Γερμανὸς Β. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὅπως ἔχει γραφή, ὁ
ὁποῖος φωτίζει τὰ πάντα μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς Αὐτοῦ ἀγαθότητος. Ἡ δὲ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου,
ἀναλόγως μὲ τὴν διάθεσί του, γίνεται ἢ κηρός, ὡς φιλόθεος, ἢ πηλός, ὡς
φιλοϋλος. Ὅπως λοιπὸν ὁ πηλὸς ἐκ φύσεως μὲ τὸν ἥλιο ξηραίνεται, ἔτσι καὶ κάθε
ψυχὴ φιλοϋλος καὶ φιλοκόσμος, ἐνῶ νουθετεῖται ἀπὸ τὸν Θεόν, σκληρύνεται, ὅπως ὁ
πηλός, διότι ἀντιστρέφει τοὺς λόγους του, καὶ ὁδηγεῖται μόνη της πρὸς τὴν ἀπώλειαν.
Ἡ φιλόθεος ὅμως ψυχὴ ἁπαλύνεται ὡς κηρὸς καὶ δεχόμενη μέσα της τοὺς τύπους καὶ
τοὺς χαρακτῆρες τῶν θείων ἐννοιῶν, γίνεται κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Ὁ
αἰσθητὸς ἥλιος θεωρεῖται, δὲν θεωρεῖ. Ὁ νοητὸς ἥλιος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἀξίους,
ἀλλὰ καὶ βλέπει τοὺς πάντας καὶ περισσότερον αὐτοὺς ποὺ τὸν βλέπουν. Ὁ αἰσθητὸς
ἥλιος δὲν ὁμιλεῖ οὔτε χαρίζει ὁμιλία σὲ κανέναν, ὁ νοητὸς ὅμως καὶ ὁμιλεῖ στοὺς
φίλους του καὶ χαρίζει σὲ ὅλους τὴν ὅρασι καὶ τὴν ὁμιλία. Ὁ αἰσθητὸς ἥλιος
λάμποντας σὲ τόπους αἰσθητούς, μὲ τὴν θερμότητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἀποξηραίνει τὴν
ὑγρότητα τῆς γῆς, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ τρέφει τὰ φυτὰ καὶ τὰ σπέρματα. Ἐνῶ ὁ νοητὸς
ἥλιος, ὅταν ἀνατείλη στὴν ψυχή, τὰ κάνει καὶ τὰ δύο. Ξηραίνει τὴν ὑγρότητα τῶν
παθῶν, ἀποπλύνοντας τὴν ἀκαθαρσία ποὺ ἔχει προκληθεῖ ἀπὸ αὐτὰ καὶ συγχρόνως
λιπαίνει τὴν νοητὴν γῆ τῆς ψυχῆς, καὶ ἔτσι τὰ φυτὰ τῶν ἀρετῶν τρέφονται καὶ αὐξάνουν.
Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, λαμπρότης γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν
κάθαρσι τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τους. Πράγματι, ἐὰν σκότος εἶναι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἁμαρτία,
φῶς θὰ εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ὁ ἔνθεος βίος. Ὁ Χριστὸς λέγεται φῶς ἐπειδὴ φωτίζει τὸν
νοῦ πρὸς κατανόησιν τῶν ἀπορρήτων καὶ δεικνύει τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα εἶναι θεατὰ
μόνον στοὺς καθαρούς. Ὁ Χριστὸς εἶναι φῶς διότι φωτίζει νοητῶς τὶς καρδιὲς τῶν
πιστῶν καὶ χαρίζει στοὺς ἀνθρώπους τὸ αἰσθητὸν φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε:
«Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ «ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα». Ὅτι δὲ ἔτσι εἶναι
ἡ πραγματικότης, μᾶς τὸ φανερώνει καὶ ἡ περικοπὴ τῶν εὐαγγελικῶν θείων λόγων ποὺ
