- ΓΕΡΟΝΤΑ ΝΑ ΚΑΜΟΥΜΕ μία Λειτουγία στοῦ Ἁγίου Φανούρη; Τὸ’χῶ τάξιμο.
- Καὶ τὸ ρωτᾶς; Γιὰ πότε θέλετε;
- Τὴν Τετάρτη μπορεῖτε;
Εἶναι τοῦ Ἄη Γιάννη ἡ σύλληψις,βεβαίως!
Ὅμως ἡ Θ.Λειτουργία ἔμελε νὰ ἀναβληθεῖ ἕνεκεν τῆς προσφάτου ἐντόνου βροχόπτωσεως ἀφοῦ τὸ ἐκλησάκι τοῦτο εἶναι ἰδιόκτητο καὶ εὑρίσκεται ἐντὸς μίας μικρῆς αὐλῆς στὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.Οὕτως ἐκ τῶν πραγμάτων οἱ φιλακούλουθοι θὰ ἐκάθηντο ἐντός της αὐλῆς καὶ θὰ ἐβρέχοντο.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρας ἐσυνάντησα τὴν φιλέορτο κυρία καὶ μοῦ ἑξαναζήτησε νὰ λειτουργήσουμε τὸ δίχως ἄλλο τὴν ἐρχόμενη Τρίτη.
- Τί καὶ ἂν βρέξει καὶ πάλι , τ’ ὄχω τάξιμο, θὰ φέρω καὶ μία μεγάλη ὀμπρέλα καὶ ἃς καθίσουμε ὅλοι ἀπὸ κάτω νὰ ψάλλουμε.
Ἐθαύμασα τὴν φιλοτιμία της καὶ ἐκλείσαμε τὴν Θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀνὰχωρητοῦ.
Δὲν εἶχε φέξει ἀκόμη , τέλος Σεπτέμβρη καὶ ἡ ἡμέρα εἶχε ἀρχίσει ἤδη νὰ φθίνει καὶ ἑξὶ μίση ὥρα τὸ πρωὶ ἦτο ἀκόμη νύξ.
Τὰ γιασεμιὰ ποὺ εἶχαν φτιάξει αὐτοσχέδια καμάρη εἰς τὰ σοκάκια τ’Ἀναπλιοὺ σὲ μεθοῦσαν φιλόξενα μὲ....
τὴν γλυκυτάτη εὐωδία τους σὰν διαβαινες ἀπὸ κάτω.
Ἔφθασα εἰς τὴν ἐξώπορτα τῆς παραδοσιακῆς οἰκίας κουβαλώντας μαζί τα Ἱερὰ καὶ τὴν Στολήν μου, ὅμως παραδόξως παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις τῆς Κυρίας ποὺ ἔκαμε τὸ τάξιμο ἡ πόρτα ἦτο κλειστῆ.Ἀπ’ἔξω μάλιστα περίμεναν ἄλλαι δύο φιλακόλουθαι κυρίες ἀναβαστώντας μὲ ὑπομονὴ ἐντός τοῦ σκότους τὶς Φανουρόπιτες καὶ τὶς ἀρτοκλασίες διὰ τὴν Θεία Λατρεία.
-Καλημέρα σας, τί γίνεται; Κλεισθήκαμε ἔξω;
Ἀφοῦ μου ἀπέτειναν μὲ σέβας τὸν χαιρετισμό μου εἶπαν ἀγανακτισμένες
-Χάλασε ἡ πόρτα καὶ ἡ Παναγούλα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξει.Θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὸν κόπο νὰ μποῦμε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σπιτιοῦ μέσα εἰς τὴν αὐλή.
-Ἔμμ... τὰ βλέπετε; αὐτὰ ἔχουν οἱ ἐξοχικὲς Λειτουργίες, ἐμονολόγησα, λησμονῶν πρὸς στιγμήν, ἐκ τοῦ ἀπροόπτου, τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὰ τερπνὰ παρεκκλήσια.
