του Νικόδημου του Αγιορείτου: «Την φύσιν ούσα θήλυ η Ακυλίνα, Ανήρ εδείχθη γεννάδας προς βασάνους».
(Πηγή: «Η Αγία Ακυλίνα η Ζαγκλιβερινή», Αηδόνι)
Αὐτή ἡ Ἁγία καί παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀκυλίνα ἦταν ἀπό τά μέρη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό ἕνα χωριό πού ὀνομάζεται Ζαγκλιβέρι καί βρίσκεται στήν ἐπισκοπή τοῦ Ἁγίου Ἀρδαμερίου, γεννήθηκε δέ ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Τό δέ Μαρτύριό της συνέβη μετά ἀπό τήν ἑξῆς περίσταση.
Μία τῶν ἡμερῶν ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας ἔτυχε νά μαλώσει μέ ἕναν Τοῦρκο γείτονά του (ἐπειδή στό χωριό ἐκεῖνο κατοικοῦν καί χριστιανοί καί Τοῦρκοι) καί κτυπῶντας τον, μέ τήν παρέμβαση τοῦ διαβόλου, τόν φόνευσε. Γι’ αὐτό τόν ἔπιασαν οἱ ἐξουσιαστές τοῦ τόπου καί τόν πῆγαν στόν πασσᾶ τῆς Θεσσαλονίκης, γιά νά τόν θανατώσει. Αὐτός ὅμως, ἐπειδή φοβήθηκε τόν θάνατο καί θέλοντας νά γλυτώσει, ἀλλοίμονο!, τόν θάνατο, τούρκεψε καί δέν τόν θανάτωσαν. Ἦταν ἀκόμη τότε ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα βρέφος κάτω ἀπό τό στῆθος τῆς μητέρας της. Ἀφοῦ δέ πέρασε ἀρκετός καιρός, οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν στόν πατέρα νά τουρκέψει καί τήν θυγατέρα του. Καί αὐτός ἀποκρινόταν σ’ αὐτούς: «Μή σᾶς μέλει γιά τήν θυγατέρα μου. Αὐτή εἶναι στό δικό μου χέρι καί ὅποτε θέλω τήν τουρκεύω». Ἡ μητέρα ὅμως τῆς Ἁγίας, καθώς παρέμεινε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, δέν παρέλειπε καθημερινά νά διδάσκει στήν κόρη της νά στέκεται σταθερά στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἀρνηθεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ὅταν ἔφτασε ἡ κόρη σέ ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν, πάλι οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔλεγαν τά ἴδια. Τότε ὁ πατέρας της φωνάζει τήν Ἀκυλίνα καί τῆς λεει: «Νά, παιδί μου, οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι μοῦ λένε καθημερινά νά τουρκέψεις. Γι’ αὐτό ἀργά ἤ γρήγορα θά τουρκέψεις μόνο κάνε το μιά ἡμέρα πιό πρωτύτερα, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν καθημερινά καί ἐμένα οἱ Τοῦρκοι».
Ἡ Ἁγία ὅμως φλεγόμενη ἀπό τόν διάπυρο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ μέ μεγάλη γενναιότητα τοῦ ἀποκρίθηκε: «Μήπως εἶμαι ἐγώ ὀλιγόπιστη σάν καί ἐσένα, νά ἀρνηθῶ τόν ποιητή καί πλάστη μου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε γιά μᾶς σταυρό καί θάνατο; Ἄς μή μοῦ συμβεῖ τοῦτο ποτέ. Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμη νά ὑπομείνω κάθε βασανιστήριο, ἀκόμη καί θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου». Ὤ λόγια ἀξιοθαύμαστα, ὄχι θυγατέρας ἑνός τρισάθλιου πατέρα, ἀλλά θυγατέρας ἀληθινά τοῦ ἐπουράνιου βασιλιᾶ Χριστοῦ!