θὰ ἀναγνωσθῆ σήμερα, καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν Ἰησοῦν εἰς Ἱεριχῶ, τυφλὸς τὶς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα». Ὁ Κύριος ἐπεσκέπτετο κάθε πόλι καὶ περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας, ὅπου ἐθεράπευε κάθε νόσο καὶ κάθε σωματικὸ ἐλάττωμα, καὶ ἐκήρυσσε μετάνοιαν, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανωμένους στὴν γνῶσι τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὶς διδασκαλίες μὲ τὰ παράδοξα θαύματά του. Διότι οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ πείθωνται καὶ νὰ ὑπακούουν ὄχι τόσον στὰ λόγια ὅσον στὰ ἔργα. Διερχόμενος λοιπὸν ὁ Σωτὴρ ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς πόλεις ἐπλησίασε καὶ στὴν Ἱεριχῶ. Ἡ Ἱεριχῶ ἦταν πρωτεύουσα τῶν Χαναναίων, ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τῶν ἐθνικῶν. Αὐτὴν τὴν Ἱεριχῶ τὴν κατέλαβε κάποτε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μὲ πολιορκίαν, ὅταν πολεμοῦσε κατὰ τῶν ἐθνικῶν. Τώρα ὅμως ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς τὴν κατέλαβε πρὸς θεραπείαν καὶ σωτηρίαν. Ἠθέλησε νὰ τὴν ἀπελευθερώση, τὴν αἰχμάλωτο καὶ νὰ οἰκοδομήσει πνευματικῶς, αὐτὴν ποὺ παλαιὰ εἶχε κατακρημνισθεῖ, καὶ νὰ ἑλκύση κοντά του αὐτὴν ποὺ εἶχε ἀποξενωθεῖ. Ἀπὸ τὴν ἰδία πόλη προήρχετο καὶ ἐκείνη ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, ἡ ὁποία ἐδέχθη τοὺς κατασκόπους του Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς διέσωσε. Καθὼς λοιπὸν ὁ Κύριος ἐπορεύετο τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Ἱεριχῶ, τὸν ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς. Συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ γιὰ τὰ θαύματα καὶ τὶς διδασκαλίες Του. Κάποιος δὲ τυφλὸς ποὺ εἶχε καθίσει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε, ἤκουσε τὴν ὀχλαγωγία καὶ τὸν θόρυβον ἐκείνων ποὺ ἀκολουθοῦσαν πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ ἐδιδάσκοντο καὶ ἐθεραπεύοντο ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἐρωτοῦσε νὰ μάθη τί συμβαίνει. Καὶ ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι περνᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἐχάρη, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ καὶ τὸ ἐθεώρησε ὡς μοναδικὴν εὐκαιρία νὰ κάμη ὁ Κύριος το θαῦμα του καὶ σ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι τυφλὸς καὶ ἔχει ἀνάγκη θεραπείας. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πλησιάσει φωνάζοντας πρὸς Αὐτὸν δυνατά: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον μέ». Ὁ δὲ Κύριος του εἶπε: «Τί σοὶ θέλεις ποιήσω;» καὶ γιατί φωνάζεις ἔτσι; Τί ζητεῖς, ἄνθρωπε, ἀπ’ Αὐτὸν ποῦ ἐπτώχευσε γιὰ σὲ τὴν ἐσχάτη πτωχεία; Τί ἀπαιτεῖς ἀπ’ Αὐτὸν ποῦ δὲν ἔχει οὔτε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη; Καὶ ὁ τυφλὸς ἐπέμενε νὰ τὸν παρακαλῆ καὶ νὰ τὸν ἱκετεύει λέγοντας: «θέλω ἴνα ἀναβλέψω».
