Γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστὴς
Διερωτᾶται κανείς, ὅταν μὲ αὐτοῦ του εἴδους τὰ θέματα
πρόκειται νὰ ἀσχοληθεῖ, πῶς θὰ τὰ βγάλει πέρα, ἢ τί εἴδους συμπεράσματα θὰ ἐπισημάνει,
ἀφοῦ πρόκειται νὰ πλησίαση στὴν ἄβυσσον τῶν βαθέων καὶ σκοτεινῶν νοημάτων τοῦ
σατανᾶ, ὁπού ὁ γνόφος τῶν ἀκατονόμαστών του δόλων καὶ πονηριῶν. Στὸ βιβλίον τοῦ
Ἰὼβ σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα αὐτοῦ του δράκοντος. «Τὶς ἀποκαλύψει πρόσωπον ἐνδύσεως
αὐτοῦ; εἰς δὲ πτύξιν θώρακος αὐτοῦ τὶς ἂν εἰσέλθοι; πύλας προσώπου αὐτοῦ τὶς ἀνοίξει;
Κύκλω ὀδόντων αὐτοῦ φόβος. Τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ ὥσπερ
σμυρίτης λίθος... Ἐν πταρμῶ ἐπιφαύσκεται φέγγος, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἶδος Ἑωσφόρου.
Ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται ὡς λαμπάδες καιόμεναι καὶ διαρριπτοῦνται ὡς ἐσχάραι
πυρός. Ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων. Ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ ἄνθρακες, φλὸξ δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται. Ἐν δὲ τραχήλω αὐτοῦ
αὐλίζεται δύναμις, ἔμπροσθεν αὐτοῦ τρέχει ἀπώλεια...» Δὲν εἶναι παρέκβασις ἡ ἀπὸ
μέρους αὐτὴ παράθεσις γραφικοῦ χωρίου περὶ τοῦ τί ἐστὶ διάβολος καὶ σατανᾶς, ἀφοῦ
πρὸς αὐτὸν εἶναι ὅλη μας ἡ πάλη καὶ σπουδή, ὡς τοῦ μονίμου καὶ κοινοῦ μας
πολεμίου καὶ ἐχθροῦ. Εἰδικὰ ὅμως μᾶς ἐπέβαλε τὴν μνημόνευσίν του ὁ σχολιασμός,
ποῦ προτιθέμεθα νὰ κάνωμε σ' αὐτὸ μας τὸ κεφάλαιο γιὰ τὸ πονηρώτερόν του ἐπίτευγμα,
τὴν ΠΛΑΝΗΝ!
Κάθε διαβολικὸν ἐπίτευγμα ἀσφαλῶς ὀλέθριον εἶναι, καὶ κανεὶς δὲν διαφωνεῖ. Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ συγκεντρώνει τὴν μεγαλύτερην πονηρίαν καὶ κακίαν, εἶναι καὶ λέγεται πλάνη στὴν γενικότητά της· καὶ ἡ οὐσία τῆς εἶναι ὅλη ἡ ἀπάτη, ὅλον το ψέμα, ὅλος ὁ δόλος καὶ ἡ διαστροφὴ κάθε ὀρθῆς πραγματικότητας. Καὶ τί παράξενον αὐτό, ἀφοῦ ὁ δημιουργὸς καὶ γεννήτωρ τῆς διάβολος εἶναι ὁ «ψεύστης καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ»; Εὑρισκόμενοι ἤδη εἰς τὴν μέσην κλίμακα τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, κατὰ τὴν πατερικήν μας παράδοσιν, τὴν λεγομένην φωτιστικήν, ἀνήκομεν στὴν ἀντίστοιχον πολεμικὴν παράταξιν τοῦ ἐχθροῦ, ὁπού ἔχει σὰν στόχο της, τὴν διαστροφὴν καὶ παραμόρφωσιν τῆς ἀληθείας. Δὲν ἀγωνίζεται αὐτὴ ἡ διαβολικὴ ἀντίστασις νὰ ἐκτoπίση τὸν ἀγωνιστήν, ὅπως ἡ πρώτη της μορφή, νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ τὴν θεογνωσίαν, ἀλλὰ τώρα προσπαθεῖ νὰ τὸν ἀποπροσανατολίσει ἀπὸ τὴν σωστὴν κατεύθυνση, νὰ δεχθεῖ συμβιβασμὸ καὶ νὰ νοθεύση τὴν ὀρθὴν δόξαν τῆς παραδοθείσης ἀποκαλύψεως. Πλάνη, καμουφλαρισμένο ψεῦδος, ἀπάτη καὶ δόλος, ἀντὶ τῆς ἀλήθειας. Καὶ πάλιν οἱ ἀλλοιώσεις καὶ πάλιν οἱ μεταβολές. Μετὰ τὴν ἡλιόλουστη ἡμέρα τῆς ἀνοίξεως ἦλθε κακοκαιρία μὲ ὕπουλες καὶ ἄγνωστες διαθέσεις. Μετὰ τὴν εὐθηνίαν καὶ πάλιν ἡ ἀφορία καὶ πενία, μετὰ τὴν γαλήνην καὶ πάλιν ἡ ταραχὴ · ὄχι ὅμως ἀνοικτὰ καὶ φανερά, ἀλλὰ ὕπουλα καὶ δόλια καὶ ὑποκριτικά. Περὶ τῶν τοιούτων ἔγραφε ὁ μακάριος Δαυίδ: «ὅτι οὐκ ἐστὶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαῖα· τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν».
Ξεκινώντας ἀπὸ τὸν χειρόγραφον ὁρισμὸν τοῦ Γέροντος,
μεταφέρω τὰ ἴδια τοῦ λόγια. «Πλάνη, ἀγαπητὲ μοί, καθ’ ἐαυτὴν ὀνομάζεται ἡ οὐσιώδης
ἐκ τῆς εὐθείας καὶ ἀληθείας ἀπομάκρυνσις, ἀρνούμενη ὡς εἰπεῖν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ
ψευδὸς ἀσπασμένη». Ἀφοῦ ἡ χάρις ἐπανέλθει, κατὰ τὴν περιγραφήν μας, καὶ ἐπαναφέρει
τὸν ἀγωνιστὴν στὴ σωστή του πορείαν, ἢ μᾶλλον στὴν πατερικήν μας παράδοσιν τῆς
πνευματικῆς ἀνόδου καὶ προκοπῆς, συναντᾶ πάλιν ἄλλο ἀνάλογο ἐμπόδιο ἀπαραίτητο
γιὰ τὴν πνευματικὴ γυμνασία. Ὅπως στὴν πρώτη του πορεία ἔπρεπε νὰ μάθη διὰ τῆς
πείρας τὸν ὄλεθρον τῆς αὐτοπεποιθήσεως καὶ νὰ ἀνάγει τὰ πάντα στὸν Θεὸν μᾶλλον,
παρὰ στὶς οὐτιδανὲς ἀνθρώπινές του προσπάθειες· ἔτσι καὶ τώρα, μετὰ τὴν εἴσοδόν
του στὶς τάξεις τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐπαφῆς του στὴν θεωρητικὴν σφαίραν, ποῦ ὁ
νοῦς τοῦ καθαρθεῖς καταξιοῦται, ἐπιβάλλεται νὰ μάθη, ὄχι ἐξ ἀκοῆς ἂλλ' ἐκ τῆς πείρας
του, ὅτι καὶ ὁ ἐχθρὸς δύναται πολλὰ ἀπὸ τὰ ἰδιώματα τῆς θεωρίας καὶ χάριτος νὰ
μιμηθεῖ καὶ νὰ τὰ παραστήσει ψευδῶς ὡς ἀλήθειαν.
