Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Εις την εν Άδῃ του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατάβασιν, και τον ληστήν


Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

ΑΛΗΘΕΙΑ, πόσο ἐκπληκτικὰ καὶ παράδοξα εἶναι τὰ πράγματα, ἀδελφοί. Ὁ ληστὴς νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὁ Ἰούδας ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν διάβολο. Τὸ φῶς ἔγινε σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι μεταβλήθηκε σὲ φῶς. Τὸ ἀρνὶ ἔγινε λύκος, καὶ ὁ λύκος ἀρνί. Ὁ ληστὴς ἐνῶ ἦταν κρεμασμένος στὰ καρφιά, ἀσπάζονταν τὸν Σωτήρα, λέγοντας μὲ πίστη: Θυμήσου με Κύριε στὴ βασιλεία σου. Κι ὁ μαθητὴς (ὁ Ἰούδας) μὲ τὰ χείλη του προσφέρει τὸ φιλὶ (στὸν Χριστό), ἐνῶ στὴν καρδιὰ του προετοίμαζε (γιὰ τὸ Χριστὸ) τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ.

Μὲ τὰ χείλη τοῦ μιλοῦσε χαρούμενα, ἐνῶ ἀπ’ τὴν καρδιὰ του ἔβγανε πικρία καὶ δόλο. Λέγοντας τὸ χαῖρε ραββί, τοῦ προσφέρει τὸ φίλημα. Ταυτόχρονα στραμμένος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ νόημα τοὺς καλεῖ νὰ δέσουν καὶ νὰ πάρουν τὸ Χριστό.

Ἀλήθεια, παράνομε Ἰούδα, ἐσὺ δίνεις τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε νὰ συλλάβουν αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι: ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος μου, ἡ δὲ γῆ βρίσκεται κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μου; Ἂν καὶ ἤθελα ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ σταματήσω τὴν ὁμιλία, βλέποντας ὅμως τὴν ἀγάπη σας προτιμῶ νὰ στενοχωρήσω τὸ στόμα μου. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκοῦτε μὲ προτρέπει νὰ μακρύνω τὸ λόγο, γι’ αὐτὸ θὰ συνεχίσω τὴν ὁμιλία.

Εἶπε ὁ Ἰούδας: «Χαῖρε ραββί». Ὁ δὲ φιλάνθρωπος Δεσπότης, νικώντας μὲ τὴν ἀνεξικακία του τὴν πονηριὰ τοῦ προδότη, τοῦ εἶπε: Καλά, φίλε, γιὰ ποιὸ λόγο ἦρθες; Σὲ φιλῶ Ἰούδα. Ὄχι γιὰ νὰ σου χαρίσω τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπέβαλες (ἀπέρριψες), ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀδειάσω (νὰ πάρω πίσω) τὴ χάρη πού σοῦ ἔδωσα. Γιατί ἕνα ἀνάξιο δοχεῖο (χάριτος ὅπως ἔγινες ἐσύ), δὲν μπορεῖ, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βαστάζει (νὰ ἔχει μέσα του) τὸ ἐπουράνιο μυστήριο.
Γιατί ὅμως λέω μόνο γιὰ τὸν Ἰούδα; Ὁ Πέτρος ποὺ δέχτηκε τὸ κλειδὶ τῆς βασιλείας, ὅταν ἔβλεπε τὸν βασιλιᾶ τῆς δόξης νὰ ὁδηγεῖται στὸ σταυρό, πέταξε τὰ κλειδιὰ καὶ ἔφυγε. Ὁ ληστής, ὅμως, ποὺ ἄνοιγε τὶς πόρτες ἀπ’ τὰ σπίτια τῶν πλουσίων, (ἔκλεβε), αὐτὸς ἅρπαξε τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Παραδείσου.

