Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Δέν ἐντυπωσιάζομαι βέβαια ἀπ᾿ αὐτό τό σφάλμα, γιατί δέν εἶναι καινούργιο στούς ἀνθρώπους. Μήπως αὐτός δέν ἦταν ὁ πρῶτος πειρασμός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, μέ τόν ὁποῖο ὁ διάβολος παρακίνησε τήν Εὔα νά παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Τήν ἔπεισε δηλαδή, πώς, κι ἄν ἁμαρτήσει, «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖται», γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί σπλαχνικός. «Ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε»1. Τό ἴδιο καί ὁ Ἀδάμ. Ἔφαγε κι αὐτός τόν ἀπαγορευμένο καρπό, μέ τήν ἐλπίδα πώς ὁ Πλάστης του θά τόν συγχωρέσει: «Ἥμαρτεν Ἀδάμ, λογιζόμενος τό θεῖον ἔλεος», ὅπως γράφει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος (βιβλ. ια΄). Καί τί ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη γι᾿ αὐτό θέλεις, ἀδελφέ μου, ὅταν βλέπεις πώς ὁ διάβολος ἔφτασε σέ τόση αὐθάδεια, πού τόλμησε νά πειράξει καί τόν ἴδιο τό Χριστό, μέ ὅπλο καί πάλι τήν ἐλπίδα στό Θεό; Συμβούλεψε δηλαδή ὁ μιαρός τόν Κύριο νά γκρεμιστεῖ ἀπό τό ψηλότερο σημεῖο τοῦ ναοῦ, λέγοντας Του πώς ὁ Θεός θά ἔστελνε ἀγγέλους νά Τόν κρατήσουν, γιά νά μήν πάθει κανένα κακό: «Βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γάρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ, καί ἐπί χειρῶν ἀροῦσι σε, μήποτε προσκόψῃς πρός λίθον τόν πόδα σου»2. Δέν πρέπει λοιπόν ν᾿ ἀπορεῖ κανείς, πού μ᾿ αὐτό τόν ἀπατηλό λογισμό πειράζει πολλές φορές ὁ ἐχθρός τούς χριστιανούς, παρακινώντας τους νά πέφτουν σέ κάθε ἀνομία καί νά προσθέτουν σέ μιά ἁμαρτία χίλιες ἄλλες ἀκόμα, μέ τήν ἀλπίδα ὅτι θά ἐξομολογηθοῦν καί θά συγχωρεθοῦν. Ἀλλά ἐκεῖνο πού θαυμάζει κανείς, εἶναι τό ὅτι οἱ χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν μιά ἀπάτη τοῦ διαβόλου τόσο ψηλαφητή καί φανερή. Κι ἔτσι τήν ἐξομολόγηση καί τή μετάνοια, δηλαδή τήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι αἰτία τῆς σωτηρίας τους, τήν κάνουν αἰτία τῆς καταστροφῆς τους. Καί ὅπως τό φαρμακερό ἐκεῖνο χορτάρι, πού λέγεται νάπελο, μεταβάλλει σέ φαρμάκι καί τήν πιό γλυκιά δροσιά τ᾿ οὐρανοῦ, ἔτσι κι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, μεταβάλλουν σέ φαρμάκι καί σέ θάνατό τους τό γλυκύτατο καί σωτήριο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό αἷμα, πού ἀκολουθεῖ τό λουτρό τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετάνοιας γιά νά σβήνει κάθε ἁμαρτία τους, τό κάνουν ν᾿ αὐξάνει τίς ἁμαρτίες τους! Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη ἀνομία ἀπ᾿ αὐτή; Τί ἄλλο κάννουμε ἔτσι, ἀπό τό νά μεταχειριζόμαστε τό γιατρικό μας γιά θρίαμβο τοῦ διαβόλου; Ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος: «Τό φάρμακον ἡμῶν αὐτῷ τῷ διαβόλῳ γίνεται θρίαμβος»3. Πιστεύω, πώς οἱ περισσότεροι χριστιανοί θά κολαστοῦν ἀπ᾿ αὐτή τήν πονηρή καί πλανεμένη ἐλπίδα, πού σιγά-σιγά θά τούς ὁδηγήσει στό φρικτό γκρεμό τοῦ ἅδη. Μολονότι ξέρουν πώς ἑτοιμάζεται αἰώνια κόλαση γιά κείνους πού ἁμαρτάνουν, δέν διορθώνονται, γιατί πιστεύουν πώς ἡ θεραπεία τῶν ἁμαρτιῶν τους γίνεται πρόχειρα καί εὔκολα μέ τό νά ἐξομολογηθοῦν στόν πνευματικό καί νά πάρουν, ἴσως, κι ἕναν ἐλαφρότατο κανόνα. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτό εἰρηνεύουν καί ἀδιαφοροῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, νομίζοντας πώς ξεπληρώσαν τό χρέος τους.