Τότε ὁ πατέρας της βλέποντας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης της, πῆγε στούς Τούρκους καί τούς λέει: «Ἐγώ μέν δέν κατάφερα νά μεταπείσω τήν θυγατέρα μου νά τουρκέψει. Ἐσεῖς ὅ,τι θέλετε κάνετε σ’ αὐτήν». Μόλις τό ἄκουσαν αὐτό ἐκεῖνοι, ταράχθηκαν καί ἀμέσως στέλνουν ἀνθρώπους δικαστικούς, γιά νά φέρουν τήν Μάρτυρα. Ἡ δέ εὐλογημένη μητέρα τῆς Ἁγίας, ὅταν εἶδε τούς ἀπεσταλμένους ὑπηρέτες, ἀφοῦ πῆρε τήν κόρη της, λέγει σ' αὐτή τήν ὁλοστερνή αὐτή παραγγελία: «Νά παιδί μου πολυαγαπημένο καί γλυκύτατη θυγατέρα Ἀκυλίνα. Νά σπλάγχνο μου ἔφθασε ἡ ὥρα ἐκείνη, γιά τήν ὁποία κάθε ἡμέρα σέ συμβούλευα νά φερθεῖς λοιπόν σάν παιδί ὑπάκουο καί νά ὑπάκουεις στίς συμβουλές μου καί νά μείνης ἀνδρεία στά βασανιστήρια πού πρόκειται νά πάθεις καί μήν ἀρνηθεῖς τόν Χριστό». Καί αὐτή παρομοίως μέ δάκρυα ἀποκρίθηκε· -«Μή φοβᾶσαι μητέρα μου καί ἐγώ τόν ἴδιο σκοπό ἔχω, καί ὁ Θεός ἄς εἶναι βοηθός μου καί νά προσεύχεσαι γιά χάρι μου». Καί ἔτσι ἀποχαιρετίσθηκαν ἀναμεταξύ τους μέ θρήνους καί δάκρυα.
Οἱ δέ ὑπηρέτες, ἀφοῦ ἔδεσαν τήν Μάρτυρα, τήν πῆγαν στό δικαστήριο. Ἀκολούθησε κατόπιν καί ἡ φιλόστοργη μητέρα τήν πολυαγαπημένη θυγατέρα, ὅπως ἀκολουθεῖ ἡ προβατίνα τό θηλυκό παιδί της, ὅταν τήν σέρνουν στόν τόπο τῆς σφαγῆς, ἐπειδή τά μητρικά σπλάγχνα δέν τήν ἄφηναν νά χωρισθεῖ. Ἄλλα οἱ ὑπηρέτες τήν μέν μητέρα της τήν κλείδωσαν ἔξω ἀπό τό προαύλιο, τήν δέ Ἀκυλίνα τήν πῆγαν μέσα καί τήν παρουσίασαν μπροστά στόν δικαστή, ὁ ὁποῖος τῆς λέει- «Μωρή γίνεσαι Τουρκάλα;».
Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε «Ὄχι, δέν γίνομαι. Νά μή συμβεῖ ποτέ νά ἀρνηθῶ τήν πίστη μου καί τόν Δεσπότη μου Χριστό». Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ δικαστής θύμωσε καί προστάζει νά γδύσουν τήν Ἁγία καί νά τήν ἀφήσουν μόνο μέ τό πουκάμισο καί ἔτσι νά τήν δέσουν σέ ἕναν στῦλο καί νά τήν δέρνουν μέ ραβδιά, πρᾶγμα πού ἔγινε, καί δύο ὑπηρέτες τήν ξυλοκόπησαν ὥρα πολλή. Ἄλλα ἡ Μάρτυς ὑπέμεινε μέ πολλή ἀνδρεία αὐτό τό βασανιστήριο. Μετά ἀπό αὐτά ὁ δικαστής καί ἄλλοι Τοῦρκοι, φέρνοντας τήν Μάρτυρα μπροστά τους, ἄρχισαν νά τήν κολακεύουν καί νά τῆς ὑπόσχονται ταξίματα πολλά καί δῶρα, μόνο νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της. Ἄλλα ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή εἶχε βαθιά μέσα στήν καρδιά τόν ἔρωτα πρός τόν νοητό νυμφίο της Χριστό, τίποτε ἀπό αὐτά δέν λογάριζε. Καί ἐπειδή ἕνας μεγάλος καί πλούσιος ἀπό αὐτούς τῆς εἶπε κάτι θρασύτερο ἀπό τούς ἄλλους: «Τούρκεψε Ἀκυλίνα καί ἐγώ θά σέ πάρω νύμφη στόν υἱό μου», ἡ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μέ τόλμη ἀνείπωτη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ὅ διάβολος, νά πάρει καί ἐσένα καί τόν υἱό σου». Μόλις τό ἄκουσαν αὐτό ἐκεῖνοι ἄναψαν ἀπό τόν θυμό καί γδύνοντας πάλι τήν Ἁγία, ὅπως καί πρῶτα, τήν ξυλοκόπησαν ὥρα πολλή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τήν ἔλυσαν, πάλι τήν ἐξετάζουν γιά τρίτη φορά. Καί τῆς λέει ὁ δικαστής. «Δέν ντρέπεσαι μωρή νά δέρνεσαι γυμνή μπροστά σέ τόσους ἀνθρώπους; (διότι σχίσθηκε τό πουκάμισό της ἀπό τίς πολλές ξυλιές, καί ἔμεινε γυμνή) ἤ τούρκεψε ἤ θά συντρίψω τά κόκκαλά σου ἕνα πρός ἕνα». Καί αὐτή δέ ἀποκρινόμενη τοῦ λέγει· «καί τί λαχτάρησα ἀπό τήν πίστη σας, γιά νά ἀρνηθῶ ἐγώ τόν Χριστό μου ἤ ἀπό ποιά θαύματα τῆς πίστεώς σας νά πιστέψω, οἱ ὁποῖοι βρωμᾶτε ἀκόμη ζωντανοί»! Ὤ τόλμη μαρτυρική! 'Ὤ μεγαλοψυχία ἄξια οὐρανίων ἐπαίνων! Ὤ ἄπαντηση, ὄχι ἑνός τρυφεροῦ κοριτσιοῦ, ἄλλα ἑνός γίγαντα ἀνδρειωμένου!
Μόλις λοιπόν τά ἄκουσαν αὐτά, κατακοκκίνησαν ὅλοι ἀπό τήν ντροπή. Διότι τί ἄλλο μποροῦσαν νά κάνουν, ἀναγκαζόμενοι ἀπό τήν φανερή ἀλήθεια τῶν λόγων;
Καθώς ὅμως ἄναψαν ἀπό τόν θυμό, τήν ξυλοκόπησαν γιά τρίτη φορά τήν Ἁγία καί τόσο ἄσπλαγχνα, ὥσπου τήν ἄφησαν σάν νεκρή καί ἡ γῆ κοκκίνισε ἀπό τά αἵματα καί οἱ σάρκες της ἔπεφταν στήν γῆ. Ὕστερα, ἀφοῦ ἔλυσαν τήν Μάρτυρα, τήν φόρτωσαν σέ ἕναν Χριστιανό, πού ἦταν ἐκεῖ παρών, καί τήν πῆγαν στό σπίτι τῆς μητέρας της, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζοντας τήν θυγατέρα της, πού ἦταν στά τελευταῖα της, λέει, «τί ἔκανες παιδί μου»; Καί ἡ Μάρτυς, ἀφοῦ μόλις καί μετά βίας συνῆλθε καί ἄνοιξε τά μάτια της καί εἶδε τήν μητέρα της, τῆς εἶπε· «καί τί ἄλλο θά μποροῦσα νά κάνω, μητέρα μου, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο πού μοῦ παρήγγειλες; Νά σύμφωνα μέ τήν συμφωνία πού εἴπαμε φύλαξα τήν ὁμολογία τῆς πίστης μου» καί ἡ μητέρα της, ἀφοῦ σήκωσε τά χέρια καί τά μάτια της οὐρανό, δόξασε τόν Θεό. Καί, καθώς συνομιλοῦσε ἡ Μάρτυς μέ τήν μητέρα της, παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ Μαρτυρίου.