Ὁ Πέτρος, ποὺ ἔλεγε πὼς ἂν χρειασθεῖ ἀκόμα καὶ νὰ πεθάνω μαζί σου (μὲ τὸν Χριστό), δὲν θὰ σὲ ἀρνηθῶ, τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές. Ὁ ληστὴς ὅμως ἐνῶ δὲν ὑποσχέθηκε τίποτα μὲ τὰ λόγια, τελικῶς πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, λέγοντας: Θυμήσου με Κύριε στὴ βασιλεία σου.

Ὁ ληστὴς δὲν φοβήθηκε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, ἐνῶ ὁ Πέτρος δὲν ἄντεξε οὔτε τὴν ἀπειλὴ μιᾶς κοπέλας. Ὁ ληστὴς φώναξε δυνατά: Θυμήσου με Κύριε. Κι’ ὁ Πέτρος (τὴν ἴδια στιγμὴ) ἔλεγε δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸν ποὺ προηγουμένως τὸν ἀποκαλοῦσε Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πέτρος ποὺ περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα, ἀρνήθηκε αὐτὸν ποὺ ἔκανε πεζόδρομο τὴν ὑγρὰ φύση ( ἐρυθρὰ θάλασσα). Ὁ ληστὴς, ποὺ δὲν βάδισε πάνω στὴν πλάτη τῆς θάλασσας, ἀλλὰ πήγαινε στὶς πόρτες τῶν πλουσίων (γιὰ νὰ κλέψει), φώναξε θυμήσου με Κύριε.

Τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου ποὺ ἔλεγαν ὅτι: μποροῦμε νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο (τοῦ σωτηρίου πάθους) ποὺ πρόκειται νὰ πιεῖς (γιατί αὐτὸ ἦταν τὸν καιρὸ τοῦ πάθους τὸ ποτήριο τοῦ σωτηρίου), τελικῶς ἔφυγαν. Ἐνῶ ὁ ληστὴς ἅρπαξε ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Ζεβεδαίου τὸ ποτήριο τοῦ σωτηρίου, λέγοντας: Θὰ πάρω (θὰ πιῶ) τὸ σωτήριο ποτήρι καὶ θὰ καλέσω τὸν Θεὸ νὰ μὲ προστατεύσει.

Ὁ Θωμᾶς ποὺ περιεργάζονταν καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἑρμηνεύσει τὸ μυστήριο, ἔλεγε στοὺς συμμαθητές του: Ἂς πᾶμε κι’ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ σταυρώνεται, ἔφυγε. Ὅταν τὸν βλέπει σταυρωμένο φεύγει καὶ ὅταν τὸν βλέπει ἀναστημένο διστάζει, λέγοντας: Ἂν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω. Ἀλλὰ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος κατέβηκε γιὰ ἕνα πρόβατο, δὲν τὸ περιφρόνησε αὐτὸ τὸ ἕνα, ἀλλὰ τὸ σήκωσε στὸν ὦμο του, εἶπε στὸν Θωμᾶ: Βάλε τὸ δάχτυλό σου στὴν πλευρά μου. Ἐγὼ ἀνέχτηκα (ὑπέμεινα) τὸν πόνο πού μοῦ προκάλεσε ἡ λόγχη τοῦ στρατιώτη καὶ δὲν θὰ ἀνεχθῶ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἀποστόλου;

Ἀλλὰ ληστὴ τῶν καλῶν, σ’ ἐσένα τώρα ἀπευθύνω τὸ λόγο, πῶς διδάχτηκες νὰ ληστεύεις; Ἐσὺ δὲν ἔγινες (δὲ ὑπῆρξες) μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς συμβαίνει τώρα νὰ τὸν ἀποκαλεῖς δημιουργό, λέγοντας: Θυμήσου με Κύριε στὴ βασιλεία σου; Πολὺ καλὰ μίλησες. Πίστεψες μὲ εὐλάβεια. Πολλὲς φορὲς κινδύνεψες κλέβοντας, καὶ ἀνοίγοντας τοὺς θησαυροὺς τῶν πλουσίων. Ὅμως δὲν βρῆκες πουθενὰ τέτοιο μαργαριτάρι, ὅπως ὁ Χριστός. Δὲν ἔγινες ἀπόστολος. Δὲν ἄκουσες τὸν νομοθέτη νὰ λέει: Θὰ δεῖτε τὴ ζωή μας κρεμασμένη. Ἐν τούτοις, ἐνῶ ἤσουνα κρεμασμένος πάνω στὸ ξύλο (τὸ σταυρό), συνέλεξες (ὡς ὥριμο καρπὸ) τὴ ζωή. Δὲν ἄκουσες τὸν Ἡσαΐα νὰ λέει: «Μὲ τὸ χτύπημα τοῦ πάθους, τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων δέχτηκαν τὴ θεραπεία». Πῶς συνέβη ἐσὺ μὲ τὰ πάθη νὰ θεραπευθεῖς;