Ἄς δοῦμε ὅμως τίς ζημιές πού προξενοῦν στόν ἑαυτό τους, ἐκεῖνοι πού ἁμαρτάνουν μέ τήν ἐλπίδα τῆς κατοπινῆς ἐξομολογήσεως.
Πρῶτη ζημιά εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν πού κάνουν.
Γιατί ἔχοντας εὔκολη τήν ἐξομολόγηση καί νομίζοντας πώς σ᾿ αὐτό
συνίσταται ὅλη κι ὅλη ἡ μετάνοια, πέφτουν οἱ ταλαίπωροι στά πάθη,
ἀφήνοντας ἐλεύθερο τό χαλινάρι τοῦ λογικοῦ καί τῆς προσοχῆς καί
τρέχοντας σάν τ᾿ ἄλογα ζῶα στή στράτα τῆς ἀπώλειας. Ποιός μπορεῖ νά
μετρήσει τίς πτώσεις τους; Ὅσες φορές τούς ἔρθει κακή ἐπιθυμία καί βροῦν
τήν κατάλληλη εὐκαιρία, πέφτουν στήν ἁμαρτία. Ὅσες φορές τούς ἔρθει
κακός λογισμός, κάνουν τά ἔργα τῆς ἀνομίας.
Ὕστερ᾿ ἀπ’αὐτά καταλαβαίνει κανείς, πώς ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θ᾿ ἀνοίξει τίς πύλες τοῦ ἄδη σέ κάθε τέτοιον ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο τό προφητικό στόμα τοῦ Ἱερεμία λέει: «Εἰς ἀλγηρόν ἰατρεύθης, ὠφέλειά σοι οὐκ ἔστι. Ἐπί πᾶσαν ἀδικίαν σου ἐπλήθυναν αἱ ἁμαρτίαι σου»4. Θεραπεύτηκες, ἀλλά δέν ὠφελήθηκες. Πολλές φορές ἐξομολογήθηκες. Μά μολονότι ἡ ἐξομολόγηση δόθηκε γιά νά θανατώνει τίς ἁμαρτίες σου, ἐξαιτίας τῆς δικῆς σου πονηρίας συνετέλεσε στήν αὔξησή τους. Γιατρεύτηκες, ἀλλά δέν πῆρες καμιά ὠφέλεια. Αὐτό πού παίρνεις ἀπό τόσες ἐξομολογήσεις, εἶναι τό νά προσσθέτεις καί νέες ἁμαρτίες στίς παλιές. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης, τήν ψυχή ἐκείνη πού ἐξομολογεῖται καί πάλι ἁμαρτάνει συνειδητά, τή θεωρεῖ ἄξια νά ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τό Θεό. Λέει ἀλληγορικά: «Ἰατρεύσαμεν τήν Βαβυλῶνα, καί οὐκ ἰάθη· ἐγκαταλίπωμεν αὐτήν, ὅτι ἤγγικεν εἰς οὐρανόν τό κρῖμα αὐτῆς»5.
Ἡ δεύτερη ζημιά πού προξενοῦν στόν ἑαυτό τους ὅσοι ἁμαρτάνουν μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως, εἶναι ἡ βαρύτητα τῶν ἁμαρτιῶν πού κάνουν. Γιατί μέ τόν πλανερό λογισμό, “Θά ἐξομολογηθῶ μετά”, ἁμαρτάνουν χωρίς συστολή. Καί ἔτσι βυθίζονται στό βρωμερότερο βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ἐκεῖ ὅπου δέν κυλιοῦνται οὔτε ἄπιστοι.
