Τὴν πρώτη κιόλας μέρα τῆς κατασκήνωσης ἄκουσα κάτι ποὺ μὲ συγκλόνισε. Ἦταν
μία φράση μικρή. «Σὲ ψάχνει ὁ Θεός!». Νά ῾ξερες, Θεέ μου, πόσο χάρηκα ποὺ τὸ
ἄκουσα! Σὲ ἀναζητῶ κι ἐγὼ καὶ χαίρομαι, γιατὶ τώρα ποὺ μὲ ἀναζητᾶς κι Ἐσὺ εἶναι
σίγουρο πὼς θὰ συναντηθοῦμε.
Ἐσὺ μὲ δημιούργησες, Ἐσὺ μὲ προίκισες μὲ χαρίσματα, μὲ κάλεσες κοντά Σου,
γέμισες τὴν ἀγκαλιά μου καὶ τὰ χέρια μου μὲ τόσα δῶρα, μ᾿ ἀγάπησες μὲ μίαν
ἀγάπη ποὺ ὅμοιά της στὸν κόσμο δὲν εἶν᾿ ἄλλη καὶ μ᾿ ἔχεις πάντα κοντά Σου καὶ
μὲ συντροφεύεις καὶ μ᾿ ἔχεις μὲς στὴν παλάμη Σου νὰ ζῶ. Κι ἐγώ... Σ᾿ αἰσθάνομαι
σὰν ξένο. Σὲ φοβᾶμαι. Εἶμαι ἕνα μικρό, τιποτένιο, ἀνάξιο, ἀδύναμο πλάσμα, τόσο
περιορισμένων δυνατοτήτων... Ἀδυνατῶ νὰ συλλάβω μὲ τὸ φτωχό, μικρό μου
μυαλουδάκι τὰ μεγαλεῖα τῆς θεότητός Σου, τὴ σημασία καὶ τὴν ἀξία, τὸ νόημα καὶ
τὸ μέγεθος τῆς θυσίας Σου. Συγχώρεσε μέ, Κύριε! Δὲ θέλω νὰ νομίζεις πὼς εἶναι
μάταιη ἡ θυσία Σου γιὰ μένα. Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ
πόνεσες καὶ θυσιάστηκες γιὰ μένα. Ὧρες-ὧρες ὅμως εἶσαι τόσο ἀκατανόητος!
Λένε πώς, ἂν ἡ ψυχὴ Σὲ βρεῖ, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Καὶ δὲν
προσκολλᾶται στὰ γήινα. Ἀποχωρίζεται ἀπ᾿ αὐτά. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ
ζοῦν ἔτσι; Καὶ πληροῦνται Πνεύματος Ἁγίου καὶ γίνονται θεοφόροι; Κι ἂν Σὲ
πλησιάσουν καὶ Σ᾿ ἀγαπήσουν, Θεέ μου, εἶναι δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τόσο ἰσχυρὴ ἕλξη
νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιστρέψουν ξανὰ στὰ γήινα, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὶς τετριμμένες,
καθημερινές τους ἀσχολίες. Πῶς εἶναι δυνατὸ αὐτό, ὅταν νοῦς καὶ καρδιὰ
συνεπαίρνονται; Καὶ πὼς συμβιβάζεται ὁ φόβος Σου καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητας
καὶ ἁμαρτωλότητάς μας μὲ τὴ λαχτάρα καὶ τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Σου; Πῶς
εἶναι δυνατὸ νὰ γινόμαστε ἕνα μὲ Σένα τὸ Θεό, ποὺ φοβόμαστε καὶ συνάμα
ἀγαποῦμε; Μὲ Σένα, ποὺ γνωρίζουμε καὶ συνάμα ἀγνοοῦμε; Μὲ Σένα, ποὺ εἶσαι τὸ
πῦρ ποὺ κατακαίεις καὶ μαζὶ ἡ δροσιὰ τῆς ψυχῆς μας; Ἂν καταλαβαίναμε τί γίνεται
στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἂν τὸ συλλαμβάναμε σ᾿ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο,
θὰ μποροῦσε νὰ μείνει τὸ μυαλό μας στὴ θέση του; Εἶναι δυνατὸ νὰ ζοῦμε σὰν
κανονικοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἕνωσή μας μαζί Σου;
Τοὺς γονεῖς μου, τ᾿ ἀδέλφια μου, τὶς φίλες μου, τοὺς καθοδηγούς μου, δὲ
δυσκολεύομαι νὰ τοὺς ἀγαπήσω. Τοὺς βλέπω, τοὺς ἀγγίζω, τοὺς μιλῶ, τοὺς νιώθω
κοντά μου. Μὲ Σένα δὲ συμβαίνει καθόλου τὸ ἴδιο καὶ λυπᾶμαι γι᾿ αὐτό... Θέ μου,
ξέρω πὼς πολὺ μ᾿ ἀγαπᾶς. Καὶ πὼς θὰ πάρεις τὸ γράμμα μου καὶ θὰ μοῦ ἀπαντήσεις.
Σὲ παρακαλῶ, μὴ σταματήσεις νὰ μ᾿ ἀναζητᾶς. Νὰ μὲ καταδιώκει τὸ ἔλεός Σου.
Ξεκίνησα κι ἐγὼ καὶ Σὲ ψάχνω. Κι ὅταν Σὲ βρῶ κι ἀνταμώσουμε, ὤ, τότε! Γιὰ
τίποτε στὸν κόσμο μὴ μ᾿ ἀφήσεις ν᾿ ἀφήσω τὴ δική Σου ἀγκάλη...
Τὸ παιδί Σου
Α.
φοιτήτρια-Θεσσαλονίκη