Ναὶ πράγματι βλέποντας ὁλόκληρη τὴν κτίση νὰ κινεῖται, νὰ τρέμει, καὶ τὸν Δεσπότη νὰ εἶναι κρεμασμένος πάνω στὸ σταυρό, γνωρίζω ὅτι εἶναι ὁ ποιητὴς τῆς κτίσεως. Γιατί ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ ποιητὴς ὅλων, ὁ ἥλιος δὲν θὰ ἔκρυβε τὶς ἀκτίνες του ἀπὸ ντροπή, βλέποντάς τον γυμνὸ (πάνω στὸ σταυρό), σκορπώντας ἔτσι τὸ σκοτάδι σ’ αὐτοὺς ποὺ μάχονταν τὸν Θεό. Ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τότε βλέποντάς τον πάνω στὸ σταυρό, δὲν θὰ ντύνονταν τὸ σκοτάδι σὰν νὰ φοροῦσε σάκο.

Ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ Δεσπότης ὅλης τῆς γῆς, αὐτὴ δὲν θὰ βογκοῦσε ἀπ’ τὰ θεμέλιά της, ὅταν δέχτηκε πάνω της τὸ αἷμα, ποὺ ἔτρεξε ἀπ’ τὴν πλευρά Του. Ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ Δεσπότης καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τότε ὁ θάνατος δὲν θὰ καταλύονταν ὅταν τὸν πλησίασε (ὁ Χριστός), οὔτε θὰ ἀνοίγονταν τὰ μνήματα τῶν ἁγίων. Ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ Κύριος τοῦ Ναοῦ (τοῦ Σολομώντα), τότε δὲν θὰ σκιζόταν στὴ μέση τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπε νὰ σταυρώνεται.

ΑΝ αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ ὑποστεῖ τὸν θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τότε δὲν θὰ παρακαλοῦσε ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν, λέγοντας: Πατέρα, συγχώρησέ τους, γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν. Διότι ὁ θάνατος αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) τοὺς ἀνάστησε ὅλους μαζί. Γιατί ὁ Χριστὸς κατεβαίνει μόνος του στὸν Ἅδη, καὶ ἀναβαίνει ἀπ’ αὐτὸν παίρνοντας μαζί του ὅλους ὅσοι ἦταν ἐκεῖ. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ληστὴς ὅταν κραύγαζε, δὲν ἔλεγε: Κύριε θυμήσου με ὅταν τὰ πράγματα γίνουν καλὰ γιὰ σένα, ἀλλὰ (ἔλεγε): θυμήσου με Κύριε στὴ βασιλεία σου. Καὶ τί τοῦ ἀπάντησε ὁ Δεσπότης; Ἀλήθεια σοῦ λέω: Σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο.