Σοῦ λένε πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε στὸ τάδε ἐκκλησάκι, μὰ ξέρουν οἱ εὐλογημένες δὰ πὼς πρέπει νὰ κάμει ὁ Παπὰς ὁλόκληρη μετακόμιση καὶ νὰ νὰ βρίσκεις καὶ ἀπὸ πάνω τὶς πόρτες κλειστὲς !
Ἄντεστε λοιπὸν νὰ πᾶμε σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ γύρω νὰ κτυπήσουμε τὸ κουδούνι νὰ μᾶς ἀνοίξει ἡ νοικοκυρά, ἂν καὶ ντρέπομαι τέτοια ὥρα.
Ἡ κύρια θύρα τῆς οἰκίας ἦτο εὐτυχῶς ἀνοικτὴ καὶ εἰσήλθαμε στὸ παραδοσιακὸ ἀρχοντικὸ ὅπου μας ἐπερίμενε καὶ μᾶς ἐχαιρέτησε φιλοφροσύνως ἡ Κυρία Θεοδοσία .Κατόπιν εἰσήλθαμε σιωπόντες ἐντός τῆς αὐλῆς ὅπου ἡ φιλέορτος Παναγούλα ἔφτιαχνε τὰ τραπεζάκια γιὰ τὶς ἀρτοκλασίες καὶ τὶς Φανουρόπιτες ποὺ θὰ ἔφερναν ἐντὸς ὀλίγου καὶ ἄλλαι εὐσεβεῖς ἀμνάδες γιὰ νὰ τιμήσουνε τὸν πολυπαθῆ καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο Φανούρη.
-¨Άντε βρὲ κυρὰ- Γιούλα , τί ἔγινε; χάλασε τὸ κλειδὶ τέτοια μέρα ;Φέρτο νὰ δοκιμάσω μήπως καὶ ἀνοίξει.
Πῆρα τὸ μεταλικὸ κλειδὶ τὸ σταύρωσα καὶ ἀφοῦ τὸ γύρισα ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριά, συνήθεια γνωστὴ εἰς τοὺς μεγαλυτέρους στ’Ἀνάπλι , παραδόξως ἡ κλειδαριὰ ἄνοιξε πρὸς ἱκανοποίηση καὶ ἀναφώνηση ὅλων μας.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν μικρὴ ἀσβεστωμένη καὶ περιποιημένη αὐλὴ , θωροῦσες ἐντὸς διασπάρτων πορφυρῶν τριανταφύλλων δύο ὑψηλόκορμες Λεμονιὲς περιτριγυρισμένες στοργικὰ ἀπὸ ὑψηλὰ ἀραχνοειδῆ φυτά, ἐνῶ τὰ πράσινα φύλλα τοὺς στέφουν ὡς θεία σκέπη τὸν Ναῖσκο, σεειόμενα ὑπὸ τῆς ἑωθινῆς φθινοπωρινής αὔρας.
Εἰσῆλθα στὸ παρεκκλήσι προσκυνώντας τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀφοῦ πῆρα καιρὸν ἄρχιζα νὰ ντύνομαι τὴν στολήν μου.
Οἱ κυρίες συγχρόνως ἔξω εἰς τὴν αὐλή, ὡς φίλεργοι μέλισσαι, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴν ἑτοιμασία τῆς Θείας Λατρείας ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ μιλώντας μεταξύ τους σιγανὰ νὰ μὴν ξυπνήσουν τοὺς γείτονες.