Δὲν ἐζήτησε κάτι μικρὸν καὶ εὐτελὲς ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
Δεσπότην ὁ τυφλός. Οὔτε χρυσὸν οὔτε χρῆμα οὔτε τροφὲς οὔτε σκεπάσματα οὔτε κάτι
ἄλλο παρόμοιον, ὅπως ἐζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μολονότι καὶ αὐτὰ ἠμποροῦσε νὰ
τοῦ τὰ δώσει Αὐτὸς ποὺ δίνει σὲ ὅλους τα πάντα, ἀλλὰ μόνον τοῦ ἔλεγε: «Κύριε,
θέλω ἴνα ἀναβλέψω». Κανένας ἄλλος δὲν ἠμπορεῖ νὰ μοῦ τὸ δώσει αὐτό, διότι μόνον
ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἐλεῆ καὶ νὰ σώζει. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέρχομαι καὶ
προσκυνῶ καὶ γονατιστὸς σὲ ἱκετεύω, ὡς τὸν ποιητὴν καὶ Κύριόν των ὅλων, καὶ βοῶ
τὸ ἐλέησον καὶ σὲ ὀνομάζω υἱὸν Δαβίδ. Ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι ὁ
προσδοκώμενος ἀπόγονός του Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ ἀμέτρητον εὐσπλαχνία νὰ
σώση τὸ γένος μας. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλην ἔννοιαν ὀνομάζει τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαβίδ, ἐπειδὴ
τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ τιμοῦσαν πάρα πολὺ οἱ ἑβραῖοι. Καὶ οἱ Προφῆτες, ὅσους βασιλεῖς
ἤθελαν νὰ τιμήσουν, ἔτσι τοὺς ὀνόμαζαν καὶ μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ τοὺς ἐδόξαζαν. Ἐπειδὴ
λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς αὐτὸς εἶχε ἀνατραφεῖ στὸν ἰουδαϊσμό, δὲν ἀγνοοῦσε ὅσα λέγει
ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆτες γιὰ τὸν Χριστόν, καὶ ὅτι σωματικῶς ὁ Χριστὸς θὰ προέλθη
ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ. Καὶ ὡς πρὸς τὸν Θεὸν μὲν ἐβόησε ἐλέησον μέ, διότι μόνον
ὁ Θεὸς εἶναι σὲ θέσι νὰ ἐλεῆ. Ὡς προερχόμενον δὲ ἀπὸ τὴ γενεὰ τοῦ Δαβίδ, τὸν ὀνομάζει
υἱὸν Δαβίδ. Ἃς σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος Δαβὶδ εἶναι: ἀγαπητὸς καὶ ἰσχυρός.
Ἀπὸ Αὐτὸν λοιπὸν ζητεῖ μὲ τόσον πόθο τὸ ἔλεος. Καὶ δὲν τοῦ εἶπε ὁ τυφλός:
ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ προσευχήσου γιὰ μένα ἢ παρακάλεσε ἢ ἱκέτευσε, ἀλλὰ ἐλέησον
μέ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐγνώριζε ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἁγίαν
καὶ ἀειπάρθενον Μαρία. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν πίστι τοῦ ἔλαβε τὴν ἴασι.
«Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῶ ἴνα σιωπήση. Αὐτὸς δὲ
πολλῶ μᾶλλον ἔκραζεν. Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον μέ». Αὐτὴ εἶναι ἡ καρτερικὴ καὶ
φλεγομένη ψυχή. Ἂν δὲν ἦταν ἔνθερμος ἡ πίστις τοῦ τυφλοῦ, δὲν θὰ ἐκραύγαζε
περισσότερον, ὅταν προσετάχθη νὰ σιωπήση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἠξιώθη νὰ ἐρωτηθῆ ἀπὸ τὸν
Σωτήρα καὶ νὰ τὸν πλησιάση, καὶ δὲν ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ του, ἀλλὰ ἔλαβε τὴν ἴασι.
«Σταθεῖς δέ», λέγει, «ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσευν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Ἐγγίσαντος
δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων. Τί σοὶ θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε: Κύριε, ἴνα ἀναβλέψω».
Δὲν ἠρώτησεν ὁ Δεσπότης ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίση κάποιος ἄλλος ὅτι
ἄλλο ἤθελε νὰ λάβη ὁ τυφλὸς καὶ ἄλλο τοῦ ἔδωσε. Ἤθελε ὅμως νὰ μάθουν οἱ
συμπορευόμενοι καὶ ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ καὶ τὴν πίστι τοῦ προσερχομένου. Γι’ αὐτὸ
ἔκανε ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν ἐρώτησι. Τοῦτο γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀπόκρισι
τοῦ Κυρίου: θέλεις νὰ ἀναβλέψης, λέγει; «Ἀναβλεψον». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ
ἤκουσε, «παραχρῆμα ἀνέβλεψε» καὶ ἔδρεψε τὸν καρπὸν τῆς πίστεως, τὴν σωτηρία: «ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε». Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ λόγια
αὐτὰ ἔδειξεν ὅτι αἴτιος τῆς θεραπείας τοῦ ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ τυφλός. Ἔγινε μὲ τὴν
πίστι τοῦ συνεργὸς τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ κατορθώματος. Πράγματι, τὴν στιγμὴ ποὺ
τοῦ εἶπε «ἀναβλεψον», ἀμέσως ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἔγινε φῶς γιὰ τὸν τυφλὸ καὶ
«παραχρῆμα ἀνέβλεψε», ἐπειδὴ ἡ φωνὴ ἦταν τοῦ φωτός, ὁ λόγος ἦταν τοῦ φωτοδότου.