Ὅταν λοιπὸν ὁ διάβολος εἶδε ὅτι: α) ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο, καὶ β) τὰ ἐκπληκτικὰ σημεῖα ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν σταύρωση, ὅπως: ὁ σκοτισμὸς τοῦ ἡλίου, ὁ σεισμὸς τῆς γῆς, τὸ σκίσιμο τοῦ καταπετάσματος τοῦ Ναοῦ, τὶς πέτρες καὶ τὰ μνημεῖα ποὺ ἄνοιξαν, ἀφοῦ χλευάστηκε, ἔφυγε πρὸς τὸν Ἅδη στὸν ὁποῖο εἶπε: Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τὸν ταλαίπωρο. Ἐξαπατήθηκα. Βοήθησέ με τὸν ταλαίπωρο. Ἔλα νὰ κλείσουμε τὶς πόρτες, γιὰ νὰ μὴ μπεῖ ἐδῶ μέσα. Ἀσφάλισε τὴν θύρα μὲ τοὺς μοχλούς, (ἀμπάρωσε τὴν πόρτα), καὶ νὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας, ὥστε νὰ μὴ τὸν δεχθοῦμε ἐδῶ.
Ἔτρεξε ἀμέσως ὁ Ἅδης. Ἔκλεισε τὶς θύρες καὶ τὶς ἀσφάλισε σύροντας πίσω τους μοχλούς. Καὶ νὰ ὁ Κύριος ἔρχεται ἐναντίον τοῦ Ἅδη, καταδιώκοντας τὸν διάβολο. Οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ τὸν συνόδευαν, ἔτρεχαν μπροστὰ καὶ βρῆκαν κλεισμένες τὶς θύρες. Τότε οἱ δυνάμεις μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπαν: Σηκῶστε (ξεριζῶστε) τὶς πύλες οἱ ἄρχοντες καὶ ἀπομακρυνθεῖτε οἱ πύλες, ποὺ γιὰ αἰῶνες βρίσκεστε ἐδῶ, γιατί θὰ μπεῖ μέσα (στὸν Ἅδη) ὁ βασιλιὰς τῆς δόξας.
Κι ὁ  Ἅδης ἀπὸ μέσα ἀπαντώντας εἶπε: Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιὰς τῆς δόξης; Οἱ δυνάμεις πάλι εἶπαν πιὸ δυνατά: Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς τῆς δόξης. Κι’ ὁ Ἅδης ἀποκρίθηκε ρωτώντας πάλι: Ποιὸς εἴπατε εἶναι αὐτός; Κι’ ἂν εἶναι πράγματι αὐτὸς ποὺ λέτε, τί ζητᾶ (τί γυρεύει) ἐδῶ; Γιατί ἄφησε τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκε ὡς ἐδῶ;

Οἱ δυνάμεις, τότε, ἀπάντησαν: Ἐπειδὴ εἶναι ὁ βασιλιὰς τῆς δόξης, ἦρθε ἐδῶ γιὰ νὰ δέσει καὶ νὰ παραδώσει σ’ ἐσένα αὐτὸν ποὺ ἀναδείχτηκε μὲ τὴν ἐξέγερση, καὶ νὰ ἀποσπάσει τοὺς αἰχμαλώτους του (τοὺς στρατιῶτες του), καὶ νὰ τοὺς καλέσει ξανὰ στὴν παλαιά τους δόξα. Ὁ Ἅδης τότε ἀπευθύνθηκε στὸν διάβολο, τὸν Βεελζεβούλ, μὲ τὰ τρία κεφάλια, καὶ τοῦ εἶπε: Ἐσὺ ποὺ ξέπεσες ἀπ’ τοὺς Ἀγγέλους, ἀδύνατε, ἀπρόκοφτε, δὲν σοῦ εἶπα νὰ μὴ πολεμήσεις μ’ Αὐτόν; Νὰ λοιπὸν τώρα γίνονται αὐτὰ πού σοῦ εἶπα ἀπὸ πρίν. Ἦρθε ἐδῶ γιὰ σένα. Καὶ τώρα τί πρόκειται νὰ κάνεις ἄθλιε; Γιατί δὲν ὑπάκουσες στὰ λόγια Του; Κοίτα ἦρθε ζητώντας νὰ σὲ δέσει, καὶ ἐξ αἰτίας σου αἰχμαλωτίζομαι κι’ ἐγώ. Βγὲς ἔξω. Ἐὰν εἶσαι δυνατὸς καὶ ἀπάντησέ Του. Γιατί ἐγὼ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ σὲ βοηθήσω.