Τό δέ πάντιμό της καί Ἅγιο λείψανο, ὤ τοῦ θαύματος!, εὐωδίασε ἀμέσως μία εὐωδία θαυμάσια, καί τόση πολλή, ὥστε καί ὅλος ὁ δρόμος ἀπό ὅπου περνοῦσαν μέ τό Μαρτυρικό λείψανο, πού πήγαιναν νά τό ἐνταφιάσουν, εὐωδίαζε. Καί τήν νύχτα ἐκείνη κατέβηκε φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί ἔλαμπε ἐπάνω στόν τάφο τῆς Μάρτυρος, σάν ἄστρο λαμπρότατο. Καί ὅσοι Χριστιανοί τό εἶδαν δόξασαν τόν Θεό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
(Πηγή: «ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΑΓΙΑΣ ΑΚΥΛΙΝΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ», Ἱερά Μητρόπολις Ἱερισσοῦ)
Ἀφήγησις Ἐνυπνίου εὐσεβοῦς γυναικός περί του τόπου ταφῆς της Αγίας Νεομάρτυρος Ἀκυλίνης
Δέκα ημέρες μετά την ανεύρεση των ἱερῶν λειψάνων της Αγιας Μεγαλομάρτυρος και Ἀθληφόρου Κυράννης μου συνέβη το παρακάτω θαυμαστόν γεγονός. Ἡ Ἁγία Κυράννα μοῦ ἐνεφανίσθη σέ ἐνύπνιον καί μοῦ ὁμίλησε γιά τήν φίλη της, ὅπως ἀποκαλοῦσε τήν Ἀγγελίνα, και ότι είναι και μαζί συνυπάρχουν.
Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐνημέρωσα τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης κ.κ. Ἰωάννην γιά τό ἐνύπνιον πού μέ ἀξίωσε ἡ Ἁγία Κυράννα νά δῶ.
Σ ‘αυτο το διάστημα μου ἐνεφανίσθη σε ἐνύπνιον μιά κοπέλλα η ὁποία μου είπε ότι είναι η Αγγελίνα και με προέτρεπε να διαβάσω τον Παρακλητικόν Κανόνα του Αγίου Παρθενίου, Ἐπισκόπου Λαμψάκου, διότι χειρουργεῖται ὁ Νικόδημος τῆς Ἱερισσοῦ, λόγῳ ἀσθενείας τήν ὁποίαν δέν ἐγνώριζε ὁ ἴδιος, τονίζοντας παράλληλα νά μήν ψάχνουμε ἀλλοῦ νά τήν βροῦμε, ἀφοῦ γνωρίζουμε πού είναι.
Ἡ Ἁγία Ἀγγελίνα πού μοῦ ἐφανερώθη στό ἐνύπνιον ἦταν νεαρή σέ ἡλικία, ψηλή κοπέλλα μέ ξανθά μαλλιά, ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς καί στεκόταν στήν ἐξωτερική πόρτα πού ὁδηγεῖ στό ἐσωτερικό του Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Ὄσσης. Μοῦ ἔλεγε πώς πρέπει νά μετρήσω ἑπτά βήματα από την πόρτα κοντά στο Ἱερόν του Ναοῦ και μου το ὑπέδειξε σημεῖο που θα σταθῶ, ἀκριβῶς ἀπέναντι, βλέποντας τον τοῖχο του Ναοῦ και στο οποίο Επάνω ὑπῆρχετο σημεῖο του Σταυρού. Και συνέχισε η αγία λέγοντας ότι εκεί θα βροῦμε Οστά Της καί συνέχισε λέγοντας: «πληγή εἰς τά ὀστᾶ, πικρόν ὕδωρ ἐρυθρόν». Στή συνέχεια μοῦ ἔδειξε κάτω ἀπό τό χῶμα τά ὀστᾶ μαζεμένα σε ἐμβρυϊκή Στάση και το κρανίο βαμμένο με ἔντονο ἐρυθρό χρώμα.
