Υπηρχεν ένας Επίσκοπος σέ
μίαν πόλιν, ό όποιος κατά συνέργειαν τού Σατανα έτυχε καί έπεσε κάποτε εις
πορνείαν.
Ύστερα έτυχε νά γίνη
σύναξις των χριστιανών εις τήν εκκλησίαν, χωρίς νά ήξεύρη κανένας τίποτε διά
τήν αμαρτίαν αύτήν τού Επισκόπου. Στό μεταξύ, ήλθε καί ό Επίσκοπος καί
ώμολόγησε μόνος του καί είπεν έμπροστά σέ όλους ότι έπεσε στήν πορνείαν. Άφησε
τά άμφιά του εις τό Θυσιαστήριον, καί έξεκίνησε νά φύγη, προσθέτοντας : «Δέν
ήμπορώ πλέον νά είμαι έπίσκοπός σας».
Τότε, έφώναξεν ολος ό
κόσμος μέ κλάματα καί τού λέγανε: «Τήν αμαρτίαν σου τήν πέρνουμεν εμείς είς τόν
λαιμόν μας. Μόνον σέ παρακαλούμεν νά μείνης είς τήν Επισκοπήν».
Έκείνος τούς άπήντησε καί
τούς λέει: «Εάν θέλετε νά μείνω είς τήν Επισκοπήν, θά κάμετε ό,τι
σας είπώ».
Έπηγε λοιπόν ό Επίσκοπος
καί έξάπλωσε μπροστά είς τήν πόρταν της Εκκλησίας καί λέει στό έκκλησίασμα :
«Δέν είναι χριστιανός όποιος, βγαίνοντας έξω, δέν μέ πατήση».
Έκτέλεσαν λοιπόν όλοι τόν
λόγον του καί τήν διαταγήν του καί, καθώς έβγαιναν άπό τήν πόρταν της
εκκλησίας, τόν έπατούσαν είς τήν κοιλίαν,
ένας ένας, άπό τόν πρώτον μέχρι τόν τελευταίον.
Καί μόλις έβγήκε καί ο
τελευταίος, άκούσθηκε φωνή τού Θεού άπό τόν Ούρανόν, πού έλεγε: «Διά τήν
μεγάλην του ταπείνωσιν, τού έ συγχώρησα τήν αμαρτίαν».
* * *
Κάποτε ό Άγιος Αντώνιος
είδεν ολες τις παγίδες τού διαβόλου απλωμένες επάνω στήν γην κι’ άπόρησε
λέγοντας μόνος του: «Καί ποιός ήμπορεί νά τις περάση;»
Ακούσθηκε λοιπόν φωνή άπό
τόν Ούρανόν καί είπε: «ή ταπεινοφροσύνη».