Ἡ τρίτη ζημιά πού προξενοῦν στόν ἑαυτό τους, εἶναι ἡ καταφρόνηση πού σιγά-σιγά δείχνουν γιά τή σωτηρία τους καί γιά τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Γιατί ὅπως σοφά λέει ὁ Σολομών, «ὅταν ἔλθῃ ἀσεβής εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ»6. Ὅταν λοιπόν φτάσουν στά ἔσχατα τῆς ἀνομίας, τότε πωρώνεται ὁ νοῦς τους, σκληραίνει ἡ καρδιά τους καί δέν ὑπολογίζουν πιά τήν ἁμαρτία γιά τίποτα. Γιατί «ἡ συγχωρήσεως εὐχέρεια, ἐνδόσιμον παρέχει τοῦ ἁμαρτάνειν», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος. Μερικοί μάλιστα ὄχι μόνο καταφρονοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί καυχιῶνται γιά τίς ἀνομίες τους σά νά εἶναι μεγάλα κατορθώματα, ὅπως λέει πάλι ὁ Σολομών: «Ὤ, οἱ εὐφραινόμενοι ἐπί κακοῖς καί χαίροντες ἐπί διαστροφῇ κακῇ»7. Καί αὐτοί πού ἔλεγαν πρῶτα, “Ἄς ἁμαρτήσω καί θά ἐξομολογηθῶ· ἄς πέσω, καί θά μετανοήσω”, φτάνουν μετά στό σειμεῖο νά μή θέλουν οὔτε νά ἐξομολογηθοῦν οὔτε νά μετανοήσουν. Μά κι ἄν καμιά φορά θελήσουν, δέν μποροῦν. Γιατί ἡ συνήθεια ἔγινε ἕξη καί ἡ ἕξη ἔγινε δεύτερη φύση καί σκλύρυνε σάν πέτρα τήν καρδιά τους καί τήν ἔκανε ἀναίσθητη, ἀνίκανη νά μετανοήσει καί νά διορθωθεῖ. Μερικοί μάλιστα ἀπ᾿ αὐτούς φτάνουν καί στήν ἄρνηση τῆς πίστεως, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ πονηρός βίος γεννάει καί πονηρές δοξασίες.
Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσες ζημιές παθαίνουν ὅσοι ἁμαρτάνουν μέ τήν πλανερή ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως; Γι᾿ αὐτό σοφότατα λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, πώς ὅποιος ξαναπέφτει στήν ἁμαρτία μέ τήν ἐλπίδα τῆς μετάνοιας, αὐτός δέν εἶναι εἰλικρικής στίς σχέσεις του μέ τό Θεό, καί ἀπροσδόκητα θά πεθάνει, χωρίς ν᾿ ἀξιωθεῖ νά μετανοήσει: «Ὁ ἐπ᾿ ἐλπίδι μετανοίας ὀλισθαίνων ἐκ δευτέρου, οὗτος μετά πανουργίας πορεύεται μετά τοῦ Θεοῦ· τοῦτῳ ἀγνώστως ἐπιπίπτει ὁ θάνατος, καί οὐ φθάνει τόν καιρόν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ τά ἔργα τῆς ἀρετῆς πληρῶσαι» (λογ. ξ΄). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει περίπου τό ἴδιο: «Ὁ ἐλπίδι τῆς μετανοίας κακουργῶν, κακουργίας ἔχει τόν τρόπον καί ἀποστερήται μετανοίας» (περί μετανοίας).
Προσευχήσου λοιπόν, ἀδελφέ, νά σέ φωτίσει ὁ Κύριος, γιά νά γνωρίσει τήν πλάνη σου καί ν᾿ ἀπαλλαγεῖς ἀπ᾿ αὐτή τήν πονηρή πρόληψη καί ἀπατηλή ἐλπίδα, μέ τήν ὁποία διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῆς μετάνοιας καί χρησιμοποιεῖται ἡ χάρη τῆς ἐξομολογήσεως γιά τήν ἁμαρτία καί γιά τόν κολασμό σου.