Ἐὰν δύναται νὰ παρίσταται ὡς ἄγγελος φωτὸς καὶ νὰ ὑποδύεται
τὸν ρόλον τοῦ σωτῆρος, τί τὸ δύσκολον καὶ τὰ ἰδιώματα τῆς χάριτος νὰ
παραχαράξει; Ἐπιτρέπει, λοιπόν, ἡ παιδεύουσα μητέρα χάρις, νὰ εἰσέλθει ὁ ἀθλητὴς
στὰ σατανικὰ πειρατήρια, γιὰ νὰ κερδίσει ἰδιοχείρως ἐκ τῆς πάλης του, ὡς
λάφυρον, τὴν πείραν καὶ νὰ δύναται νὰ λέγει στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁ Παῦλος
καὶ οἱ Πατέρες του ὅτι «οὐ γὰρ τὰ νοήματα αὐτοῦ, τοῦ ἐχθροῦ, ἁγνοοῦμεν».
Τὰ ἰδιώματα αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας, πλάνης, εἶναι πάμπολλα
καὶ ποικίλλουν ἀναλόγως τῶν προσώπων, τῶν χαρακτήρων, τῶν τόπων καὶ τρόπων καὶ ἄλλων
πολλῶν ἀφορμῶν, ποῦ μπορεῖ ὁ σατανᾶς νὰ καλύψει τὸ δόλωμά του. Ἐμεῖς πάντως θὰ ἀσχοληθοῦμε
μὲ τὴν μορφήν, ποῦ ἀνήκει στὴ δική μας συνέχεια, καθὼς ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μᾶς
παρέδωσε. Ἡ ἀρχὴ τῆς συνήθως μοιάζει μὲ τὴν πρώτη μορφὴ τῆς ἀπάτης, ποῦ ὁ ἀρχέκακος
ἀπάτησε τοὺς προπάτορας, μὲ παραλλαγὴ δηλαδὴ τοῦ σχήματος ἢ τοῦ πράγματος καὶ
μέσου, ὄχι ὅμως καὶ τῆς φύσεως. Ὁ ληστὴς αὐτὸς διάβολος παρακολουθεῖ τὴν ροπὴν
τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου, πού, ὡς ἀδυναμία ἢ ὡς προσπάθεια καὶ αἰχμαλωσία,
παραμένει καὶ ἀπασχολεῖ τὸν νοῦν καὶ σιγὰ-σιγὰ καὶ τὴν θέλησιν καὶ ἔτσι ἀπ’ ἐδῶ
εὑρίσκει θύραν καὶ εἰσέρχεται. Ἡ τεχνική του πολέμου, ἐδῶ, εἶναι εὐμέθοδη καὶ ὕπουλη.
Δὲν βιάζεται, δὲν πιέζει, δὲν βαρύνεται νὰ καρτερεῖ, ἕως ὅτου λάβει ἱκανὰ ἐχέγγυα
τῆς ἐπιτυχίας του, καὶ ἰδίως, ἐὰν τὸ πάθος ποῦ ἐπικρατεῖ εἶναι πολυφόρον, γιὰ νὰ
ἔχει ἔτσι μεγαλύτερον κέρδος ἐκ τῆς νίκης του. Ἡ τόση ἐπιμονὴ τοῦ πονηροῦ στὴν
πάλην αὐτήν, εἶναι νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν ἄνθρωπον στὴν ἐσφαλμένην ἰδέαν καὶ
πλάνην διότι ὁ πόλεμος, ἐδῶ, δὲν εἶναι σωματικός, στὰ πάθη δηλαδὴ ποῦ ἀνήκουν
στὸ ἐπιθυμητικὸν μέρος, ἀλλὰ κυρίως στὸ λογιστικόν. Εἶναι μᾶλλον πόλεμος τῆς
διανοίας, σὲ ὅ,τι ἀνήκει στὸν νοῦν καὶ στὴν θεωρίαν, γιατί τώρα ἡ θέσις καὶ ἡ
κατάστασις τοῦ ἀγωνιστοῦ βρίσκεται σ' αὐτὴν τὴν σφαίρα. Καὶ πάλιν ἐπανερχόμεθα,
καὶ ἃς μὴ φαίνεται κουραστικόν, γιὰ τὴν λεπτομέρειαν, ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς μᾶς εἶναι
διαφωτιστικός.
Ἀφοῦ μὲ τὴν πρακτικήν του ἐργασίαν συμπληρώσει, χάριτι
Χριστοῦ, ὁ ἀγωνιστὴς τὴν πρώτην βαθμίδα τῆς μετανοίας, ποῦ εἶναι καὶ λέγεται
καθαρτικὴ καὶ σημαίνει ὅ,τι ἐνίκησε τὰ πάθη τῆς σαρκός· καὶ στὸν ὄρον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ
ἐπέβαλε μόνον τὴν χρείαν καὶ οἱ αἰσθήσεις ὑπετάχθησαν στὸν νοῦν, ὥστε τίποτα νὰ
μὴν ἀπαιτοῦν ἢ ἐνεργοῦν κατ' ἐπιθυμίαν, θεραπεύεται τὸ ἕνα μέρος τοῦ «τριμεροῦς
της ψυχῆς», τὸ ἐπιθυμητικόν. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν θρίαμβον τῆς νίκης, ποῦ ἀνήκει
κυρίως στὴν σωστὴν προσπάθειαν καὶ κηδεμονίαν τοῦ νοῦ, κερδίζει σὰν βραβεῖον τὴν
εἰρήνην τῶν λογισμῶν καὶ τὴν εἴσοδον στοὺς χώρους τῆς εὐχῆς, ὄχι αὐτῆς ποῦ ἕως
τώρα κρατοῦσε μὲ προσπάθειαν καὶ κόπον καὶ ἑτοιμασίαν. Ἡ θεία χάρις πλέον, ὄχι ὡς
ἀντιληπτικὴ ἐπίσκεψις καὶ παρηγορία ποῦ ἐφαίνετο περιοδικά, ἀλλὰ τώρα ὡς ἐνδημοῦσα
κατάστασις παραμένει στὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὑψώνει στὴν δεύτερην
βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν λεγομένην «φωτιστικήν». Σ' αὐτὸ τὸ στάδιον τὸ
πλεῖστον της ἐργασίας, ποῦ περιέχεται στὸν ὄρον τῆς μετανοίας, εἶναι ἡ κυριότης
τοῦ νοῦ ἐπὶ πάντων καὶ ἡ ἐπικράτησις τῆς χάριτος ἐπὶ τοῦ νοῦ. Ὅπως ὁ νοῦς στὴν
περίοδον τῆς πρακτικῆς ἐργασίας ὑπέταξε τὶς αἰσθήσεις λογικὰ καὶ προκάλεσεν τὴν
ἰσορροπίαν στὴν σωστὴ χρῆσιν τῶν πραγμάτων, τώρα ἡ θεία χάρις βραβεύει τὸν νοῦν
παραμένουσα μετ' αὐτοῦ γιὰ ἐνίσχυσίν του στὴν σωστὴ κρίσιν καὶ χρῆσιν τῶν
νοημάτων, καὶ τούτου ὁ ἄθλος εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν θεωρίαν.
