Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ἡ ὑπομονὴ σὲ περιόδους Ἄρσης τῆς Χάριτος


Ἡ ὑπομονὴ εἶναι περιεκτικὴ ἀρετὴ καὶ δὲν ὑπόκειται σὲ προϋποθέσεις καὶ ὅρια, γιατί εἶναι «ἦθος θεοειδές», «σταυρότυπος στάση ζωῆς»

«Ὑπομονή, τέλειον ἔργον ἐχέτω» (Ἰακ. 1, 4).

Ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς δὲν ἔχει περιορισμένα χρο­νικὰ ὅρια οὔτε νοεῖται ὡς ἐπὶ μέρους ἀρετὴ πού, ἀνάλογα μὲ τὶς περιπτώσεις καὶ τὶς περιστάσεις, λειτουργεῖται ἢ ὄχι. Γιὰ νὰ θεωρηθεῖ, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι κάποιος κοσμεῖται μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, θὰ πρέπει αὐτὸς νὰ τὴ λειτουρ­γεῖ ἀδιάπτωτα καὶ ἀδιάλειπτα. Ὑπομονὴ δηλαδὴ ἀπαιτεῖται σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ μάλιστα κατὰ τὶς πε­ριόδους τῆς «ἄρσης τῆς Χάριτος».

Γιατί, πέρα ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ βαρύνουν τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχει ἡ βαθμίδα τῶν θλίψεων ἐκείνων ποὺ προέρχονται, ὄχι ἀπὸ τὶς ἐφήμερες ἀπώλειες ποὺ ἀφοροῦν στὰ πράγματα καὶ στὶς καταστάσεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θλίψη ποὺ γεννιέται στὴν ψυχὴ κατὰ τὴν περίοδο «τῆς ἄρσης τῆς Χάριτος».

Ψυχὲς οἱ ὁποῖες ἀγωνίσθηκαν καὶ ἀξιώθη­καν νὰ γευθοῦν τὴν παράκληση τῶν οὐρανίων δω­ρεῶν, καὶ στὴ συνέχεια, κατὰ Θεία παιδαγωγία, στερήθηκαν πρόσκαιρα αὐτὴ τὴ Χάρη, ὑφίστα­νται ἀνέκφραστες ὀδύνες καὶ πενθοῦν γοερὰ καὶ ἀπαράκλητα. Τὰ πνευματικὰ ἀποθέματα αὐτῶν τῶν ψυχῶν πρέπει νὰ εἶναι ὑπερμεγέθη, ὥστε, ὄντας σὲ τέτοιον ἅδη, νὰ καταφέρουν νὰ παραμείνουν «ἐν ὑπομονὴ καὶ ἐν εὐχαριστία», παραδομένοι στὸ θέλημα τοῦ Μεγάλου Παιδαγωγοῦ καὶ Πατέρα.

Γιατί, καθὼς μᾶς διαμηνύουν οἱ Ἅγιοι προπάτορές μας, τὰ μεγαλύτερα ἀποθέματα ὑπομονῆς καὶ καρτερίας ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ ψυχὴ -ἡ ὁποία ἤδη γεύθηκε τὴ Χάρη καὶ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ κοινωνία- τὴ «Θεοεγκατάλειψη», τὴν πνευματικὴ δηλαδὴ ὀδύνη ποὺ συχνὰ γεννιέται στὴν ψυχή, μετὰ ἀπὸ τὶς «Πασχάλιες» ἐμπειρίες τῆς (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Ψυχὲς ποὺ γεύθηκαν τὴ Χάρη καὶ ἀπήλαυσαν οὐράνια χαρίσματα, ἀγωνιστὲς τοῦ πνεύμα­τος ποὺ εἶχαν ὑπερκόσμιες προσπελάσεις καὶ οἱ ὁποῖες ἐγκαταλείφθηκαν πρὸς καιρὸν -γιὰ λόγους Θείας Οἰκονομίας, ποὺ καὶ πάλι ἡ Ἴδια ἡ Χάρη λειτουργεῖ- διηγοῦνται τὴν ἀπερίγραπτη ὀδύνη καὶ τὸ ἀπαράκλητο δάκρυ, ποὺ τοὺς προκαλεῖ αὐτὴ ἡ στέρηση. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, λέει χαρακτηριστικά: «Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς Χάριτος.

Τότε ἡ ψυχὴ νοσταλγεῖ τὸν Θεό. Καὶ μὲ τί νὰ πα­ρομοιάσω τὴ νοσταλγία αὐτή; Θὰ τὴν παρο­μοιάσω μὲ τὸ κλάμα τῆς μητέρας ποὺ ἔχασε τὸν μονάκριβο ἀγαπημένο γιό της καὶ φωνάζει: 'Που εἶσαι σπλάγχνο μου ἀγαπημένο, ποῦ εἶσαι χαρά μου;'. Ἔτσι, καὶ ἀκόμη περισσότερο, πονᾶ ἡ ψυχὴ γιὰ τὸν Κύριο, ὅταν ἀποστερηθεῖ τὴ γλυκύτητα καὶ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ».

Αὐτὲς οἱ ἅγιες ψυχές, σὰν αὐτὴ τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ, μποροῦν πραγματικὰ νὰ μᾶς διδάξουν τὶς ἀτραποὺς τοῦ Πνεύματος καὶ τὰ ἀπροσμέτρητα μεγέθη τῆς ὑπομονῆς, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ ἀντέξει κανεὶς τὴν «ἀπέναντί του Παραδείσου» ὀδύνη. Καὶ παρόλο ποὺ αὐτὰ τὰ γεύονται σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ σχε­τικὰ λίγοι ἄνθρωποι, ἐντούτοις πρέπει νὰ κατα­δεικνύονται, ὥστε καὶ οἱ χαμερπεῖς καὶ ἀδύναμοι ἀγωνιστὲς τῆς καθημερινότητας νὰ προσβλέπουν «εἰς τὰ ὅρη» τοῦ πνεύματος, στὴν κορυφὴ τῆς ὑπο­μονῆς καὶ τῆς ταπείνωσης, «ὅθεν βοήθεια ἤξει».