Τότε ὁ διάβολος κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος ἀπάντησε (στὸν Ἅδη): Ἐλέησέ με. Γιὰ λίγο, μὴ ἀνοίξεις. Μερικὲς φορὲς (Αὐτὸς) γυρίζει πίσω. Μέχρι τότε ἀγωνίσου γιὰ χάρη μου, ἂν καὶ ξεγελάστηκα. Γιατί, στ’ ἀλήθεια, ποιὸς δὲν ξεγελιέται ἀπὸ τέτοια λόγια; Κάποτε δῆθεν φοβούμενος τὸ θάνατο εἶπε: «πολὺ λυπημένη, μέχρι θανάτου, εἶναι ἡ ψυχή μου». Ἄλλοτε δὲ παρακαλοῦσε τὸν πατέρα Του λέγοντας: « Πατέρα, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς φύγει ἀπὸ μένα αὐτὸ τὸ (πικρὸ) ποτήρι». Αὐτὰ τὰ λόγια Του μὲ ξεγέλασαν. Ὁ διάβολος ἀπαντώντας πάλι πρόσθεσε: « Ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια του κι’ ἐγὼ ὁ ἄθλιος θεώρησα ὅτι λυπᾶται, γιατί φοβᾶται τὸν θάνατο». Ἐνῶ αὐτὰ ἔλεγαν ὁ Ἅδης καὶ ὁ διάβολος, οἱ δυνάμεις (οἱ Ἄγγελοι ποὺ προπορεύονταν τοῦ Χριστοῦ), μὲ ἐπιμονὴ ἔλεγαν: «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης».

ΟΙ προφῆτες (ποὺ ἦταν μέσα στὸν Ἅδη) ὅταν ἄκουσαν τὸν διάλογο γιὰ τὸν βασιλιά τῆς δόξης, χαίρονταν καὶ εὐφραίνονταν. Ὁ Ἰωάννης (ὁ Πρόδρομος) ἔλεγε: «Δὲν σᾶς εἶπα ὅτι θὰ ἔρθει καὶ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει»; Ὅλοι εὐφραίνονταν καὶ ἔλεγαν στὸν Ἅδη: «Ἄνοιξε τὶς πύλες σου, γιὰ νὰ μπεῖ μέσα ὁ βασιλιὰς τῆς δόξης». Ὁ Ἅδης ὅμως δὲν συναινοῦσε. Τότε παρεμβαίνοντας ὁ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «Ἄνοιξε, γιατί ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ προφητεία μου (αὐτὸ ποὺ εἶπα). Γιατί ὅταν ζοῦσα πάνω στὴ γῆ, εἶδα ἀπὸ πρὶν αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ. Ὅ,τι δηλαδὴ ὁ Ἅδης δὲν πρόκειται νὰ ἀνοίξει μὲ δική του πρωτοβουλία (μόνος του) τὶς πύλες. Καὶ γι’ αὐτὸ εἶπα: «Ὁ Κύριος ἔκανε κομμάτια (συνέτριψε) τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἔσπασε τοὺς σιδερένιους μοχλούς».
Καὶ ἀμέσως ἦρθε ὁ Κύριος. Ἔκανε κομμάτια τὶς πύλες (τοῦ Ἅδη), καὶ ἔσπασε τοὺς μοχλοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ἀσφαλισμένες. Στὴ συνέχεια καταπάτησε τὶς δυνάμεις τοῦ Ἅδη, διέλυσε τὶς ὀδύνες τοῦ θανάτου καὶ συνέτριψε τὰ κέντρα του. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε αὐτὸ ποὺ εἶχε γραφεῖ (ἡ προφητεία), ποὺ ρωτοῦσε: Ποῦ εἶναι τὸ κεντρί σου, θάνατε. Ποὺ εἶναι ἡ νίκη σου, Ἅδη;