«Καὶ ἠκολούθει αὐτῶ δοξάζων τὸν Θεόν». Ὅταν δηλαδὴ ὁ τυφλὸς ἐδέχθη ἀπὸ τὸν
Χριστὸν παραδόξως τὴν εὐεργεσία, δὲν ἠμέλησε νὰ συμπορευθῆ μ’ Αὐτόν, καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε
δοξάζοντας τὸν ὡς Θεόν», καὶ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεὸν καὶ
οἱ ἄλλοι. «Πᾶς γὰρ ὁ λαός», λέγει, «ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῶ». Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν
δωρεὰν ἐφάνη καρτερικὸς ὁ τυφλός, καὶ μετὰ τὴν δωρεὰν φαίνεται εὐγνώμων.
Καρτερικὸς διότι, ἂν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν καὶ πολλοὶ τὸν ἠμπόδιζαν νὰ φωνάζη,
αὐτὸς ἐπέμενε κραυγάζοντας «Ἰησοῦ υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον μέ». Καὶ εὐγνώμων ἐπειδὴ ὅταν
ἔλαβε τὴν χάρι, δὲν ἔτρεξε νὰ φύγη, ὅπως κάνουν πολλοὶ μετὰ τὶς εὐεργεσίες, φερόμενοι
μὲ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες.
Αὐτὸν ἃς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ ζῆλο καὶ προθυμία καὶ ἃς
γινώμεθα καρτερικοὶ στὶς προσευχὲς καὶ πρὶν λάβωμε αὐτὰ ποὺ ζητοῦμε, καὶ ἀφοῦ τὰ
λάβωμε νὰ μὴ μένωμε ἀχάριστοι πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Καὶ νὰ προσευχόμεθα μὲ πόθον,
ἔστω καὶ ἂν εἴμεθα οἱ πλέον εὐτελεῖς καὶ περιφρονημένοι. Νὰ προσφέρωμε καὶ
μόνοι μας δεήσεις πρὸς Κύριον ὥστε νὰ λαμβάνωμε ἀπὸ Αὐτὸν τὰ αἰτήματα πρὸς τὸ
συμφέρον μας. Διότι ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος οὔτε ὁδηγὸν εἶχε, οὔτε ἠμποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν
Σωτήρα, οὔτε εὐρῆκε συνήγορον κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ μολονότι εἶχε
καὶ πολλοὺς ποὺ τοῦ ἀπαγόρευαν νὰ μιλήσει καὶ τὸν ἠμπόδιζαν νὰ πλησιάση, ἠμπόρεσε
νὰ ὑπερβῆ ὅλα τα ἐμπόδια καὶ ἐπλησίασε Αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν θεραπευτὴν καὶ
Σωτήρα Χριστόν. Οὔτε ἡ κοινωνικὴ θέσις οὔτε ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ ἔδωσαν τὸ θάρρος,
ἀλλὰ ἀντὶ ὅλων αὐτῶν ἤρκεσεν ἡ προθυμία τὴν ὁποία τίποτα δὲν ἐστάθη ἱκανὸν νὰ ἐμποδίση.
Τὴν ἰδίαν προθυμίαν ἃς προσπαθήσωμεν νὰ ἀποκτήσωμε καὶ ἐμεῖς στὶς δεήσεις μας
πρὸς τὸν Δεσπότην. Καὶ ἂν ὁ Κύριος ἀναβάλλη, καὶ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν
καὶ μᾶς ἐμποδίζουν, ἃς προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεός
μας θὰ μᾶς πλησιάση καὶ θὰ ἐκπληρώση τὰ αἰτήματά μας.