Ἀπὸ τὴν μεσαίαν τάξιν, αὐτὴν τὴν «φωτιστικήν», ἀρχίζει
στοὺς ἀληθινοὺς ἀγωνιστὲς τῆς μετανοίας ἡ τάξις τῆς θεωρίας, ποῦ δὲν εἶναι
πλέον ἐπίνοια τοῦ νοῦ ἢ προσπάθεια κατὰ δικὴν τοῦ βούλησιν ἢ προγραμματισμόν, ἀλλὰ
αὐθεντία καὶ κυριότης τῆς θείας χάριτος, ποῦ, ὅπως καὶ ὁπόταν καὶ ὁσάκις θέλει,
ὁδηγεῖ αὐτὴ τὸν νοῦν εἰς θεωρίαν, ἀναλόγως τῆς δικῆς του φωτιστικῆς καταστάσεως
καὶ ἀνάγκης, ὅπου ἐπιβάλλει ἡ περίστασις πρὸς οἰκοδομήν, εἴτε τῆς δικῆς του, εἴτε
τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ Πατέρες μᾶς παρέδωσαν. Ἐθεωρήσαμεν ἐπιβεβλημένην
τὴν μικρὴν αὐτὴν παρέκκλισιν ἐκ τοῦ κειμένου μας, γιὰ νὰ ἀναλύσωμεν σαφέστερα,
τὸ γιατί ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἔταξε σ' αὐτὴν τὴν βαθμίδα τὴν θέσιν τῆς πλάνης
σὰν μία συνέχεια, στὴν πνευματικὴν ἱεραρχίαν.
Δικαίως λοιπὸν καὶ ὁ ἐχθρός μας, μετὰ τὴν προαγωγὴν τοῦ ἀγωνιστοῦ
στὰ πνευματικὰ χαρίσματα, παρουσιάζεται μὲ ἀνάλογες ἀντιδράσεις. Παρηγορεῖ ἡ
χάρις τὸν νοῦν μὲ τοὺς μητρικοὺς τρόπους τῆς προνοίας της; Προσπαθεῖ καὶ ὁ ἐχθρὸς
νὰ πλησιάση μέσω τοῦ ἴδιου τρόπου, καὶ νὰ ἀπατήση ἔτσι τὸν νοῦν καὶ δικαίως αὐτὸ
ὀνομάζεται «πλάνη». Κατὰ τὸ φιλοσοφικὸν ρῆμα «οὒχ εὐρήσεις τάξιν ἐν ἀτάκτοις»·
καὶ πάλιν κατὰ τὸν Μωϋσὴν «οἱ δὲ ἐχθροὶ ἠμῶν ἀνόητοι»· στὴν καθ' ἠμῶν ὅμως
μάχην καὶ πάλην οἱ πονηρότατοι δαίμονες γίνονται συνεπεῖς, ὅσο καὶ ἂν τοὺς
χαρακτηρίζη ἡ ἀκαταστασία.
Ὁ σκοτεινὸς λαβύρινθος τῆς πλάνης εἶναι δυσκατάληπτος. Οἱ
κεντρικώτερες ὅμως ἀρτηρίες, ποῦ ὁδηγοῦν σ' αὐτὸν εἶναι δύο.
Πρώτη καὶ δεύτερη δὲν χαρακτηρίζονται, γιατί δὲν ὑπάρχει
τάξις, ἡ δὲ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ὡς ἑξῆς: Ὅσοι ἀγωνίζονται διανοητικά,
δηλαδὴ περισσότερο μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν ἐσωστρέφειαν, εἶναι αὐτοὶ ποῦ θὰ
συναντήσουν παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν χάριν στὸ θεωρητικὸν μέρος. Εἴτε κατὰ τὴν ὥρα τῆς
προσευχῆς κυρίως, εἴτε σὲ λεπτὴν κατάστασιν ὕπνου ἢ κάπως ἀλλοιῶς θὰ τοὺς πλησιάση
ἡ ἀναζητούμενη θεία χάρις γιὰ πληροφορίαν. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν θέσιν παρακολουθεῖ
καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης· καὶ μὲ ἐσχηματισμένον τρόπον, ἐνίοτε προλαμβάνει, ὅσον
ἀπουσιάζει ἰδίως καὶ ἡ πραγματικὴ πείρα τοῦ νοῦ στὸ νὰ διαγνώση εὐκρινῶς τὴν
ποιότητα τοῦ φαινομένου, καὶ ἔτσι προσπαθεῖ νὰ παρασύρη στὴν δική της προσοχήν.
Αὐτὸς εἶναι, ὁ ἕνας τρόπος τῆς πλάνης. Εἰς ὅσους βαδίζουν τὸν πατημένο δρόμο τῆς
ὑποταγῆς καὶ ταπεινοφροσύνης, ἐλάχιστα μπορεῖ νὰ ἐνοχλήση αὐτὴ ἡ κακία, καὶ
περισσότερον πλησιάζει καὶ παραμένει στοὺς ἰδιόρρυθμους καὶ αὐταρχικοὺς τύπους,
ποῦ νομίζουν ὅτι οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι καὶ γενικὰ οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες μόνες
τους μποροῦν νὰ καρποφορήσουν. Στὴν κατάστασιν αὐτήν, ποῦ εἶναι εἰσαγωγική, μὲ
τόσην λεπτότητα καὶ ἐπιτηδειότητα μεταμορφώνεται ἡ πλάνη σὲ σχήματα χάριτος καὶ
ἀληθείας, ποῦ κινδυνεύουν καὶ οἱ δόκιμοι νὰ ταλαντευθοῦν, καὶ κρίνεται ἀπαραίτητη
ἡ ὑπακοή. Στὴν θέσιν αὐτὴν ὁ Γέροντας ἐπιμένει στὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ δέχεται
κανεὶς ἐξ ἰδίας κρίσεως κανένα εἶδος αἰσθήσεως ἢ θεάματος, εἴτε φαντασίας, ἄνευ
τῆς διακρίσεως τῶν ἐμπείρων.
Ἀναφέρομεν μερικοὺς εἰδικοὺς τρόπους ἢ μορφὲς ποῦ
μετασχηματίζεται εὐκολώτερα ἡ πλάνη στοὺς ἀγωνιζόμενους. Κάποτε στὴν προσευχή
τους, ὅταν ἀρχίσουν λίγο νὰ προχωροῦν, τοὺς παρουσιάζεται σὰν φαντασία ταχύτατη
κάποια λάμψις, ποῦ ἂν τὴν προσέξουν στὴν δεύτερην καὶ τρίτη φορὰ μορφοποιεῖται
σὲ σχῆμα προσώπου ἢ πράγματος, ἀναλόγως, ποὺ ἔπεσε τὸν νοῦν νὰ τὸ παραδεχθῆ. Ἐὰν
καταφύγουν σὲ συμβουλὴ Γέροντος, ἐξασθενεῖ καὶ ὑποχωρεῖ. Ἂν ὅμως πιστεύσουν, ὅτι
γιὰ τὴν ἀρετήν τους, τοὺς ἄξιζαν καὶ ἀναμένουν νὰ τὰ ἰδοῦν πάλιν, λόγω κάποιας
εὐλάβειας ποῦ προσποιοῦνται, τότε αὐξάνει ἡ παρουσία τοῦ πονηροῦ σὲ πλέον
συγκεκριμένα θεάματα.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ψευδαισθήσεις δὲν ἔχουν κανένα πραγματικὸ ἰδίωμα
τῶν ὅσων ἡ θεία χάρις πληροφορεῖ τοὺς δικούς της, ἀλλ' ἀπεναντίας εἶναι γεμάτες
ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, ἐρεθίζουσες συνάμα καὶ τὰ κατώτερα πάθη τοῦ σώματος. Ὁ νοῦς
τοῦ πλανηθέντος σκοτίζεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνη, διότι οὔτε τῆς ἀληθινῆς
χάριτος ἔχει πείραν, οὔτε ὅμως ταπείνωσιν, γιὰ νὰ ἀμφισβητήση τὴν δικὴν τοῦ
κρίσιν.