Αφήγηση τοῦ μαρτυρίου τῆς Ἁγίας
Μετά από αυτό η Αγιά Αγγελίνα μου διηγήθηκε το φοβερό καί ἀπάνθρωπο μαρτύριό της.
Πως την εἶχαν κρεμασμένη από τα Χέρια και την χτυποῦσαν με ἀγκαθωτά ραβδιά και ξύλα, τα ὁποῖα ἔβγαζαν μἐσα από ένα πιθάρι που ηταν γεμάτο με ένα ἐρυθρόν Υγρό (δηλητήριο). Τήν εἶχαν δεμένη σέ ἕνα σιδερένιο μηχάνημα βασανιστηρίων, στό ὁποῖον τά πάνω ἄκρα καί τά κάτω ἄκρα, ἔχοντάς τα δεμένα σφιχτά πάνω σέ κοφτερές τροχαλίες καί τά πλευρά, ἀκουμποῦσαν σέ αἰχμηρά καρφιά πού ὑπῆρχαν πάνω στό μηχάνημα αὐτό. Με την τριβή κομματιάστηκαν τα ρουχα και οι σάρκες Της. Κόπηκαν τά ἄκρα σέ σημεῖο τέτοιο, που να ἴσα κρέμονται από το ὑπόλοιπον σωμα. Το δηλητήριον που της ἔριχναν οι Τοῦρκοι της ἔκαψε τίς σάρκες και οι πόνοι ηταν ἀφόρητοι. Κρεμασμένη τήν χτυποῦσαν καί τήν βασάνιζαν ἀτελείωτες ὧρες. Ἀπό τό ἀνελέητο μαρτύριόν της ἡ γῆ γύρω της βάφτηκε κόκκινη. Ἀπό τό αἷμα δέν ξεχώριζες τίποτα πάνω στό σῶμα της.
Το σώμα της Αγίας Ἀκυλίνας θάφτηκε στήν ἀρχή σέ τουρκικό νεκροταφεῖο της περιοχής και μετα από τρείς ημέρες μεταφέρθηκε μυστικῶς στην Ὄσσα και θάφτηκε σχεδόν δίπλα στην ἀδερφή της, τήν Ἁγία Κυράννα, στόν Ἱερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν.
(Πηγή: από το βιβλίο «Χρονικόν της ευρέσεως των ιερών λειψάνων της Αγίας ενδόξου νεομάρτυρος Ακυλίνης – Αγγελίνης της εκ Ζαγκλιβερίου καταγομένης», Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Όσσα – Λαγκαδά 2012, Μητροπολίτου Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης Ιωάννου, «Η συγκλονιστική αφήγηση του μαρτυρίου της Αγίας Ακυλίνας και η υπόδειξη του τόπου ταφής της», Σύνδεσμος Ορθοδόξων Νέων Αγία Ακυλίνα)
Η εύρεση των ιερών λειψάνων της Αγίας στην Όσσα Λαγκαδά στις 8/2/2012
Μέ ἀγαλλίαση καί δοξολογία πρός τόν Θεό δέχθηκαν οἱ χριστιανοί τήν εἴδηση γιά τήν εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνης τῆς Ζαγκλιβερινῆς στήν Ὄσσα Λαγκαδᾶ.
Ὁ πόθος, ἡ λαχτάρα καί ἡ προσευχή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου κ. Νικοδήμου καί τῶν χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεως ἦταν νά βρεθοῦν τά λείψανα τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνης.
Αὐτή ἡ προσευχή ἔγινε πραγματικότητα. Αὐτό πού παρακαλοῦσαν ὅλες οἱ γενιές ἀπό τό 1764 ἐκπληρώθηκε. Τό 1982 ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας Νικόδημος ἵδρυσε στό Ζαγκλιβέρι τή νέα Ἐνορία καί τό 1984 θεμελίωσε τόν πρῶτο Ναό πρός τιμήν τῆς ἁγίας Ἀκυλίνης.
Ὅταν τό 1994 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ, ὁ Σεβασμιώτατος καί ὁ κτίτορας τοῦ Ναοῦ π. Ἀναστάσιος ἐξέφρασαν τήν ἐλπίδα ὅτι, τώρα κτίσθηκε καί τό σπίτι της - ὁ Ναός της - ἡ Ἁγία θά εὐαρεστηθεῖ νά ἐμφανισθεῖ. Αὐτό ἔγινε πραγματικότητα τό 2012 μέ ἀποκαλύψεις τῆς Ἁγίας σέ εὐσεβεῖς ψυχές, πού τίς ἀπεκάλυψε τόν τόπο τῶν ἱερῶν λειψάνων της, καθώς καί τίς λεπτομέρειες ἀπό τό μαρτύριό της.
Τό ἱστορικό τῆς εὑρέσεως ξεκινᾶ μετά ἀπό τήν ἐπίσης θαυμαστή εὕρεση τῶν λειψάνων τῆς Νεομάρτυρος Κυράννας στήν Ὄσσα. Σέ μία ἀποκάλυψή της ἡ Ἁγία Κυράννα εἶπε, ὅτι: «Εἶμαι μαζί μέ τή φίλη μου τήν Ἀγγελίνα». Ταυτόχρονα ἀποκαλύπτεται καί μία παλαιά εἰκόνα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ζαγκλιβερίου, ὅπου εἰκονίζονται καί οἱ δύο Νεομάρτυρες Ἀκυλίνα καί Κυράννα μαζί. Αὐτά τά δύο μᾶς προβλημάτισαν καί ὁδηγοῦσαν στό συμπέρασμα τῆς παρουσίας τῶν ἁγίων λειψάνων τους σέ κοινό τόπο. Στίς ἀρχές Φεβρουαρίου τό 2012 ἔπεσε πολύ χιόνι στήν Ὄσσα, πού βρίσκεται σέ 640 μέτρα ὑψόμετρο. Παρατηρήθηκε ὅμως στό προαύλιο τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ Ταξιαρχῶν τῆς Ὄσσας, ὅτι, ἐνῶ σέ ὅλο τό χῶρο εἶχε 30 πόντους χιόνι, σέ ἕνα σημεῖο 2 μέτρα διάμετρο, δέν εἶχε πιάσει. Συνειρμικά θυμηθήκαμε κάποιο παρόμοιο φαινόμενο στό Πρωτᾶτο τῶν Καρυῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Πρῶτο.
Τότε ἀποκαλύπτεται ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ὑποδεικνύοντας ἐκεῖνο τόν τόπο, πού βρίσκονταν τά ἱερά λείψανά της. Ὦ τοῦ θαύματος! Πράγματι σκάβοντας τό μέρος πού ὑπέδειξε βρέθηκαν τά χαριτόβρυτα μαρτυρικά λείψανά της πρός μεγάλην χαράν τοῦ Δεσπότη Λαγκαδᾶ Ἰωάννη καί ὅλων τῶν πιστῶν. Ὁ Μητροπολίτης Λαγκαδᾶ Ἰωάννης, ἀφοῦ τά τοποθέτησε σέ Λειψανοθήκη, τά φύλαξε στό Παρεκκλήσι τῆς Μητροπόλεως στό Λαγκαδᾶ, μέχρι νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἔρευνες τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν ταυτότητα τῶν λειψάνων. Ἡ ἐπιτροπή μετά ἀπό 4 μῆνες ἔρευνας κατέληξε στό πόρισμα ὅτι, πράγματι αὐτά εἶναι τά ἱερά λείψανα τῆς Ἁγίας Νεομάρτυρος Ἀκυλίνης. Ταυτόχρονα ἡ Ἁγία ἀπεκάλυψε καί λεπτομέρειες ἀπό τό μαρτύριο πού ὑπέστη.