Ἔπειτα, πολέμησε τίς ρίζες αὐτῆς τῆς πλάνης, πού εἶναι ἡ ἄγνοια τῆς οὐσίας τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας.
Ἐκεῖνοι δηλαδή πού ἁμαρτάνουν, προσβλέποντας σέ μελλοντική ἐξομολόγηση, δέν ξέρουν πρῶτα-πρῶτα τί εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Νομίζουν πώς δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, παρά τό νά θυμηθοῦν καί νά φανερώσουν στόν πνευματικό τίς ἁμαρτίες τους. Καί πώς αὐτό εἶν᾿ ἀρκετό γιά νά τούς φέρει κοντά στό Θεό. Ἄν εἶχε ὅμως ἔτσι τό πράγμα, τότε δέν θά ἦταν «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν»8, ὅπως μᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ δρόμος γιά τόν οὐρανό θά ἦταν πλατύτερος κι ἀπό πλατεία. Μήπως εἶναι τάχα μεγάλος κόπος, ἀφοῦ κάνουμε ὅσες ἁμαρτίες θέλουμε, μετά νά πᾶμε καί ἁπλά νά τίς ποῦμε σ᾿ ἕναν πνευματικό; Ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ ἐξομολόγηση θά σταματοῦσε στά λόγια. Καί θά ἦταν ἕνα ξαλάφρωμα τῆς μνήμης περισσότερο παρά τῆς καρδιᾶς. Ἐξομολόγηση ὅμως σημαίνει οὐσιαστική μετάνοια, ἀποστροφή γιά τήν ἁμαρτία, ἐπιστροφή στό Θεό. Καί εἶναι βέβαια ἀναγκαία ἡ ἐξωτερική φανέρωση τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τό στόμα, γιά νά συγχωρηθοῦμε ἀπό τό Θεό διαμέσου τοῦ πνευματικοῦ. Ἀλλά πέρ᾿ ἀπ᾿ αὐτή χρειάζεται καί ἐσωτερκή ἀλλοίωση, συντριβή, πόνος – πόνος τόσο δυνατός καί δραστικός, πού νά κυριεύει τήν καρδιά καί νά μήν τήν ἀφήνει νά νικιέται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας. Ἕνας τέτοιος πόνος πληγώνει καίρια τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, πληγώνει τόν ἴδιο τό διάβολο, πού μέσ᾿ ἀκριβῶς ἀπό τήν καρδιά μας λαλεῖ κάθε κακό: «ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖα, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι»9. Γι᾿ αὐτό ὁ πόνος καί ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς εἶναι ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀπαραίτητος ὅρος τῆς γνήσιας μετάνοιας. Πρέπει νά προηγηθεῖ αὐτή ἡ συντριβή, κι ἔπειτα ν᾿ ἀκολουθήσει τό πλησίασμά μας στό Θεό, ὅπως λέει ὁ προφήτης: «Διαρήξατε τάς καρδίας ὑμῶν καί ἐπιστράφητε πρός Κύριον τόν Θεόν ὑμῶν»10.
Ὅποιος λοιπόν ἀρκεῖται σέ μιά τυπική ἐξωτερική ἐξομολόγηση, δέν κάνει τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά καθαρίζει τήν ἐπιφάνεια, θά λέγαμε, τῆς καρδιᾶς του, ἐνῶ τό ἐσωτερικό της μένει γεμάτο ἀκαθαρσία. Αὐτό ὅμως ἔκαναν καί οἱ Φαρισαῖοι, τούς ὁποίους ὁ Κύριος καυτηρίασε ἀλληγορικά: «Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τό ἐντός τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καί τό ἐκτός αὐτῶν καθαρόν»11.
1 Α΄ Τιμ. Β΄ : 14.
2 Ματθ. Δ΄ : 6.
3 Βιβλ. Β΄, περί μετανοίας.
4 Ἱερ. 37 : 13, 14.
5 Ἱερ. 28 : 9.
6 Παρ. 18 : 3.
7 Παρ. 2 : 14.
8 Ματθ. Ζ΄ : 14.