Πράγματι, ὅλα τα δύσκολα καὶ ἐπίπονα καὶ ἀκόμη
περισσότερό τα θλιβερὰ καὶ ἐπώδυνα, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀκόμη νὰ τὰ θεραπεύση, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὰ ἐξαφανίζει καὶ
τὰ θεραπεύει θαυματουργικῶς, ὡς σοφὸς καὶ ἐπινοητὴς ποὺ εἶναι. Καὶ δὲν ἤνοιξε ὁ
Κύριος μόνον τοὺς ἐξωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐσωτερικούς,
τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὸ ὅτι μετὰ ταῦτα τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ ἐδόξαζε
τὸν Θεόν. Διότι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Προφῆτες, ὅσα θαύματα ἐνεργοῦσαν, τὰ ἔκαμαν ἀφοῦ
προηγουμένως παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ Αὐτὸν τὴν δύναμι. Ἔτσι ἐπετέλεσαν
ὅλες τὶς παράδοξες θαυματουργίες των. Ἐπίσης, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀργότερα, ἔκαμαν
τὶς θεοσημίες ἀφοῦ πρῶτα ἐγονάτιζαν στὴν γῆ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεόν. Ὁ Χριστὸς ὅμως,
ὡς Δεσπότης καὶ Κύριος των πάντων, διέτασσε τὴν κτίσιν, ἄλλοτε λέγοντας στὴν
θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», ἄλλοτε στὸν λεπρὸ «θέλω, καθαρίσθητι» καὶ ἄλλοτε
πάλιν ἐπιτιμοῦσε τὸν ἀκάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθης
εἰς αὐτόν». Καὶ τώρα λοιπὸν μὲ τὸ θεῖο νεῦμα Τοῦ ἐχάρισε στὸν τυφλὸ καὶ τὸ αἰσθητὸν
φῶς καὶ τὸ νοητὸν φῶς. Διότι Αὐτὸς εἶναι ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου
διεχώρισε τὸ σκότος ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλὰ καὶ ἐδημιούργησε τὸ φῶς. Καὶ ἐμφανίζεται μὲν
στὶς ψυχὲς τῶν ἀξίων μεταδίδοντας πάντοτε τὴν λαμπρότητά του, στοὺς δὲ αἰσθητοὺς
ὀφθαλμοὺς τῶν προσερχομένων σ’ Αὐτὸν χαρίζει, ὡς Δημιουργὸς καὶ Πλάστης, τὴν ὅρασι.
Καὶ τότε μὲν ἐφωτίσθη ὁ τυφλός, ὁ δὲ λαὸς ἐπίστευσε. Καὶ ὅλων τα στόματα ὡμιλοῦσαν
γιὰ τὸν Ἰησοῦν, ὅλων οἱ ὀφθαλμοὶ ἔβλεπαν τὸν τυφλὸν θεραπευμένον. Ἦταν πράγματι
παράδοξόν το θαῦμα ποὺ ἔγινε. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι μέν, μὲ ὅσα ἔβλεπαν, ἀποκτοῦσαν ἐμπιστοσύνη
στὶς διδασκαλίες τοῦ Κυρίου καὶ ἐπίστευαν ὅτι καὶ οἱ προρρήσεις τοῦ Κυρίου θὰ
πραγματοποιηθοῦν, διαβεβαιούμενοι καὶ πληροφορούμενοι γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἐμεῖς
δὲ ἀφοῦ βλέπουμε ὅτι ὅλα ὅσα προεῖπεν ὁ Κύριος ἐξεπληρώθησαν χωρὶς καθυστέρησι,
ὀρθὸν εἶναι νὰ πιστεύωμε καὶ σὲ ὅσα θαύματα ἔγιναν τότε καὶ νὰ θεωροῦμε ὅτι εἴμεθα
παρόντες ὡς θεαταὶ μαζὶ μ’ ἐκείνους. Καὶ μάλιστα νὰ πιστεύωμε ἀναντιρρήτως στὰ
παράδοξα ἐκεῖνα ἔργα, ὅπως ἀκριβῶς ἐὰν εἴμεθα, ἐκεῖνον τὸν καιρόν, αὐτόπτες τῶν
ἐνεργουμένων σημείων.
