Γιὰ τὴν Κύπρο μας, Κύριε, ἀγωνιοῦμε, πονοῦμε, Σὲ ἱκετεύουμε. Δὲς τοὺς Ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν, ποὺ χωρὶς τὸν φόβο Σου κινοῦνται καὶ βυσοδομοῦν, δὲς πὼς «συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό» καὶ σχεδιάζουν τὸ ἄδικο καὶ πιέζουν μὲ κάθε εὐκαιρία, μὲ κάθε πρόφαση, μὲ κάθε ἀφορμή.
Ἐμεῖς, ὁ λαός Σου, ἀνήμποροι παραγκωνισμένοι ἁπλοὶ θεατές. Κανένας δὲν μᾶς λογαριάζει. Τὸ νησί μας ἁλυσσόδετο σέρνεται στὴ σκληρή του «μοίρα», στὸ ἀτέλειωτο δράμα του. «Ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν».
Ὦ Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων «ἕως πότε ὀργίζῃ ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν δούλων
Σου»; Πέφτουμε στὰ γόνατα καὶ Σὲ παρακαλοῦμε, μὰ Ἐσὺ παραδόξως ... αὐξάνεις τὴ
δοκιμασία μας, μοιάζεις νὰ δυναμώνεις τὴν ὀργή Σου! Μᾶς ταΐζεις συνεχῶς «ἄρτον
δακρύων» καὶ μᾶς ποτίζεις «ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ».
Ναί, ἁμαρτήσαμε σὲ πολλά. Μὰ καὶ μετανοοῦμε καὶ καταφεύγουμε στὸ Ἐλεός Σου.
Ἂς ἔλθει μπροστὰ τὸ θεῖο θρόνο Σου, δεόμεθα, ἔστω «ὁ στεναγμὸς τῶν
πεπεδημένων», ὁ ἀσίγητος λυγμὸς τῶν ἐκπατρισμένων, καθὼς καὶ ἡ ἐναγώνια
ἱκετευτικὴ κραυγὴ «τοῦ αἵματος τῶν δούλων Σου τοῦ ἐκκεχυμένου». Πόσοι τὸ
1955-59, πόσοι τὸ 1964, πόσοι τὸ 1974 πότισαν μὲ τὸ ἄλικο αἷμα τους αὐτὸ τὸ
χῶμα, ἄφησαν τὴν τελευταία τους πνοή, σὰν προσευχὴ καυτή.
Κύριε, «ἐπίστρεψον ἡμᾶς», γύρισέ μας πίσω στὴν ἀγκάλη Σου καὶ τὴν προστασία
Σου, στὴ γαλήνη, τὴν εὐσέβεια, τὴν ὁμόνοια, τὴν ἀρετή, τὴν προκοπή. Γύρισε τὰ
παιδιὰ τῆς Κύπρου, ποὺ ἔχουν σκορπίσει στοὺς πέντε ἀνέμους, γύρισέ τα στὸν
εὐλογημένο τόπο τους. Ἕνωσέ τα, ἐλεύθερα πιά.
«Ἐπίφανον τὸ Πρόσωπόν Σου». Δεῖξε μας τὴν εὐμένεια καὶ τὴν πατρικὴ στοργή
Σου, χάρισέ μας τὸ Φῶς τῆς δόξας Σου, συγχωρώντας ὅλα τὰ σφάλματά μας. «Καὶ
σωθησόμεθα». Θὰ δοῦμε τὴν ποθητὴ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Καὶ θὰ Σὲ δοξάζουμε.