9 Ματθ. Ιε΄ : 19.
10 Ἰωήλ β΄ : 13.
11 Ματθ. Κγ΄ : 26.
Δέν ὑπάρχει πραματευτής τόσο παράλογος, πού νά πέταξε τήν πραμάτεια
του στή θάλασσα, καί νά ἐλπίζει πώς θά τήν πάρει πάλι πίσω. Καί ὅμως,
ὑπάρχουν χριστιανοί τόσο παράλογοι, ποῦ πετᾶνε θεληματικά τήν καθαρότητα
τῆς ψυχῆς τους καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ – τό μεγαλύτερο χάρισμα πού μπορεῖ
νά μᾶς δώσει ἐδῶ ὁ Κύριος μας –, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θ᾿ ἀποκτήσουν πάλι τά
οὐράνια χαρίσματα καί τήν προηγούμενη καθαρότητα μέ τήν ἐξομολόγηση καί
τή μετάνοια. Καί γίνονται, οἱ ταλαίπωροι, ἁλυσοδεμένοι σκλάβοι τοῦ ἅδη,
νομίζοντας ὅτι μποροῦν νά κόψουν τίς ἁλυσίδες κατά τήν ὄρεξή τους. Καί
πηγαίνουν μπροστά στό διάβολο μέ τά κλειδιά τῆς ψυχῆς τους στά χέρια,
θαρρώντας πώς μποροῦν νά τοῦ τά πάρουν πάλι πίσω, ὅταν θελήσουν.
Δέν ἐντυπωσιάζομαι βέβαια ἀπ᾿ αὐτό τό σφάλμα, γιατί δέν εἶναι καινούργιο στούς ἀνθρώπους. Μήπως αὐτός δέν ἦταν ὁ πρῶτος πειρασμός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, μέ τόν ὁποῖο ὁ διάβολος παρακίνησε τήν Εὔα νά παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Τήν ἔπεισε δηλαδή, πώς, κι ἄν ἁμαρτήσει, «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖται», γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί σπλαχνικός. «Ἡ δέ γυνή ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε»1. Τό ἴδιο καί ὁ Ἀδάμ. Ἔφαγε κι αὐτός τόν ἀπαγορευμένο καρπό, μέ τήν ἐλπίδα πώς ὁ Πλάστης του θά τόν συγχωρέσει: «Ἥμαρτεν Ἀδάμ, λογιζόμενος τό θεῖον ἔλεος», ὅπως γράφει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος (βιβλ. ια΄). Καί τί ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη γι᾿ αὐτό θέλεις, ἀδελφέ μου, ὅταν βλέπεις πώς ὁ διάβολος ἔφτασε σέ τόση αὐθάδεια, πού τόλμησε νά πειράξει καί τόν ἴδιο τό Χριστό, μέ ὅπλο καί πάλι τήν ἐλπίδα στό Θεό; Συμβούλεψε δηλαδή ὁ μιαρός τόν Κύριο νά γκρεμιστεῖ ἀπό τό ψηλότερο σημεῖο τοῦ ναοῦ, λέγοντας Του πώς ὁ Θεός θά ἔστελνε ἀγγέλους νά Τόν κρατήσουν, γιά νά μήν πάθει κανένα κακό: «Βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γάρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ, καί ἐπί χειρῶν ἀροῦσι σε, μήποτε προσκόψῃς πρός λίθον τόν πόδα σου»2. Δέν πρέπει λοιπόν ν᾿ ἀπορεῖ κανείς, πού μ᾿ αὐτό τόν ἀπατηλό λογισμό πειράζει πολλές φορές ὁ ἐχθρός τούς χριστιανούς, παρακινώντας τους νά πέφτουν σέ κάθε ἀνομία καί νά προσθέτουν σέ μιά ἁμαρτία χίλιες ἄλλες ἀκόμα, μέ τήν ἀλπίδα ὅτι θά ἐξομολογηθοῦν καί θά συγχωρεθοῦν. Ἀλλά ἐκεῖνο πού θαυμάζει κανείς, εἶναι τό ὅτι οἱ χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν μιά ἀπάτη τοῦ διαβόλου τόσο ψηλαφητή καί φανερή. Κι ἔτσι τήν ἐξομολόγηση καί τή μετάνοια, δηλαδή τήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι αἰτία τῆς σωτηρίας τους, τήν κάνουν αἰτία τῆς καταστροφῆς τους. Καί ὅπως τό φαρμακερό ἐκεῖνο χορτάρι, πού λέγεται νάπελο, μεταβάλλει σέ φαρμάκι καί τήν πιό γλυκιά δροσιά τ᾿ οὐρανοῦ, ἔτσι κι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, μεταβάλλουν σέ φαρμάκι καί σέ θάνατό τους τό γλυκύτατο καί σωτήριο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό αἷμα, πού ἀκολουθεῖ τό λουτρό τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετάνοιας γιά νά σβήνει κάθε ἁμαρτία τους, τό κάνουν ν᾿ αὐξάνει τίς ἁμαρτίες τους! Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη ἀνομία ἀπ᾿ αὐτή; Τί ἄλλο κάννουμε ἔτσι, ἀπό τό νά μεταχειριζόμαστε τό γιατρικό μας γιά θρίαμβο τοῦ διαβόλου; Ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος: «Τό φάρμακον ἡμῶν αὐτῷ τῷ διαβόλῳ γίνεται θρίαμβος»3. Πιστεύω, πώς οἱ περισσότεροι χριστιανοί θά κολαστοῦν ἀπ᾿ αὐτή τήν πονηρή καί πλανεμένη ἐλπίδα, πού σιγά-σιγά θά τούς ὁδηγήσει στό φρικτό γκρεμό τοῦ ἅδη. Μολονότι ξέρουν πώς ἑτοιμάζεται αἰώνια κόλαση γιά κείνους πού ἁμαρτάνουν, δέν διορθώνονται, γιατί πιστεύουν πώς ἡ θεραπεία τῶν ἁμαρτιῶν τους γίνεται πρόχειρα καί εὔκολα μέ τό νά ἐξομολογηθοῦν στόν πνευματικό καί νά πάρουν, ἴσως, κι ἕναν ἐλαφρότατο κανόνα. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτό εἰρηνεύουν καί ἀδιαφοροῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, νομίζοντας πώς ξεπληρώσαν τό χρέος τους.
Ὕστερ᾿ ἀπ’αὐτά καταλαβαίνει κανείς, πώς ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θ᾿ ἀνοίξει τίς πύλες τοῦ ἄδη σέ κάθε τέτοιον ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο τό προφητικό στόμα τοῦ Ἱερεμία λέει: «Εἰς ἀλγηρόν ἰατρεύθης, ὠφέλειά σοι οὐκ ἔστι. Ἐπί πᾶσαν ἀδικίαν σου ἐπλήθυναν αἱ ἁμαρτίαι σου»4. Θεραπεύτηκες, ἀλλά δέν ὠφελήθηκες. Πολλές φορές ἐξομολογήθηκες. Μά μολονότι ἡ ἐξομολόγηση δόθηκε γιά νά θανατώνει τίς ἁμαρτίες σου, ἐξαιτίας τῆς δικῆς σου πονηρίας συνετέλεσε στήν αὔξησή τους. Γιατρεύτηκες, ἀλλά δέν πῆρες καμιά ὠφέλεια. Αὐτό πού παίρνεις ἀπό τόσες ἐξομολογήσεις, εἶναι τό νά προσσθέτεις καί νέες ἁμαρτίες στίς παλιές. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης, τήν ψυχή ἐκείνη πού ἐξομολογεῖται καί πάλι ἁμαρτάνει συνειδητά, τή θεωρεῖ ἄξια νά ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τό Θεό. Λέει ἀλληγορικά: «Ἰατρεύσαμεν τήν Βαβυλῶνα, καί οὐκ ἰάθη· ἐγκαταλίπωμεν αὐτήν, ὅτι ἤγγικεν εἰς οὐρανόν τό κρῖμα αὐτῆς»5.
Ἡ δεύτερη ζημιά πού προξενοῦν στόν ἑαυτό τους ὅσοι ἁμαρτάνουν μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως, εἶναι ἡ βαρύτητα τῶν ἁμαρτιῶν πού κάνουν. Γιατί μέ τόν πλανερό λογισμό, “Θά ἐξομολογηθῶ μετά”, ἁμαρτάνουν χωρίς συστολή. Καί ἔτσι βυθίζονται στό βρωμερότερο βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ἐκεῖ ὅπου δέν κυλιοῦνται οὔτε ἄπιστοι.
Ἡ τρίτη ζημιά πού προξενοῦν στόν ἑαυτό τους, εἶναι ἡ καταφρόνηση πού σιγά-σιγά δείχνουν γιά τή σωτηρία τους καί γιά τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Γιατί ὅπως σοφά λέει ὁ Σολομών, «ὅταν ἔλθῃ ἀσεβής εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ»6. Ὅταν λοιπόν φτάσουν στά ἔσχατα τῆς ἀνομίας, τότε πωρώνεται ὁ νοῦς τους, σκληραίνει ἡ καρδιά τους καί δέν ὑπολογίζουν πιά τήν ἁμαρτία γιά τίποτα. Γιατί «ἡ συγχωρήσεως εὐχέρεια, ἐνδόσιμον παρέχει τοῦ ἁμαρτάνειν», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος. Μερικοί μάλιστα ὄχι μόνο καταφρονοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί καυχιῶνται γιά τίς ἀνομίες τους σά νά εἶναι μεγάλα κατορθώματα, ὅπως λέει πάλι ὁ Σολομών: «Ὤ, οἱ εὐφραινόμενοι ἐπί κακοῖς καί χαίροντες ἐπί διαστροφῇ κακῇ»7. Καί αὐτοί πού ἔλεγαν πρῶτα, “Ἄς ἁμαρτήσω καί θά ἐξομολογηθῶ· ἄς πέσω, καί θά μετανοήσω”, φτάνουν μετά στό σειμεῖο νά μή θέλουν οὔτε νά ἐξομολογηθοῦν οὔτε νά μετανοήσουν. Μά κι ἄν καμιά φορά θελήσουν, δέν μποροῦν. Γιατί ἡ συνήθεια ἔγινε ἕξη καί ἡ ἕξη ἔγινε δεύτερη φύση καί σκλύρυνε σάν πέτρα τήν καρδιά τους καί τήν ἔκανε ἀναίσθητη, ἀνίκανη νά μετανοήσει καί νά διορθωθεῖ. Μερικοί μάλιστα ἀπ᾿ αὐτούς φτάνουν καί στήν ἄρνηση τῆς πίστεως, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ πονηρός βίος γεννάει καί πονηρές δοξασίες.
Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσες ζημιές παθαίνουν ὅσοι ἁμαρτάνουν μέ τήν πλανερή ἐλπίδα τῆς ἐξομολογήσεως; Γι᾿ αὐτό σοφότατα λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, πώς ὅποιος ξαναπέφτει στήν ἁμαρτία μέ τήν ἐλπίδα τῆς μετάνοιας, αὐτός δέν εἶναι εἰλικρικής στίς σχέσεις του μέ τό Θεό, καί ἀπροσδόκητα θά πεθάνει, χωρίς ν᾿ ἀξιωθεῖ νά μετανοήσει: «Ὁ ἐπ᾿ ἐλπίδι μετανοίας ὀλισθαίνων ἐκ δευτέρου, οὗτος μετά πανουργίας πορεύεται μετά τοῦ Θεοῦ· τοῦτῳ ἀγνώστως ἐπιπίπτει ὁ θάνατος, καί οὐ φθάνει τόν καιρόν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ τά ἔργα τῆς ἀρετῆς πληρῶσαι» (λογ. ξ΄). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει περίπου τό ἴδιο: «Ὁ ἐλπίδι τῆς μετανοίας κακουργῶν, κακουργίας ἔχει τόν τρόπον καί ἀποστερήται μετανοίας» (περί μετανοίας).