Στὰ ἀρχικὰ ἀκόμη στάδια, ἐὰν ἐλέω Θεοῦ ἀνακύψη ὁ
παρασυρθεῖς καὶ ζήτηση θεραπείαν, ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ θεραπευθῆ τὴ ἐπεμβάσει τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν ὅμως προχωρήση ἡ πλάνη βαθύτερα, ὥστε, κατὰ τὸν Γέροντα, «ἂν πλέον ἐπέλθη ἡ
δηλητηρίασις τοῦ νοητοῦ αἵματος, εἶναι ἀληθῶς πλέον κατὰ πολλὰ δύσκολον» καὶ
δικαίως θεωρεῖται ὡς δυσέκνιπτον ἡ πλάνη.
Ἄλλοτε πάλιν αἰσθάνονται εἶδος εὐωδίας καὶ γενικά, εἰς ὁποίαν
ἀδυναμίαν ὁ νοῦς τῶν κλίνει, σ' αὐτὸ τὸ μέρος καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης μετασχηματίζεται.
Εἰς τοὺς φανταζομένους ἀξιώματα ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν, δηλαδὴ εἰς ὅσους ζοῦν εἰσέτι
αὐτὰ τὰ πάθη, ἂν καὶ πρὸς καιρὸν τὰ πολέμησαν, τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης ὑποδύεται αὐτὴν
τὴν προσφορὰν καὶ τοὺς δείχνει στοὺς ὕπνους ὅτι τοὺς ἐκλέγουν ἀρχηγοὺς καὶ ποιμένας
καὶ πνευματικοὺς πατέρας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἕνας τρόπος
τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης στὴν εἰσαγωγικήν του μορφήν. Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς
προχωρημένους δὲν παραιτεῖται νὰ πολεμήση, ἀρκεῖ νὰ βρῆ ἀπροφύλακτον τὸν ἀγωνιστὴν
καὶ κλεπτόμενον ἀπὸ κάποιον πάθος. Εἰς τοὺς προκόψαντας στὴν θεωρία
παρουσιάζεται ὡς ἄγγελος Κυρίου, μὲ μορφὲς ἁγίων καὶ Αὐτοῦ τούτου τοῦ Σωτῆρος μᾶς
Χριστοῦ, ἀναλόγως τῆς θέσεως ποῦ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄλλη πάλιν
μορφὴ τῆς πλάνης βρίσκεται περισσότερον στὸ πρακτικὸν μέρος, ποῦ συνήθως
καθένας ξεκινᾶ στὴν ἀρχὴν τῆς μετανοίας. Γιὰ μιὰ σαφέστερην εἰκόνα καὶ τῶν δύο
μορφῶν τῆς πλάνης λέγομεν τὰ ἑξῆς.
Ἡ μὲν μία, ὁπού περιγράψαμεν, σκοπὸν ἔχει νὰ συγχύση αὐτοὺς
ποῦ εἰσῆλθαν καλῶς καὶ νὰ τοὺς ἐμποδίση τὴν πρόσβασιν καὶ ἡ ἄλλη, ὁπού ἐν
συνεχεία θὰ ἀναφέρωμεν, εἶναι νὰ μὴν ἀφήση νὰ μποῦν ὅσοι πρὸς τοῦτο ἐπείγονται,
μὲ τὸ ἴδιον πάντοτε ἀποτέλεσμα, τὴν ζημίαν τοῦ ἀγωνιστοῦ.
Δὲν ἀρνούμεθα τὴν ἀγωνιστικότητα στὴν ἐργασία τῆς
πρακτικῆς, ποῦ εἶναι γέννημα τοῦ θείου ζήλου, ὅπως προαναφέραμεν. Ἀπαραίτητη
προϋπόθεσις εἶναι ἡ τήρησις τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅπως καὶ ὁ Κύριος μας μᾶς
παρέδωσε μετὰ τὸ βάπτισμά του στὸν Ἰορδάνην καὶ τὴν εἰς τὸ ὅρος ἀναχώρησίν του.
Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἀκτημοσύνη, ἁγνὸς βίος, ταπείνωσις, καὶ γενικά τα
μέσα αὐτά, ποῦ δαμάζουν τὴν φιλαμαρτήμονα διάθεσιν. Τώρα, καὶ ἐδῶ βρίσκει
τρόπους καὶ ὀχυρώνεται ἡ πλάνη μὲ τὴν ἑξῆς πρόφασιν. Εἴτε ἀπὸ συνήθειαν, εἴτε ἀπὸ
ἕξιν, εἴτε ἀπὸ ἰδιοσυγκρασίαν, κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποιαν ἱκανότητα
περισσότερόν των ἄλλων. Στὴν πνευματικὴ ζωήν, ὅταν ξεκινήση, τότε αὐτὴ ἡ ἱκανότης
τοῦ γίνεται βοήθεια σὲ κάποιο ἀγώνισμα, σὲ κάποιαν ἀρετήν. Ὁ θεῖος ζῆλος, σὰν ὁ
πρῶτος συνεργάτης τοῦ μετανοοῦντος, ἐνούμενος μὲ τὸ ἴδιον του προτέρημα, ὁποιονδήποτε,
τὸν βοηθᾶ νὰ προκόψη σύντομα σ' αὐτὸ τὸ κατόρθωμα, σ' αὐτὴν τὴν ἀρετήν, μποροῦμε
νὰ ποῦμε. Τότε, ἀρεσκόμενος σ' αὐτὸ ποῦ μὲ εὐκολία κατορθώνει, μένει μόνο σ' αὐτό·
καὶ δὲν φροντίζει γιὰ ἄλλο κατόρθωμα ἢ ἀγώνισμα, πιστεύοντας ὅτι αὐτὸ
συμπληρώνει τὸν ὄρον τῆς μετανοίας· καὶ μάλιστα βρίσκει καὶ παραδείγματα ἀπὸ
προηγούμενους πατέρας, ὁπού ἔχουν γράψει γι' αὐτὴν τὴν ἀρετήν.
Ἀναφέρω αὐτολεξεὶ τὰ λόγια τοῦ Γέροντος γι' αὐτὲς ἀκριβῶς
τὶς μονομέρειες. «Πολλοὶ γὰρ τὸ πάλαι καὶ νῦν ἐκ τῶν μοναζόντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν
ἐπεμελήθησαν μίαν ἀρετήν, λόγου χάριν τὴν ἡσυχίαν, καὶ εἰς ταύτην καὶ μόνον τὰ ἱστία
τῶν ἤπλωσαν ἀνεξετάστως ἐὰν κερδίζωσι ἢ ζημιώνωνται ἐξ αὐτῆς... Ἄλλοι δὲ πάλιν ἠρκέσθησαν
ἁπλῶς εἰς μίαν ἄκραν νηστείαν, νὰ μὴ φάγωσιν ἔλαιον ἢ μαγείρευμα, καὶ ἐδέσμευσαν
τὴν ἐλευθερία των, ἐπὶ τούτου καὶ μόνον ἀρκούμενοι...» Εἴτε ἀπὸ μέρους, εἴτε στὸ
σύνολον, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐξέλθη τῆς πραγματικότητας, πλάνη εἶναι καὶ τὸν ἐμποδίζει
νὰ φθάση τὸν σκοπόν του. Σὲ ὅσους δὲ ἐπικρατήσει αὐτῆς τῆς μορφῆς ἡ πλάνη, νὰ
κρατοῦν μιὰ μονομερῆ ἄσκησιν καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν δικό τους λογισμόν,
δικαιωματικά τους πολεμᾶ ἡ κενοδοξία γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν αὐτοπεποίθησιν καὶ ἡ
ζημία εἶναι αὐξημένη.
Ὁ Γέροντας ἐν συνεχεία ἀναφέρει καὶ ἄλλα κατορθώματα, ἀγρυπνίαν,
ἀκτημοσύνην, ἀκόμη καὶ δάκρυα, στὰ ὁποῖα, ἂν μονομερῶς παραμείνη πιστεύοντας
μόνον σ' αὐτά, πλανᾶται καὶ ἐπιβουλεύεται τὴν σωτηρίαν του. Ἀπεναντίας «τὸν ἐργαζόμενον
μετὰ συνέσεως πάσης ἰσοβαθμίως (τὰς ἀρετᾶς ἐννοεῖ) καὶ ὄλας ἐξ ἴσου ὁμοῦ ἐν
φρονήσει καὶ γνώσει... εἰσὶν τὰ μόνα ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα ὁπού ἐκτός των τοιούτων
ἀδύνατον νὰ ἀναβῶμεν εἰς τὴν τελειότητα...» Ἐδῶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας παραθέτει
ἕνα σχόλιον γιὰ μίαν ἱεραρχικὴν τάξιν τῶν ἀρετῶν, καὶ πῶς ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ
τηροῦνται ἀνελλιπῶς, ὥστε ἡ θεία χάρις νὰ ἐπισκεφθῆ καὶ νὰ κατοικήση στὸν ἄνθρωπον.
Ἐπειδὴ ὅμως περὶ τούτου ἀναφέραμεν προηγουμένως, ἐκρίναμεν φορτικὴν τὴν ἐπανάληψιν.
Πέραν ὅμως τῶν κολακευτικῶν μέσων, ποῦ τὰ πνεύματα τῆς
πλάνης προσπαθοῦν νὰ παρασύρουν τοὺς ἀγωνιζόμενους, δὲν ὑστεροῦν καὶ στὴν ἀπειλὴν
προκειμένου νὰ φοβίσουν τοὺς ἀπείρους καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ ἐμποδίσουν τὴν
καλήν τους πρόθεσιν. Αὐτὸς ὁ τρόπος συνήθως γίνεται στὴν ἀρχὴν τῆς πρακτικῆς ἰδίως
ἀσκήσεως τῶν μετανοούντων ὁπόταν ἐπεμβαίνει μὲ τρομακτικοὺς τρόπους γιὰ νὰ
προκαλέση δειλίαν καὶ φόβον, ὥστε νὰ ὑποχωρήση ὁ βουλόμενος νὰ ἀγωνισθῆ. Εἴτε αἰσθητὰ
μὲ κτύπους, σεισμούς, φωνὲς καὶ ἄλλα, τρομοκρατεῖ τὸν θέλοντα νὰ προσευχηθῆ ἢ ἄλλην
τινὰ πνευματικὴν ἐργασίαν νὰ κάμη, χωρὶς νὰ εἶναι ἀληθινά τα φαινόμενα, γιατί
μόνον αὐτὸς τὰ ἀκούει, χωρὶς ὅσοι εἶναι μαζί του νὰ τὰ ἀκούουν ἢ νὰ βλέπουν
τίποτα. Ἄλλοτε δείχνει φαντάσματα εὐκρινῶς σὲ ἐλάχιστον διάστημα· καὶ τοῦτο ὅμως
φαντασία, γιατί τὰ διάφορα σχήματα ποῦ προβάλλει δὲν ὑπάρχουν φυσιολογικά, ἂλλ'
αὐτὸς τὰ πλάθει στὴν φαντασία, ὅπως καὶ εἰς τὸν ὕπνον τὰ ὄνειρα, πλὴν ὅμως
προκαλεῖ φόβον καὶ ταραχήν. Ἄλλοτε πάλιν στὸν ὕπνον καὶ πολλάκις αἰσθητὰ τὸν
σφίγγει, τὸν πιέζει, τοῦ κόβει τὴν ἀναπνοήν, καί, ἐνῶ θέλει νὰ φωνάξη ἢ νὰ
κινηθῆ, δὲν δύναται καὶ βρίσκεται σὲ ἀγωνίαν.
Στὶς βιογραφίες τῶν πατέρων μᾶς ὑπάρχουν ἀναρίθμητα
τέτοια διηγήματα καὶ ἄλλα σὲ ὀξυτέραν μορφήν, εἰς ὅσους ἀδίστακτα ὁρμοῦσαν στὴν
πλήρη ἄρσιν τοῦ Σταυροῦ. Σ' αὐτοὺς ὄχι φανταστικά, ἀλλὰ πρακτικὰ καὶ προσωπικὰ
παρουσιάζονταν τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ μὲ ὅσην τοὺς ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς ἐξουσίαν, ἐπαίδευαν
καὶ ταλαιπωροῦσαν τοὺς πατέρας, πιστεύοντες ὅτι θὰ τοὺς ἐμπόδιζαν ἀπὸ τὴν κατὰ
Θεὸν τοὺς πορείαν. Ἄλλοτε πάλιν φθάνουν, ἐπιτρέποντος μόνον τοῦ Θεοῦ, σὲ
δυσδιάκριτον πονηρίαν, ποῦ μόνον ἡ θεία χάρις μπορεῖ νὰ σώση τὸν ταπεινὸν ἄνθρωπον
ἀπὸ τὴν κακουργίαν των. Μία ὁμάδα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς πονηροὺς δαίμονες
παρουσιάζονται ἀπειλητικοὶ καὶ ὁρμοῦν νὰ κακοποιήσουν, ὅσον ἔχουν ἄδειαν. Μετὰ
παρουσιάζονται ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς σε ἀγαθὴ μορφὴν καὶ διώκουν τοὺς πρώτους μὲ ἐπιτιμήσεις,
ὡς ἀπεσταλμένοι δῆθεν ἐκ Θεοῦ γιὰ τὴν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν τοῦ πειραζομένου, μὲ
κύριον σκοπὸν νὰ τὸν παρασύρουν στὴν κενοδοξία, ὡς προνοουμένου ἐξαίρετος ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ λαβὴ θέσιν ἡ εὐχὴ τοῦ Παύλου, νὰ τοὺς σύντριψη ὁ Θεὸς
«ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν ἀγωνιστῶν ἐν τάχει».
Ἐὰν θελήση κανεὶς νὰ ἀριθμήση τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους
καὶ περιπλανήσεις τῆς ἀφόρητης αὐτῆς κακίας, θὰ πῆ τὸ Δαυϊτικὸν ἐκεῖνον ρῆμα: «Ἑξαριθμήσομαι
αὐτοὺς καὶ ὑπὲρ ἄμμον πληθυνθήσονται». Δικαίως ἀναφέρει τὸ γραφικὸν λόγιον
«πάση φυλακὴ τηρεῖ σὴν καρδίαν»· καὶ πάλιν, «ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῆ
πρός σε, τόπον σου μὴ δῶς».
Πάντων τούτων ἡ διάγνωσις καὶ λύτρωσις καὶ σωτηρία, ἀλλὰ
καὶ αὐτὴ ἡ προκοπὴ καὶ τελείωσις ἐν Χριστῷ, διὰ τῆς συνεργείας τῆς θείας
χάριτος ἐπιτελεῖται. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Κύριός μας κατὰ τὸ λόγιον «ταπεινοῖς δίδωσι
χάριν», δεῦτε πάντες πρὸς τὴν μακαρίαν ταπείνωσιν, ἴνα σὺν αὐτὴ πάντα ἰσχύσωμεν
χάριτι Χριστοῦ, ἀμήν.
Περὶ πλάνης σὲ γενικώτερες γραμμὲς
Ἐπειδὴ περὶ πλάνης διαλαμβάνει ἡ μικρή μας περιγραφή, δὲν
θὰ εἶναι παρέκκλισις, ἂν ἀναφέρωμεν καὶ γιὰ τὴν περιεκτικὴν αὕτη διαβολικότητα,
ποῦ μαστίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Πλάνη οὐσιαστικὰ καὶ ὀντολογικὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
διάβολος, ἀφοῦ μὲ ἐσφαλμένες ἰδιοτελεῖς σκέψεις καὶ ἀποφάσεις ἀπέσπασε τὸν ἐαυτόν
του ἀπὸ τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν, τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔπαιρνε, κατὰ
μετοχήν, τὸ «εὖ εἶναι» καὶ ὅλην τὴν ὁμαλὴν λειτουργίαν τῆς προσωπικότητας καὶ ἔγινε
ὁ ἴδιος πλάνη, ὡς μὴ ἀληθῶς καὶ ὀρθῶς σκεπτόμενος καὶ κινούμενος. Μεταστραφεῖς
πλέον στὴν ὁλικὴν αὐτὴν διαστροφήν, ἐπαναστάτησε πρῶτα στὸν ἐαυτόν του καὶ μετὰ
στὰ ὅσα παρέσυρε, μεταφέρει δὲ καὶ μεταδίδει ἀδιάκοπα τὴν ἰδικὴν τοῦ πλέον
διαστροφήν. Ἐάν, κατὰ τὴν γνώμη τῶν πατέρων μας, θέσιν καὶ προσωπικότητα ἔχη
μόνον τὸ ἀγαθόν, τὸ μὴ ἀγαθὸν ὑστερεῖται καὶ προσωπικότητα καὶ θέσιν, αὐτὸ ποῦ ἔπαθε
κατ' ἀνάγκην ὁ σατανᾶς.
Ὅταν ὅμως ὁ σατανᾶς προσπαθῆ νὰ λαβὴ θέσιν καὶ
προσωπικότητα, ἀφοῦ φυσικῶς τὰ ὑστερεῖται, ἄρα τὰ παριστάνει ψευδῶς καὶ αὐτὸ εἶναι
ἡ πλάνη.
Ἀσφαλῶς ὕπαρξιν, σὰν ὀντότητα, ὁ διάβολος ἔχει, γιατί ἀπέθανεν
μὲν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐννοίας κάθε καλοῦ καὶ τῆς ζωῆς ἐν Θεῶ, πλὴν ὅμως κατὰ
τὴν διαστραφεῖσαν τοῦ ὀντότητα ὑπάρχει ὡς σῶμα θανάτου. Δὲν παρουσιάζεται ὅμως ὑπ'
αὐτὴν τοῦ τὴν μηδενικότητα, ἀλλὰ κλέπτει τοὺς ὅρους τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ
χρησίμου, τοῦ εὐεργετικοῦ —ψευδῶς καὶ πεπλανημένως— καὶ ἀπατᾶ τοὺς πειθομένους
του. Σ' αὐτὸν τὸν στασιασμὸν τῆς δικῆς του πτώσεως ἀδιάκοπα πολεμᾶ νὰ παρασύρη
τὴν πανανθρώπινην φύσιν, μερικῶς καὶ ὁλικῶς, καὶ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι καὶ
λέγεται πλάνη.
Τὸ πρώτον μέτωπον τῆς ἀπάτης τοῦ σατανᾶ, τῆς πλάνης, ἐφάνη
στὴν πρώτη παρουσία τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ περιεκτικὴ πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ
στὰ ὑπ' Αὐτοῦ γενόμενα κτίσματα ἐπεκτείνεται, πέραν τῆς δημιουργικῆς του ἐνεργείας,
καὶ εἰς τὴν συντηρητικήν των ὄντων πρόνοιαν ὡς παρατεταμένη μορφὴ ἐπεμβάσεως τοῦ
Θεοῦ εἰς τὰ κτίσματα. Μὴ δυνάμενος ὁ διάβολος νὰ διαστρέψη τὴν δημιουργικὴν ἐπέμβασιν
τοῦ Θεοῦ στὰ ποιήματά του, κατὰ τὸν ἄρρητον καὶ ἀκατάληπτον τρόπον τῆς θείας
παντοδυναμίας, ἐπεμβαίνει δολίως στὸν παρατεταμένον τρόπον τῆς συντηρήσεως καὶ
κηδεμονίας τῶν ὄντων καὶ ἰδία τῶν λογικῶν. Ἡ πρώτη του κροῦσις ἔγινε στοὺς
πρωτοπλάστους, διαστρέψας ἐνώπιόν τους τοὺς προνοητικοὺς ὅρους τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἔδειξεν
σ' αὐτοὺς ὁ Θεός, χάριν τῆς συντηρήσεως καὶ προαγωγῆς τους στὸν τελικὸ σκοπὸν
καὶ προορισμόν τους.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὴν τοῦ τὴν ἐπιτυχίαν ὁ διάβολος ἀπέκτησε ὡς
μόνιμό του ἔργον αὐτὸν τὸν ὄρον καὶ νόμον τῆς διαστροφῆς: νὰ πείθη τὰ πάντα
ψευδῶς σὲ στασιασμὸν πρὸς πάσαν ἀλήθειαν καὶ λογικήν, καυχώμενος διὰ τὸ ἀποτέλεσμα
τῆς παρακωλύσεως τοῦ θείου σχεδίου περὶ τῶν ὄντων καὶ τοῦ τέλους ἑνὸς ἑκάστου
κατὰ τὴν θείαν βουλήν. Ἐξετάζοντες τὴν ἀρχὴν τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὴν δημιουργίαν
τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ πάσας τὰς γραφᾶς, συναντοῦμε μίαν πλήρη ὁμοιομορφίαν ὅλης
της διαβολικῆς πολεμικότητος μὲ τὸν ἴδιον πάντα σκοπόν: ἀποπλάνησιν τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, εἰς ὁποιανδήποτε βαθμίδα ἢ κλίμακα εὑρίσκεται. Καὶ
αὐτὴ ἀκόμα ἡ προσωποποίησίς του σὲ θέσεις θεότητας, ὁπού ἐπὶ σειρὰν αἰώνων
παραπλανοῦσε τὸν ἄνθρωπον, τοῦτο κυρίως ἐπεδίωκε: στὸ νὰ μὴν ἀναζητήση, ἢ μᾶλλον
ἀνακαλύψη, ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀληθῆ Θεόν, ὅπου θὰ ἀνεύρισκε τὴν σωτηρίαν του. Διὰ τῆς
σαρκώσεως τοῦ ὁ Θεὸς Λόγος ἔφερε καίριον πλῆγμα στὴν θεοποίησιν τοῦ πονηροῦ, ἀποκαλύψας
τὴν ἀληθῆ θεογνωσίαν καὶ ἀνακαλέσας τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀλήθειαν. Πάλιν ὅμως, ὁ
ἀδίστακτος διάβολος, ὠχυρώθη εἰς τὸ κέλυφος τῆς πλάνης κατὰ τοῦ ἀνθρώπου ὑπὸ ἄλλην
μορφήν. Ἕως ἐδῶ ἡ πάλη εὐρίσκετο στὸ πρῶτο στάδιον. Νὰ μὴ ἀφήση τὸν ἄνθρωπον νὰ
γνωρίση τὸν Θεόν, τὴν ἀλήθειαν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ ἄλλοτε ἐτονίσαμεν, εἶναι τὸ ἕνα
εἶδος τοῦ γενικοῦ σατανικοῦ πολέμου.
Τὸ δεύτερον τώρα εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, μέσω τῆς
κρείττονος τοῦ Θεοῦ προνοίας, ἐγνώρισε τὸν Θεὸν ἀποκαλυφθέντα καὶ λαλήσαντα. Μὴ
δυνάμενος ὁ ἐχθρὸς νὰ ἀφανίση τὴν ἀποκαλυφθεῖσαν ἀλήθειαν δὲν πολεμᾶ νὰ πείση τὸν
ἄνθρωπον νὰ τὴν ἀρνηθῆ —ἂν καὶ τοῦτο ἐν μέρει σήμερον τὸ ἐπιτυγχάνει—, ἀλλὰ
προσπαθεῖ νὰ νοθεύση αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, διαστρέφοντας τοὺς ὅρους καὶ τὰ
δόγματα καὶ συντάγματα τῆς γνησιότητάς της, διὰ νὰ ὑστερήση τοὺς μαθητᾶς της ἀπὸ
τῶν ἀποκειμένων ἀμοιβῶν, ποῦ εἶναι οἱ θεῖες ἐπαγγελίες, αὐτὴ ταύτη ἡ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ διαστροφὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴν δόξαν τῆς ἀληθείας, ποῦ λέγεται εὐσέβεια,
ὀνομάζεται αἵρεσις, καὶ μὲ ἀναρίθμητες αἱρέσεις κτυπᾶ τὴν Ἐκκλησίαν ἀπ’ αὐτῆς τῆς
ἱδρύσεώς της, γιὰ νὰ ἐμποδίση, ὅπως πιστεύει, τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ
«πονηρὸς ἄνθρωπος», κατὰ τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων, ποῦ ἔσπειρεν ἐν μέσω τοῦ
καθαροῦ σίτου τὰ τόσα ζιζάνια, τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἠνέχθη τὴν συμφυΐαν ἕως τῆς ἡμέρας
τοῦ θερισμοῦ. Μὲ διαιρέσεις καὶ σκάνδαλα, ψευδοθρησκεῖες, αἱρέσεις, φατρίες, καὶ
παντὸς εἴδους πλάνες καὶ διαστάσεις, διασπᾶ καὶ συγχύζει τὸ ἀνθρώπινον γένος αὐτὸς
ὁ λυμεὼν καὶ ἒπ' αὐτοῦ του κλύδωνος καὶ τοῦ σάλου διαπλέει ἡ ἀλήθεια, ἡ «ἐκκλησία»
τοῦ Χριστοῦ, καὶ «μακάριος ὃς φυλάξει ταῦτα καὶ συνήσει τὰ ἐλέη τοῦ Κυρίου».
Νὰ λοιπόν, πῶς καὶ διατὶ ὑπάρχουν τὰ τόσα σκάνδαλα ἐπὶ γῆς
καὶ αὐξάνουν ὀσημέραι, προκαλοῦντα τὴν δυσφορίαν τῶν πολλῶν, ποῦ ἀγνοοῦν αὐτὸ τὸ
μυστήριον. Προβαίνοντος δὲ τοῦ χρόνου, γιὰ τοὺς «εἰς τὰ τέλη τῶν αἰώνων
καταντήσαντας», τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν θάναι ἔτι ζοφερώτερα, ἕνεκεν τῆς
προαισθήσεως τοῦ πλανώντας τὴν οἰκουμένην «εἰδῶτος ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει». «Καὶ
ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικὶ (ἐκκλησία) καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν
λοιπῶν του σπέρματος αὐτῆς».
Ὑπάρχει καὶ ἄλλο χάος σκοτεινότατον τῆς πλάνης τοῦ σατανᾶ,
πάντοτε ἐπίκαιρον καὶ περισσότερον πρόσφορον στὶς ἡμέρες μας.
Δύο γενικὲς ἀφορμές, συνυφασμένες μὲ τὴν ἀνθρώπινη ζωήν,
ἀνοίγουν τὴν θύραν σ' αὐτοῦ του εἴδους τὴν πλάνην. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ζωηρὰ ἐπιθυμία
τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίση τὸ μέλλον του καὶ γενικὰ νὰ κατανόηση τὰ αἴτια τῶν
συμβαινόντων δυσχερῶν της ζωῆς του. Ἡ ἄλλη ἀφορμὴ εἶναι ἡ πολύπλευρη περιέργεια
τῆς γνώσεως τῶν ὑπὲρ φύσιν πραγμάτων, ποῦ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερον ζήτημα ποῦ
γενικὰ ἀπασχολεῖ. Ἡ πραγματικὴ γνῶσις κάθε ὑπερφυσικοῦ πράγματος μόνον διὰ τῆς ὑπὲρ
φύσιν θείας χάριτος πραγματοποιεῖται. Ὁ ἀπατεὼν ὅμως διάβολος ἐδῶ βρίσκει
κατάλληλον ἔδαφος τῆς δικῆς του πλάνης καὶ ἀπάτης, γιατί, σὰν ὑπερφυσικὸν πνεῦμα
ποῦ εἶναι ἔναντι ἠμῶν τῶν ἐχόντων σῶμα παχὺ καὶ φαινόμενον, ὑποδύεται τὸν ρόλον
τῆς χάριτος καὶ παρουσιάζει ψευδῶς εἰκόνες καὶ φάσματα ὡς ἀληθεῖς ἀποκαλύψεις
καὶ παρασύρει τὸν ἄνθρωπον.
Λειτουργώντας ὁ πνευματικὸς νόμος, σὰν ὁ κώδικας τῆς
θεοπρεποὺς οἰκονομίας πρὸς τὰ κτίσματα, ἐπιβάλλει στὰ στοιχεῖα καὶ στοὺς ἀνθρώπους
τὰ μέτρα καὶ μέσα ἐκεῖνα, ποῦ ρυθμίζουν τὴν παροῦσαν ζωήν, καὶ ἔτσι ἀπαρτίζεται
ὁ κύκλος τοῦ σύμπαντος νοήματος τῆς ζωῆς. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκατάληπτους αὐτοὺς ὅρους
καὶ νόμους τῆς προνοητικῆς αὐτῆς κυβερνήσεως τῶν ὄντων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν
στὸν κανόνα τῆς ζωῆς καὶ τὰ διάφορα θλιβερὰ καὶ ἐπίπονα, στὴν γενική τους
κλίμακα. Αὐτοῦ του εἴδους τοὺς πειρασμούς, μέσω τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς ρυθμίζει τὴν
ζωὴν ἐνταύθα καὶ γιὰ τὸ μέλλον, οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι τοὺς ἀγνοοῦν, καί, στὴν
προσπάθειά τους γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγουν, πιάνονται στὰ δίκτυα τοῦ σατανᾶ
προσποιούμενου τὸν σωτήρα. Ἂν καὶ πάντοτε ἀπεδείχθη πλάνος καὶ ἀπατεών, ὁ ἄνθρωπος
δὲν κατόρθωσε νὰ διαπιστώση αὐτὴν τὴν παγίδα καὶ νὰ σωθῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνον αὐτόν.
Ὡς ἀντάλλαγμα στοὺς ἀφελεῖς του ὑπηκόους ὁ πονηρὸς ἀπαιτεῖ ὑψηλὰ κεφάλαια, χωρὶς
αὐτοὶ νὰ γνωρίζουν τὴν ἔκτασι τῆς ζημίας τους, καί, ὅταν θὰ ἀνακύψουν,
δυσκολεύονται νὰ ἀπαλλαγοῦν τῆς σατανικῆς ἐπιδράσεως, ποῦ σὰν αἰχμαλωσία τοὺς
στραγγαλίζει τὴ θέλησι καὶ ἐλευθερίαν.
Μὲ παρόμοιον τρόπον πλανῶνται καὶ οἱ περίεργοι καὶ ἐγωϊσταί,
ποῦ εἰσδύουν αὐθαδῶς στὰ σκοτεινὰ ἄντρα τοῦ σατανᾶ μὲ τὶς πλαστὲς ἀληθοφάνειες,
γιὰ νὰ βροῦν ἐπιστημονικῶ τῷ τρόπω, ὅπως τοὺς ἀποπλανᾶ, τὴν ἀλήθειαν καὶ νά, ποῦ
βρίσκονται σήμερον τὰ τραγικὰ θύματα τῆς νεολαίας μας, ποῦ στοὺς συνειδητοὺς
προκαλοῦν ἀβάστακτον πόνον καὶ στοὺς ἀνεύθυνους ὑπευθύνους ἀδιαφορία καὶ ἀδράνειαν.
Μέσω τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ὅπου κρατοῦν τὰ πεπαλαιωμένα μαγικὰ σύμβολα καὶ
σχήματα, δίδει σήμερον ὁ δράκων, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος καὶ σατανᾶς, τὰ ἀπατηλώτερά
του μηνύματα.
Ὁ κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν θείαν κτισθεῖς ἄνθρωπος, καὶ
μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀκόμα, συγκρατεῖ μέσα του σὰν στοιχεῖα τῆς ὀντότητός του τὴν
αἴσθησιν καὶ ἐπιθυμίαν τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Δὲν προβαίνομε σὲ θεολογικοὺς ὅρους περὶ
τούτου, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς χαράζομεν τὶς μορφὲς καὶ φάσεις τῆς πλάνης τοῦ
σατανᾶ, γιατί πάρα πολύ το θέμα αὐτὸ εἶναι, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐπίκαιρον. Αὐτὴν τὴν
αἴσθησιν ὁ Θεὸς Λόγος διὰ τῆς παρουσίας τοῦ ὄχι μόνον ἀπεκάλυψεν εἰς τὴν φύσιν
της, ἀλλὰ καὶ ἐπραγμάτωσεν μεταδόσας στὸν ἄνθρωπον διὰ τοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας,
τὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ κληρονομήση ὅλον το πλήρωμα τῆς ὑπὲρ φύσιν
καταστάσεως, γινόμενος κατὰ χάριν υἱὸς Θεοῦ. Τὸν πρακτικὸν τρόπον, ὁπού ὁ ἄνθρωπος
δύναται διὰ τῆς χάριτος νὰ φθάση σ' αὐτὴν τὴν θείαν ἐπαγγελίαν, ἀναφέρομε σ' ὅλον
μας αὐτὸ τὸ ταπεινὸ σύγγραμμα, καὶ ὅτι βαθμηδὸν κανεὶς διὰ τῆς κλίμακας τῆς
μετανοίας μεταφέρεται σ' αὐτὸ τὸ πλήρωμα. Ὁ πονηρότατος διάβολος, μιμούμενος τὰ
διάφορα στάδια ποῦ ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μὲ ὑπερφυσικὲς ἀξίες μέσω τῆς ἁγιαζούσης
θείας χάριτος, παραχαράζει, ὡς συνήθως, τὴν ἀληθῆ θεοφάνεια μὲ ψευδαισθήσεις τῆς
δικῆς του κακουργίας καὶ ἐνεργείας καὶ ἀποκοιμίζει τὰ δικά του θύματα, ὅτι καλῶς
βαδίζουν ἀφοῦ βλέπουν καὶ αἰσθάνονται πράγματα ὑπερφυσικά, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία
παραδέχεται. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ παγίδα τῶν περιέργων καὶ ἐγωιστῶν.
Ἡ οὐσία ὅμως τῆς ὑπὲρ φύσιν κοινωνίας δὲν εἶναι σ’ ἕνα
θέαμα ἢ σὲ μιὰ ψευδαίσθησιν παρηγοριᾶς, καὶ γενικὰ στὸ νὰ ἰδοῦμε ἢ νὰ ὑποστοῦμεν
κάποιον θαῦμα, ὅπως καυχῶνται οἱ ὀπαδοὶ τῶν ψευδοθρησκειῶν. Ἡ κοινωνία τῆς ὑπὲρ
φύσιν καταστάσεως τῆς ζωῆς εἶναι τὸ πλήρωμα τῶν ἐπαγγελιῶν, ποῦ παρέδωσε
κληρονομικὰ στοὺς πιστούς του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ- καὶ νὰ τί λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης-
«Ὅσοι γὰρ ἔλαβον Αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, οἱ οὐκ ἐκ
θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἂλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν». Οὐχὶ
θεαταὶ τῶν ὑπὲρ φύσιν θείων μυστηρίων καὶ δωρεῶν ἀλλὰ κληρονόμοι, «κληρονόμοι μὲν
Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ»· καὶ αὐτὸ μόνον μέσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν
θείων μυστηρίων αὐτῆς, ἀσκοῦντες τὶς θεῖες ἀρετὲς κατὰ τὸ θεῖον τοῦ Χριστοῦ εὐαγγέλιον,
καὶ ὄχι τὴ ἀπάτη καὶ μεσιτεία τῶν ἀγυρτῶν καὶ ἀπατεώνων, στὶς μαγεῖες καὶ στὰ
γιόγκα τῶν διαβολικῶν ἐπιταγμάτων.
Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: ''Γέρων Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστής'',
τόμος β΄ Πατρικαὶ Ὑποθῆκαι, Ἀγάπη ἐν
Χριστῷ