Σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγινες ἕνα πνεῦμα μαζί μου
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως κι ἀναλλοιώτως,
Θεὲ τοῦ παντός, κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου τὰ πάντα σὲ ὅλα:
Τροφὴ ἀνεκλάλητη ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει,
ποὺ ξεχύνεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τῆς ψυχῆς μου τὰ χείλη
καὶ πλούσια ἀναβλύζει ἀπ᾿ τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς μου.
Ἔνδυμα, ποὺ ἀστράφτει καὶ καταφλέγει τοὺς δαίμονες.
κάθαρση, ποὺ μὲ πλένεις μὲ τ᾿ ἄφθαρτα κι᾿ ἅγια δάκρυα
ποὺ ἡ παρουσία σου χαρίζει σ᾿ ὅσους ἐπισκεφθεῖς.
καὶ ἥλιος ἀβασίλευτος, ποὺ δὲν ἔχεις ποὺ νὰ κρυφτεῖς,
ἀφοῦ γεμίζεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ σύμπαντα.
Ποτὲ δὲν κρύφτηκες ἀπὸ κανένα ἀλλ᾿ ἐμεῖς κρυβόμαστε
πάντοτε ἀπὸ σένα, μὴ θέλοντας νἀρθοῦμε κοντά σου.
Μὰ ποῦ νὰ κρυφτεῖς ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος
γιὰ τὴν κατάπαυσή σου;
Καὶ γιατί νὰ κρυφτεῖς ἐσὺ ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι κανέναν
οὔτε κανέναν ντρέπεσαι;
Καὶ τώρα, σὲ ἱκετεύω, Δέσποτά μου,
ἔλα νὰ στήσεις τὴ σκηνή σου στὴν καρδιά μου,
νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μείνεις ἐντός μου
ἀχώριστος κι ἑνωμένος μέχρι τέλους μὲ μένα τὸν δοῦλο σου,
ἀγαθέ, γιὰ νὰ βρεθῶ κι᾿ ἐγὼ στὴν ἔξοδό μου κι ἔπειτα ἀπ᾿
αὐτὴν
στοὺς αἰῶνες κοντά σου Ἀγαπημένε, καὶ νὰ βασιλέψω μαζί
σου
Θεὲ τοῦ παντός!.
Ὅσιος
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος