Τό ψωμί τό δικό μου εἶναι ὑλικό ζήτημα. Τό ψωμί τοῦ ἀδελφοῦ
μου ὅμως εἶναι πνευματικό ζήτημα.
(Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης)
Κάποτε πού βάδιζα μέ τόν ἅγιο στήν πλατεία τῆς πόλεως, βλέπω
δεξιά μου ἕναν ἄνθρωπο κάτι νά ψιθυρίζει. Τόν ἀκολουθοῦσαν πολλοί φτωχοί
ζητώντας τοῦ βοήθεια. Κι ἐκεῖνος κάνοντας τάχα ὅτι τούς διώχνει, τούς ἔβαζε στό
χέρι τήν ἐλεημοσύνη του. Ἔτσι κρυβόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Μόλις τό πρόσεξα,
σκούντησα τόν ὅσιο καί τοῦ εἶπα γιά τήν ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Κι ἐκεῖνος
μου λέει:
- Στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι μέγας. Τόν ξέρω, γιατί ἀρκετές
φορές βρεθήκαμε μαζί.
Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες τόν ρώτησα σχετικά μέ αὐτή τήν ἀρετή
καί μοῦ διηγήθηκε ἕνα παράδοξο θαῦμα.
- Ἤμουνα τότε, μοῦ εἶπε, μικρό παιδί, δώδεκα χρονῶν περίπου,
καί εἶχα πάει στήν ἐκκλησία τοῦ ἀποστόλου Θωμά νά προσευχηθῶ. Βρῆκα ἐκεῖ ἕνα
γέροντα νά διδάσκει τό λαό. Μεταξύ ἄλλων, μίλησε καί γιά τήν ἐλεημοσύνη. Εἶπε ὅτι
αὐτός πού δίνει κάτι στούς φτωχούς εἶναι σάν νά τό καταθέτει στά χέρια τοῦ
Κυρίου. Ὅταν τό ἄκουσα αὐτό παραξενεύθηκα καί κατέκρινα τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ὅτι
ἦταν ψεύτης. Γιατί ἔλεγα μέσα μου: ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι στούς οὐρανούς στά δεξιά
του Πατέρα του, πῶς θά βρεθεῖ στή γῆ, γιά νά πάρει αὐτά ποῦ δίνουμε στούς
φτωχούς;
Ἐκεῖ πού προχωροῦσε ὁ φτωχός τόν συνάντησε κάποιος ἐλεήμων
καί τοῦ ἔδωσε ἕνα κομμάτι ψωμί. Μόλις λοιπόν ἅπλωσε τό χέρι τοῦ ὁ φιλόπτωχος ἐκεῖνος
πρός τό ζητιάνο, ἅπλωσε καί ὁ Κύριος το χέρι του ἀπό τήν εἰκόνα, πῆρε τό ψωμί
καί τόν εὐχαρίστησε. Ἔπειτα τό ἔδωσε στόν φτωχό. Οὔτε αὐτός ὅμως οὔτε κι ὁ ἐλεήμων
κατάλαβαν τίποτε.
Θαύμασα καί πίστεψα. Ἀπό τότε ἤξερα ὅτι ὅποιος δίνει στούς ἀδελφούς
ὅ,τι ἔχουν ἀνάγκη, τό βάζει πραγματικά στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ τή βλέπω νά στέκεται πάνω ἀπ’ ὅλους τους φτωχούς καί γι’ αὐτό μέ
δέος ἀσκῶ ὅσο μπορῶ, τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης πού τόσο εὐχαριστεῖ τόν Κύριο.Ὅποιος
τήν ἔζησε, αὐτός τήν ἀναζητεῖ ἀκούραστα , ἡμέρα καί νύχτα, καί ἕλκεται ἀπό αὐτήν.
Ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἀγάπη μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία, μέ τήν ἀντιπάθεια
γιά τόν ἀδελφό ἤ τό φθόνο, μέ τήν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ. Μᾶς ἐγκαταλείπει, ὅταν
ἔχουμε ἐμπαθεῖς σκέψεις, ὅταν προσηλωνόμαστε στά γήινα. Γιά ὅλα αὐτά ἀπομακρύνεται
ἡ χάρη καί ἔρημη ἡ ψυχή πλήττει καί ποθεῖ μέ πόνο τόν Θεό, ὅπως ἔπληττε καί ὁ Ἀδάμ
ὁ πατέρας μᾶς μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν παράδεισο καί φώναζε μέ δάκρυα πρός
τόν Θεό: «Σέ νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μου, Κύριε, καί μέ δάκρυα Σέ ζητῶ. Τό ἱλαρό καί
πράο βλέμμα Σου αἰχμαλώτισε τήν ψυχή μου καί τό πνεῦμα μου εὐφραινόταν μέσα
στόν παράδεισο, ὅπου ἔβλεπα τό πρόσωπό Σου».
Οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τή δύναμη τῆς θεϊκῆς ταπεινώσεως τοῦ
Χριστοῦ καί γι’ αὐτό ἑλκύονται ἀπό τά γήινα. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος
τή δύναμη αὐτῶν τῶν λόγων χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅποιος τή γνώρισε αὐτός δέν
θά ἐγκαταλείψει τήν ἐπιστήμη αὐτή, ἔστω καί ἄν τοῦ χάριζαν ὅλα τα βασίλεια τοῦ
κόσμου.
Ἡ ψυχή μοιάζει μέ τή νύμφη καί ὁ Κύριος μέ Νυμφίο. Καί ἀγαποῦν
ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ποθοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Τοῦ ποθεῖ τήν
ψυχή καί λυπᾶται, ἄν δέν ἀναπαύεται σέ αὐτή τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἡ ψυχή ποῦ
γνώρισε τόν Κύριο ποθεῖ Αὐτόν, γιατί σέ Αὐτόν κρύβεται ἡ ζωή καί ἡ χαρά της.
Πολλοί πρίγκιπες καί ἄρχοντες, ὅταν γνώρισαν τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ ἐγκατέλειψαν τούς θρόνους τους. Καί αὐτό εἶναι εὐνόητο, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ εἶναι φλογερή.
Γλυκαίνει τήν ψυχή μέ τή χάρη τοῦ Ἄγ. Πνεύματος ὡς τό σημεῖο
ποῦ νά δακρύζει, καί τίποτε ἐπίγειο δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μαζί της.
Ὅποιος γνώρισε τόν Θεό μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖνος λησμονεῖ
τή γῆ, σάν νά μήν ὑπάρχει, ἀλλά μετά τήν προσευχή ἀνοίγει τά μάτια του καί πάλι
τήν ξαναβλέπει.
Κύριε ἐλεῆμον, φώτισέ μας μέ τή χάρη Σου καί αὐτή θά
θερμάνει τίς καρδιές μας, γιά νά Σέ ἀγαποῦμε.
Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Δράση