Ὅλα ξεκίνησαν μετά ἀπό μιά βροχερή νύχτα, ὅταν ἕνας Βρετανός
βρῆκε στό μπλακόνι τοῦ ἕνα μισοπεθαμένο πουλάκι, πού φαινόταν νεογέννητο. Μόλις
ἀνέπνεε, καθώς τό ράμφος τοῦ ἦταν γεμάτο μυρμήγκια, καί ἦταν ἐντελῶς τυφλό. Τό
μάζεψε καί τό ἔβαλε σέ ἕνα κουτί, ὅπου πέρασε τήν πρώτη του νύχτα.
Μέχρι πού ἕνα δεύτερο σπουργίτι ἔκανε τήν ἐμφάνισή του. Ἦταν
ὁ πατέρας του πού ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί μετά τοῦ ἔφερνε τροφή καί τό τάιζε,
κάθε 10-15 λεπτά. Καί αὐτό συνεχίστηκε γιά 2 ἑβδομάδες.
Τό σπουργίτι μεγάλωνε ἀλλά δυστυχῶς ἀκόμα ἦταν τυφλό. Ἡ ἑπόμενη
κίνηση ἦταν νά ἐπισκεφθεῖ ὁ Βρετανός τόν κτηνίατρο, ὁ ὁποῖος ἔριξε μερικές
σταγόνες στά μάτια τοῦ πτηνοῦ.
Αὐτό ἦταν, τό σπουργίτι συνῆλθε. Ἄρχισε σιγά σιγά νά
κρύβεται πίσω ἀπό τίς γλάστρες.
O πατέρας τοῦ πιά, ἐκτός ἀπό τροφή, προσπαθοῦσε νά τοῦ μάθει
νά πετάει στό χαμηλότερο σημεῖο ἀπό τό παράθυρο. Καί μιά μέρα τά κατάφερε. Ἀπό ἐκείνη
τή στιγμή καί μετά ὁ «ἰδιοκτήτης» τοῦ σκέφτηκε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀνοίξει τά
φτερά του καί νά φύγει.
Καί ἔτσι ἔγινε τό ἴδιο βράδυ. Μόνο πού ὁ καιρός ἦταν πάλι
κακός καί ἡ ἀνησυχία μεγάλη. Τρεῖς μέρες πέρασαν χωρίς νέα του.
«Μέχρι πού τήν τέταρτη μέρα τό πρωί τόν βρῆκα νά ἀποκοιμιέται
στίς γλάστρες», λέει ὁ ἴδιος. Αὐτό συνεχίζεται γιά 2 χρόνια μέχρι σήμερα. Τό
σπουργίτι ἐλεύθερο, ἔρχεται καί φεύγει. Καί ξέρει ὅτι ἀνάμεσα στίς γλάστρες
βρίσκει ἀσφάλεια καί θαλπωρή!