Ἃς «δοξάσωμε τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ἠμῶν», πειθόμενοι στὸν
μακάριο Παῦλο. Καὶ πῶς δοξάζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός μας; Ἐὰν δὲν
βλέπωμε κακῶς, ἀλλὰ μάθωμε νὰ βλέπωμε καλῶς. Καὶ δοξάζουμε τὸν Θεὸν ὅταν διὰ
μέσου των ὁρατῶν κτισμάτων τοῦ βλέπωμε τὰ ἀόρατα, καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα ὅσα
ἔκανε. Ὁ Θεὸς δοξάζεται ὅταν δὲν ἀκοῦμε κακὰ καὶ σατανικὰ ἄσματα, ἀλλὰ ἀκοῦμε τὰ
λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνοίγωμε τὶς θύρες τῆς ἀκοῆς ὄχι στὰ διαβολικὰ καὶ φαῦλα ἀκούσματα,
ἀλλὰ πάντοτε σὲ θεῖες παραινέσεις καὶ διδασκαλίες. Καὶ γενικῶς ὁ Θεὸς δοξάζεται
μὲ ὅλα τα μέλη μας, ὅταν πιστεύωμε ὀρθὰ σ’ Αὐτὸν καὶ ἐκπληρώνωμε τὶς ἅγιες ἐντολές
Του. Ἃς καταρτίζωμε καθημερινῶς τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ εἴμεθα ὅπως πρέπει ἐνώπιόν
του Θεοῦ. Διότι ὁ προφήτης Ὠσηὲ λέγει: «ἔλεον καὶ κρίμα φυλάσσου (δηλαδή,
φύλαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ δικαιοσύνη) καὶ ἔγγιζε πρὸς τὸν Θεόν σου
διαπαντός». Καὶ πάλιν ὁ Προφήτης Μαλαχίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ λέγει: «υἱὸς
δοξάζει πατέρα καὶ δοῦλος τὸν κύριον αὐτοῦ. Καὶ εἰ πατὴρ εἰμὶ ἐγώ, ποῦ ἐστὶν ἡ
δόξα μου; Καὶ εἰ Κύριος εἰμὶ ἐγώ, ποῦ ἐστὶν ὁ φόβος μου; λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ». Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ
σαρκὸς καὶ πνεύματος». Καὶ ἡ Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακὴ τήρει σὴν
καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς (δηλαδή, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς εἶναι ἐξωτερίκευσις
τῆς καρδίας)». Καὶ ὁ Χριστὸς λέγει: «Καθάρισον πρώτον τὸ ἐντός του ποτηρίου, ἴνα
γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτοῦ καθαρόν». Γι’ αὐτὸ ἃς φοβηθοῦμε ἀδελφοί μου καὶ ἃς ἀγωνισθοῦμε
νὰ ἀναβλέψωμε πρὸς τὸ φῶς τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἴμεθα τυφλοί,
καὶ ἃς προσέλθωμε στὸν Κύριον διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ ἀποχῆς τῶν αἰσχρῶν
καὶ ἀπαγορευμένων ἔργων, καὶ ἃς ἀπορρίψωμε τὰ ἱμάτια ποὺ ἔχουμε ἐνδυθεῖ, δηλαδὴ
τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἢ καὶ τὶς γήινες καὶ ὑλικὲς φροντίδες, καὶ «ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα
τοῦ φωτὸς» καὶ τῶν ἀρετῶν, καὶ ἃς «περιπατήσωμεν ὡς ἐν φωτὶ καὶ ἡμέρα εὐσχημόνως»
καὶ δικαίως καὶ ὁσίως, ὥστε νὰ ἠμπορέσωμε νὰ ἀκολουθήσωμε Αὐτόν, τὸν Δεσπότην
καὶ Ἐλευθερωτὴν καὶ Σωτήρα ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Θεὸν «ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος
σὺν τῷ ἀνάρχω Αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ ὁμοουσίω καὶ ζωοποιῶ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ
εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: (13ος αἰὼν - Πατριαρχικὸν Ὁμιλιάριον Β'. σέλ. 230.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον", σελὶς 431 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια
κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς), Τράπεζα
Ἰδεῶν