Οἱ προφῆτες τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ χαρά, καὶ ἀγαλλόμενοι τὸν ὑμνοῦσαν καὶ τὸν εὐλογοῦσαν λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τότε ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔπιασε τὸν διάβολο, τὸν ἔδεσε μὲ δεσμά, καὶ ἔστρωσε (ἄναψε) κάτω ἀπ’ αὐτὸν φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει καὶ σκωλήκια ἀκοίμητα. Ἐκεῖ εἶναι τελείως κλεισμένος κλαίοντας καὶ στενάζοντας. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά, ὁ Κύριος ἀφοῦ πῆρε ὅλους τούς προφῆτες τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ πορευθοῦν στὸν Παράδεισο. Αὐτοὶ χαίροντες πήδησαν ἔξω ἀπ’ τὸν Ἅδη.
Πρῶτος βγῆκε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος εὐφραινόμενος ἔπαιζε τὴν κιθάρα του ψάλλοντας: Ἐλᾶτε νὰ εὐφρανθοῦμε (νὰ χαροῦμε πολύ), νὰ φωνάξουμε μὲ ἐνθουσιασμό, δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ Σωτήρα μας, διότι ὁ βασιλιάς μας ἀφοῦ πολέμησε, νίκησε. Κι’ ὅλοι μαζὶ (οἱ προφῆτες) ἀπάντησαν λέγοντας δόξα στὸν Θεὸ (Ἀλληλούια). Ξανὰ αὐτὸς (ὁ Δαβὶδ) εἶπε: Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε. Μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγαλλίαση φωνάξτε στὸν Θεό, γιατί ὁ βασιλιὰς μας νίκησε πολεμώντας γιὰ χάρη μας. Ἔτσι (οἱ προφῆτες) χαίροντες καὶ ἀγαλλιώμενοι ἔτρεχαν πρὸς τὸν Παράδεισο.
Ὅταν μπῆκαν μέσα (στὸν Παράδεισο) βρῆκαν ἐκεῖ τὸν ληστή. Τὰ ἔχασαν. Ἔκπληκτοι τὸν ρώτησαν: Ποιὸς σὲ ἔβαλε ἐδῶ; Ποιός σοῦ ἄνοιξε τὶς θύρες; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ὥστε νὰ ἔρθεις ἐδῶ πρῶτος, πρὶν ἀπό μᾶς; Μήπως τάχα ἦρθες κι’ ἐδῶ γιὰ νὰ ληστέψεις; Δὲν σοῦ ἔφτασαν ὅσα ἔκανες πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ θέλεις τώρα νὰ ἁρπάξεις κι’ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανό; Πὲς μᾶς ποιὸς σὲ ἔβαλε ἐδῶ μέσα; Δὲν σὲ φθονοῦμε (δὲν σὲ ζηλεύουμε), γιατί μπῆκες ἐδῶ, ἀλλὰ ζητᾶμε, θέλουμε νὰ μάθουμε τὴν αἰτία. Τί ἔκανες ποὺ σ’ ἔφερε ἐδῶ;

Αὐτὸς δὲ (ὁ ληστὴς) ἀπαντώντας τοὺς εἶπε: Ἐγὼ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἔργων μου, δὲν εἶμαι ἄξιος (δὲν ἀξίζω) νὰ εὑρίσκομαι ἐδῶ. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, αὐτὸς μὲ ἔβαλε ἐδῶ μέσα. Γιατί ἐγὼ δὲν ἔχω ἀποκτήσει κανένα ἀγαθό. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, μὲ καταδίκασαν οἱ Ἰουδαῖοι (νὰ σταυρωθῶ), μαζὶ μὲ τὸν ἀθάνατο βασιλιᾶ. Αὐτοὶ (οἱ Ἰουδαῖοι) θέλοντας νὰ μὲ θανατώσουν, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, μοῦ χάρισαν τὴ ζωή, μὲ τὸ νὰ μὲ σταυρώσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἐγὼ καθὼς εἶδα ὅλα τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ ἔγιναν ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν πάνω στὸ σταυρό, καὶ κατάλαβα πὼς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τότε φώναξα δυνατά: «Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Κι’ ὁ Χριστός, ἀμέσως, ἀφοῦ δέχθηκε τὴ δέησή μου, εἶπε: «Ἀλήθεια σοῦ λέω, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο».