Προσευχήσου λοιπόν, ἀδελφέ, νά σέ φωτίσει ὁ Κύριος, γιά νά γνωρίσει τήν πλάνη σου καί ν᾿ ἀπαλλαγεῖς ἀπ᾿ αὐτή τήν πονηρή πρόληψη καί ἀπατηλή ἐλπίδα, μέ τήν ὁποία διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῆς μετάνοιας καί χρησιμοποιεῖται ἡ χάρη τῆς ἐξομολογήσεως γιά τήν ἁμαρτία καί γιά τόν κολασμό σου.
Ἔπειτα, πολέμησε τίς ρίζες αὐτῆς τῆς πλάνης, πού εἶναι ἡ ἄγνοια τῆς οὐσίας τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας.
Ἐκεῖνοι δηλαδή πού ἁμαρτάνουν, προσβλέποντας σέ μελλοντική ἐξομολόγηση, δέν ξέρουν πρῶτα-πρῶτα τί εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Νομίζουν πώς δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, παρά τό νά θυμηθοῦν καί νά φανερώσουν στόν πνευματικό τίς ἁμαρτίες τους. Καί πώς αὐτό εἶν᾿ ἀρκετό γιά νά τούς φέρει κοντά στό Θεό. Ἄν εἶχε ὅμως ἔτσι τό πράγμα, τότε δέν θά ἦταν «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν»8, ὅπως μᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ δρόμος γιά τόν οὐρανό θά ἦταν πλατύτερος κι ἀπό πλατεία. Μήπως εἶναι τάχα μεγάλος κόπος, ἀφοῦ κάνουμε ὅσες ἁμαρτίες θέλουμε, μετά νά πᾶμε καί ἁπλά νά τίς ποῦμε σ᾿ ἕναν πνευματικό; Ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ ἐξομολόγηση θά σταματοῦσε στά λόγια. Καί θά ἦταν ἕνα ξαλάφρωμα τῆς μνήμης περισσότερο παρά τῆς καρδιᾶς. Ἐξομολόγηση ὅμως σημαίνει οὐσιαστική μετάνοια, ἀποστροφή γιά τήν ἁμαρτία, ἐπιστροφή στό Θεό. Καί εἶναι βέβαια ἀναγκαία ἡ ἐξωτερική φανέρωση τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τό στόμα, γιά νά συγχωρηθοῦμε ἀπό τό Θεό διαμέσου τοῦ πνευματικοῦ. Ἀλλά πέρ᾿ ἀπ᾿ αὐτή χρειάζεται καί ἐσωτερκή ἀλλοίωση, συντριβή, πόνος – πόνος τόσο δυνατός καί δραστικός, πού νά κυριεύει τήν καρδιά καί νά μήν τήν ἀφήνει νά νικιέται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας. Ἕνας τέτοιος πόνος πληγώνει καίρια τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, πληγώνει τόν ἴδιο τό διάβολο, πού μέσ᾿ ἀκριβῶς ἀπό τήν καρδιά μας λαλεῖ κάθε κακό: «ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖα, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι»9. Γι᾿ αὐτό ὁ πόνος καί ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς εἶναι ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀπαραίτητος ὅρος τῆς γνήσιας μετάνοιας. Πρέπει νά προηγηθεῖ αὐτή ἡ συντριβή, κι ἔπειτα ν᾿ ἀκολουθήσει τό πλησίασμά μας στό Θεό, ὅπως λέει ὁ προφήτης: «Διαρήξατε τάς καρδίας ὑμῶν καί ἐπιστράφητε πρός Κύριον τόν Θεόν ὑμῶν»10.
Ὅποιος λοιπόν ἀρκεῖται σέ μιά τυπική ἐξωτερική ἐξομολόγηση, δέν κάνει τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά καθαρίζει τήν ἐπιφάνεια, θά λέγαμε, τῆς καρδιᾶς του, ἐνῶ τό ἐσωτερικό της μένει γεμάτο ἀκαθαρσία. Αὐτό ὅμως ἔκαναν καί οἱ Φαρισαῖοι, τούς ὁποίους ὁ Κύριος καυτηρίασε ἀλληγορικά: «Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τό ἐντός τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καί τό ἐκτός αὐτῶν καθαρόν»11.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Παρακλήτου γιά τήν
ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης, Χριστός, Παναγία, Η άλλη όψη