Ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
Ὁ μέγας Ἐφραίμ ἦταν πάντοτε ἀπασχολημένος μέ ἱερές σκέψεις καί σχεδόν ἀδιάκοπα ἔβλεπε νοερά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως καί πενθοῦσε ἀκατάπαυστα, γι᾿ αὐτό καί ἔφευγε μακριά, ὅπως ὁ ψαλμωδός, καί ἀπέφευγε κάθε θόρυβο καί τρικυμία καί ταραχή τῆς ζωῆς καί ἔμενε στήν ἔρημο.
Πηγαίνοντας πάλι ἀπό τόπο σέ τόπο γιά νά ὠφελήσει καί νά οἰκοδομήσει ψυχές, καταπώς τόν κινοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἄφησε κάποτε τήν πατρίδα του μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἱερός Ἀβραάμ, καί πῆγε στήν Ἐδεσσα τῆς Μεσοποταμίας, ἀπό τή μιά γιά νά προσκυνήσει τά ἱερά της λείψανα καί προσκυνήματα, καί ἀπό τήν ἄλλη γιά νά συναντήσει κανέναν ἀπό τούς μορφωμένους καί νά πάρει ἀπό αὐτόν καρπό γνώσεως. Γι᾿ αὐτό καί παρακάλεσε τόν Θεό λέγοντας:
«Ἰησοῦ Χριστέ, Δέσποτα καί Κύριε τοῦ σύμπαντος, ἀξίωσέ με, μπαίνοντας στήν Ἔδεσσα, νά συναντήσω ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο πού νά μπορεῖ νά μιλήσει μαζί μου γιά τήν οἰκοδομή καί τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς».
Ἔτσι προσευχήθηκε· καί ὅταν ἔφτασε στήν εἴσοδο τῆς πόλης καί πέρασε τήν πύλη της, ἦταν σκεφτικός καί ὅλος προσοχή καί φροντίδα, καθώς συλλογιζόταν πῶς θά συναντοῦσε ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο καί τί θά τόν ρωτοῦσε καί ποιά ὠφέλεια θά κέρδιζε. Καθώς λοιπόν βάδιζε ἔτσι σκεφτικός, τόν συνάντησε μιά γυναίκα, καί μάλιστα πόρνη· αὐτό ὅμως ἦταν ἀπό τόν Θεό πού πολλές φορές, μέ τρόπο μυστηριώδη καί ἀνεξερεύνητο, κάνει νά βγεῖ καλό ἀπό τό κακό.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ λοιπόν, μέ τό πού συνάντησε τήν πόρνη ἐντελῶς ἀντίθετα μέ ὅ, τι περίμενε, στάθηκε νά τήν κοιτάζει ἐπίμονα μέ ἀπορία, ἀνήσυχος καί ταραγμένος, ἐπειδή δέν ἔγινε αὐτό πού ζήτησε στήν προσευχή του ἀλλά τό ἔντελῶς ἀντίθετο. Ἐκείνη πάλι, βλέποντας τον νά τήν κοιτάζει ἔτσι, τόν κοιτοῦσε κα΄ιαὐτή διαπεραστικά.
Ἀφοῦ κοιτάζονταν ἔτσι γιά πολλή ὥρα, θέλησε ὁ μέγας νά τήν κάνει νά ντραπεῖ καί νά τή φέρει στή συστολή πού ταιριάζει στίς γυναῖκες. «Τί λοιπόν, γυναίκα;» τῆς εἶπε. «Δέν κοκκινίζεις νά μέ βλέπεις μέ τά μάτια ἔτσι καρφωμένα ἐπάνω μου;» Καί ἐκείνη ἀπάντησε: «Σ᾿ ἐμένα ἔτσι ταιριάζει, νά βλέπω ἐσένα, γιατί ἔχω πλαστεῖ ἀπό τή δική σου πλευρά. Ἐσύ ὅμως δέν πρέπει νά κοιτάζεις ἐμένα, ἀλλά τό χῶμα ἀπό τό ὁποίο πλάστηκες».
Ὅταν ὁ Ἐφραίμ τό ἄκουσε αὐτό χωρίς διόλου νά τό περιμένει, εὐγνωμονοῦσε τή γυναίκα, ἐπειδή τόν ὠφέλησε πολύ, καί εὐχαριστοῦσε θερμά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος πολλές φορές μπορεῖ νά ὠφελεῖ πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖ πού δέν τό περιμένει κανείς, παρά ἀπό ἐκεῖ πού τό περιμένει.
Ἀπό τό βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου
Ὁ μέγας Ἀρσένιος εἶχε πολύ μεγάλη μόρφωση, καί κοσμική καί χριστιανική, καί ξεπερνοῦσε, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του στήν πολυμάθεια καί τήν ἀρετή, γι᾿ αὐτό καί ἀπό ὅλους διάλεξε αὐτόν ὁ βασιλιάς Θεοδόσιος γιά παιδαγωγό τῶν γιῶν του, τοῦ Ὀνωρίου καί τοῦ Ἀρκαδίου. Ὡστόσο, ἄν καί ἦταν μορφωμένος, ἀλλά καί στή Σκήτη εἶχε ἀσκητέψει πολύν καιρό καί εἶχε ἀποκτήσει περισσότερη θεϊκή γνώση, εἶχε τόση ταπείνωση, ὥστε δέν ντρεπόταν νά ρωτᾶ καί τούς πιό ἄξεστους καί νά ὠφελεῖται ὅσο γινόταν ἀπό αὐτούς.
Κάποτε τόν εἶδε κάποιος νά ρωτᾶ ἕναν Αἰγύπτιο μοναχό καί νά τόν συμβουλεύεται σχετικά μέ λογισμούς. Αὐτό τοῦ φάνηκε πολύ παράξενο καί ζήτησε νά μάθει τήν αἰτία. Ὁ Ἀρσένιος ἀποκρίθηκε: «Δέν τό ἀρνοῦμαι ὅτι ἔχω ἀξιόλογη μόρφωση. Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι τήν ἀλφαβήτα αὐτοῦ τοῦ ἄξεστου δέν τήν ἔμαθα ἀκόμη». Μέ αὐτό πού εἶπε ἐννοοῦσε τή θεάρεστη πράξη καί γνώση.
Κάποια ἄλλη φορά ὁ ἀξιοθαύμαστος Ἀρσένιος πῆγε στόν ποταμό γιά νά ταξιδέψει μέ τό πλοῖο, καί κάποια Αἰθιόπισσα τόν ἔπιασε ἀπό τή μηλωτή. Αὐτός τή μάλωσε πολύ αὐστηρά, καί ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: «Ἄν εἶσαι μοναχός, Ἀρσένιε, πήγαινε στό βουνό». Τά λόγια της αὐτά φάνηκαν ὠφέλιμα στόν Ἀρσένιο.
Πηγή: (Εὐεργετινός τόμος α΄ Ἐκδόσεις: «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»), Ι.Ν. Παντανάσσης