Μοῦ ἔδωκε, μάλιστα, τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ μοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ πάρεις αὐτό, πήγαινε στὸν Παράδεισο. Κι’ ἂν σ’ ἐμποδίσει νὰ μπεῖς μέσα ἡ πύρινη ρομφαία (ποὺ τὸν φυλάσσει), τότε νὰ τῆς δείξεις τὸ βασιλικὸ σημεῖο (τὸν σταυρό), καὶ θὰ σοῦ ἀνοίξει τὶς θύρες. Κι’ ἀμέσως ἦρθα. Ὅταν μὲ εἶδε ἡ πύρινη ρομφαία, ποὺ φυλάσσει τὸν Παράδεισο, ἔκλεισε τὶς θύρες. Τότε ἐγὼ τῆς εἶπα ὅτι: ὁ βασιλιὰς ποὺ τώρα σταυρώθηκε, αὐτὸς μὲ ἔστειλε, καὶ τῆς ἔδειξα τὸ βασιλικὸ σημεῖο, τὸν σταυρό. Ἀμέσως, μοῦ ἄνοιξε καὶ μπῆκα μέσα. Δὲν βρῆκα κανένα, καὶ ἀναρωτιόμουνα, λέγοντας: ποῦ εἶναι ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ καὶ τὸ ἄλλο πλῆθος τῶν προφητῶν; Κι’ ἐνῶ θαύμαζα, ἀπορώντας καὶ σκεπτόμουνα, νὰ μοῦ φανερώθηκαν πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη, Ἀνατολικά, δύο ἄνδρες «παλαιοὶ τῶν ἡμερῶν» (πολὺ ἡλικιωμένοι), θαυμαστοὶ στὴν ἐμφάνιση, μὲ λαμπρὸ πρόσωπο καὶ μοῦ εἶπαν: Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; Ὁ Ἀβραὰμ δὲν εἶσαι, γιατί ἐκεῖνος εἶχε ἱερατικὸ σχῆμα (ἔνδυμα). Ὁ Μωϋσῆς δὲν εἶσαι. Ἐκεῖνος εἶχε ἀδύνατη φωνὴ (ἦταν ἰσχνόφωνος) καὶ βραδύγλωσσος. Ἡ δική σου φωνὴ εἶναι δυνατή, καθαρή. Φαίνεσαι γιὰ ληστής. Αὐτὸ φανερώνει ἡ ἐξωτερική σου ὄψη.

Ἐγὼ τότε (φοβισμένος ὁμολόγησα) τοὺς εἶπα: Σᾶς παρακαλῶ πεῖτε μου ἐσεῖς ποιοὶ εἶστε;

Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἀπαντώντας, μοῦ εἶπε: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἐμένα μ’ ἔφερε ἐδῶ ἕνα πύρινο ἅρμα. Δὲν μ’ ἔφερε ὁ θάνατος. Κι’ αὐτὸς ποὺ εἶναι μαζί μου, εἶναι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος μετατέθηκε ἐδῶ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
ΟΙ προφῆτες, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, δόξασαν τὸν Θεό, γιὰ τὴν τόσο μεγάλη δωρεά του πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ δὲ Κύριος ἀφοῦ λεηλάτησε τὸν θάνατο, καταπάτησε τὸν Ἅδη, κομμάτιασε τοὺς μοχλοὺς ποὺ ἀσφάλιζαν τὶς πύλες του καὶ ἔδεσε τὸν διάβολο, στὸ τέλος ἀπελευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ὅλους τούς ἀνέβασε πάνω στοὺς οὐρανούς, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκρούς. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2019, 18 Απριλίου 2014, Κατάνυξις