Τά 4 ἄκρα εἶχαν κοπεῖ στό μαρτύριο. Στό πρόσωπο παρατηρήθηκαν φοβερές κακώσεις ἀπό τήν μανία τῶν κτυπημάτων μέχρι καί ἄνοιγμα τῶν ραφῶν τοῦ κρανίου. Στά πλευρά βρέθηκαν μαχαιρώματα καί στό κρανίο καί στά ὀστά τῶν χεριῶν κόκκινα στίγματα ἀπό δηλητηριῶδες ὑγρό, πού ἔριχναν πάνω στίς πληγές, γιά νά ἐπιτείνουν τούς πόνους.
Στίς 23 Μαΐου Τετάρτη ἀπόδοσης τοῦ Πάσχα ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Λαγκαδᾶ Ἰωάννης τέλεσε ἱερά Ἀγρυπνία, κατά τήν ὁποία ἀνήγγειλε ἐπισήμως τήν εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνης, τά ὁποῖα καί ἐξετέθησαν ἐντός λειψανοθήκης εἰς προσκύνησιν. Στήν τελετή παρευρέθησαν καί μίλησαν ἐκ μέρους τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης καί ὁ Γεν. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Ριγανᾶς. Ὁ Σεβ. Ἰωάννης κυκλοφόρησε τό χρονικό τῆς εὑρέσεως.
Μετά τήν ἀνακοίνωση τῆς εὑρέσεως πλήθη πιστῶν ἔρχονται στήν Ὄσσα γιά τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή μας εἶναι τά ἱερά λείψανα νά ἔλθουν στήν πατρίδα της, ὅπου εἶναι ὁ Ναός της πού ἀνήγειρε ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν τοῦ Ζαγκλιβερίου καί τῆς περιοχῆς.
Μέ τήν εὕρεση τῶν λειψάνων εἴμαστε πλούσιοι σέ εὐλογία ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί σέ μεγάλη εὐθύνη.
Ἔχοντας μπροστά μας τά μαρτυρικά της λείψανα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά εἴμαστε πιό συνειδητοί χριστιανοί ἀγωνιστές γιά τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν μαρτυρική Μητέρα μας Ἐκκλησία.
(Πηγή: από το βιβλίο «Η Αγία Νεομάρτυς Ακυλίνα η Ζαγκλιβερινή - Βίος, Εύρεση λειψάνων, Μετακομιδή», Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη, Πρωτοσυγκέλλου-Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεος Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, 2013, «Η εύρεση των ιερών λειψάνων της Αγίας στην Όσσα Λαγκαδά στις 8/2/2012», Σύνδεσμος Ορθοδόξων Νέων Αγία Ακυλίνα)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἷα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ· τῇ ἀγάπῃ γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, καὶ δόξης τυχοῦσα θείας, Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀπαλῷ ἐν σώματι, τὸν πολυμήχανον ὄφιν, τῇ λαμπρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλοῦσα παρθένε, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νυμφίῳ· ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Ἀκυλίνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον
Πατρὸς παριδοῦσα τὸ ἀσεβές, τῆς μητρὸς τοὺς λόγους, ἐγεώργησας μυστικῶς· σὺ γὰρ Ἀκυλίνα, ἀθλήσασα νομίμως, τῶν ἀνομούντων ᾔσχυνας τὰ βουλεύματα.
Πηγή: Αηδόνι, Ἱερά Μητρόπολις Ἱερισσοῦ, Σύνδεσμος Ορθοδόξων Νέων Αγία Ακυλίνα, Μέγας Συναξαριστής, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Τράπεζα Ιδεών