Ὅμως καὶ πάλι ἡ βροχὴ μᾶλλον θὰ χαλοῦσε τὰ σχέδια μας . Μόλις ἄρχιζε δειλὰ νὰ ψιχαλίζει ...ὅμως εὐτυχῶς ! ἐντὸς ὀλίγου σταμάτησε τὸ οὐράνιο ράντισμα καὶ οἲ εὐλαβεῖς ἀμνάδες συνέχισαν ἤσυχες τὸ διακόνημά τους
Ἡ Ἀνατολὴ ἄρχιζε σιγὰ –σιγὰ νὰ πορφυρίζει γεμίζοντας μὲ ἐρυθρὲς ἀνταύγεις τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἥλιος .ντροπαλὸς καὶ εὐγενὴς ἀνέβαινε γαληνὸς εἰς τὸ οὐράνιο στερέωμα σκορπίζοντας ἁπαλά το φρίσσον σκότος καὶ αὐγάζων τὴν κτίση καὶ τὸ παντερπνὸν ἐκκλησάκι
Τὰ σαλιγκάρια λὲς καὶ ἀκούσανε τοὺς Λάτρεις τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, ἄρχιζαν νὰ ξανοίγουν τὰ κεφαλάκια τους νὰ μᾶς δοῦν ,θαρρημένα ἀπὸ τὴν πρωινὴ ὑγρασία . Ὁμοίως προέκυπτε καὶ ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι τῆς καθισμένη εἰς τὴν καρέκλα, λόγω γήρατος ,ἡ κυρία Θεοδοσία , ἡ νοικοκυρὰ τῆς οἰκίας ὡς τὶς προκύπτουσες ἀνηρτημένες Εἰκόνες ποὺ εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ναΐσκο.
Ἔβαλα «Εὐλογητὸς» καὶ προχωρήσαμε εἰς τὸν Ἑξάψαλμο.
Τὸ ἀμυδρὸ καὶ σεμνὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ἐντός τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ τῶν κανδήλων ἔκαναν ἀκόμη πιὸ γλυκὸ καὶ κατανυκτικὸ τοῦτο τὸ ἁπλὸ ἐκκλησάκι ποὺ μὲ τὰ στρογγυλὰ παραθύρια του, σὰν φιλιστρίνια, ἔμοιαζε ὡς καραβάκι ποὺ πλέει ἀσφαλῆ πρὸς τὸν ἀκύμαντο λιμένα τοῦ Χριστοῦ μας .
Ὁ ἀέρας μαζὶ ἔφερε καὶ τὰ ἀκούσματα τῆς πρώτης καμπάνας ἀπὸ τὴν Ἐκκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ὁ Πατὴρ Κυριακός, ζηλωτὴς καὶ ἄκακος λευίτης ἐγιόρταζε σήμερα τὴν ὀνομαστική του ἑορτὴ καὶ τελοῦσε τὴν ἀναίμακτον Λατρεία εἰς τὴν γειτονικὴ καὶ καλοφροντισμένη Ἐλκκλησιά του.
Συνέχιζα νὰ διαβάζω μυστικῶς τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς εὐχὲς κάτω ἀπὸ τὴν γαλάζια χαμηλὴ ὀροφὴ, μὲ πλῆθος ἀστέρων ζωγραφισμένων ἐπάνω τους, ὅπου ἔδειχναν σὰν πεπαλαιωμένοι οὐρανοὶ, ἐνῶ ἐντὸς τούτου τοῦ ταπεινοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ὀσφραινόσουν μία νοσταλγικὴ ὀσμὴ συντιθεμένη ἀπὸ θυμίαμα, ἁγνοκέρι καὶ καντηλόλαδο.
Σιγὰ –σιγὰ ἄρχιζαν νὰ καταφθάνουν καὶ ἄλλες κυρίες καὶ Μητέρες μὲ τὰ μικρά τους ποὺ ‘χᾶν εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὴν Λειτουργία καὶ ὅλοι μὲ σιγῆ πλέον,πλὴν ὀλίγων παιδικῶν ἐπιφωνημάτων ποὺ ‘μοιαζαν μὲ Ἀγγέλων τιτιβίσματα, ἀναμέλπαμε καὶ πάλι τὴν νοερὴ λατρεία μας.
Μαζὶ μὲ τὴν δική μας ὅμως προσευχὴ ἄκουγες εἰς τὰ κλαδιὰ τῶν Λεμονιῶν καὶ διάφορα καλοκέλαδα πουλάκια ,νὰ ἔχουν στήσει τὸ δικό τους χορὸ στὸ δροσερὸ ἀεράκι καὶ νὰ ψάλλουν εὐφρόσυνα τὴν τερπνὴ ἑωθινὴ ἀκολουθία τους.
Ὁ ἐπίγειος χρόνος διάβαινε καὶ μαζί του ὑψώνοταν ὁ ἥλιος ἐκχέωντας τὶς χρυσακτίνες του μέσα ἀπὸ τὸ γαλάζιο παραθύρι τοῦ Ἱεροῦ ποὺ ξεχώριζαν ἀκόμη καὶ περισσότερο καθὼς συναντοῦσαν τὸ γνοφῶδες πυκνὸ θυμίαμα ἐκ τοῦ λιβανωτοῦ.
Οἱ ψυχὲς μᾶς ἀνέβαιναν πετώντας ἀσταμάτητα,σὰν τὶς Ἀγγελικὲς δυνάμεις,καὶ ὅσο περισσότερο πετοῦσαν τόσο κι’ἄλλο ὕψος λαχταροῦσαν.
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶχαν πιὰ ἀνταμωθεῖ καὶ Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι συνδοξολογοῦσαν συντροφιασμένοι τὸν Ὕψιστο Τριαδικό τῆς Ἀγάπης Θεὸ , ἐκεῖ στὸ ἱλαρὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἅγιου Φανούρη στὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Ι.Ναὸς Γενεσίου Τῆς Θεοτόκου Ναυπλίου
- ΓΕΡΟΝΤΑ ΝΑ ΚΑΜΟΥΜΕ μία Λειτουγία στοῦ Ἁγίου Φανούρη; Τὸ’χῶ τάξιμο.
- Καὶ τὸ ρωτᾶς; Γιὰ πότε θέλετε;
- Τὴν Τετάρτη μπορεῖτε;
Εἶναι τοῦ Ἄη Γιάννη ἡ σύλληψις,βεβαίως!
Ὅμως ἡ Θ.Λειτουργία ἔμελε νὰ ἀναβληθεῖ ἕνεκεν τῆς προσφάτου ἐντόνου βροχόπτωσεως ἀφοῦ τὸ ἐκλησάκι τοῦτο εἶναι ἰδιόκτητο καὶ εὑρίσκεται ἐντὸς μίας μικρῆς αὐλῆς στὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.Οὕτως ἐκ τῶν πραγμάτων οἱ φιλακούλουθοι θὰ ἐκάθηντο ἐντός της αὐλῆς καὶ θὰ ἐβρέχοντο.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρας ἐσυνάντησα τὴν φιλέορτο κυρία καὶ μοῦ ἑξαναζήτησε νὰ λειτουργήσουμε τὸ δίχως ἄλλο τὴν ἐρχόμενη Τρίτη.
- Τί καὶ ἂν βρέξει καὶ πάλι , τ’ ὄχω τάξιμο, θὰ φέρω καὶ μία μεγάλη ὀμπρέλα καὶ ἃς καθίσουμε ὅλοι ἀπὸ κάτω νὰ ψάλλουμε.
Ἐθαύμασα τὴν φιλοτιμία της καὶ ἐκλείσαμε τὴν Θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀνὰχωρητοῦ.
Δὲν εἶχε φέξει ἀκόμη , τέλος Σεπτέμβρη καὶ ἡ ἡμέρα εἶχε ἀρχίσει ἤδη νὰ φθίνει καὶ ἑξὶ μίση ὥρα τὸ πρωὶ ἦτο ἀκόμη νύξ.
Τὰ γιασεμιὰ ποὺ εἶχαν φτιάξει αὐτοσχέδια καμάρη εἰς τὰ σοκάκια τ’Ἀναπλιοὺ σὲ μεθοῦσαν φιλόξενα μὲ....
τὴν γλυκυτάτη εὐωδία τους σὰν διαβαινες ἀπὸ κάτω.
Ἔφθασα εἰς τὴν ἐξώπορτα τῆς παραδοσιακῆς οἰκίας κουβαλώντας μαζί τα Ἱερὰ καὶ τὴν Στολήν μου, ὅμως παραδόξως παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις τῆς Κυρίας ποὺ ἔκαμε τὸ τάξιμο ἡ πόρτα ἦτο κλειστῆ.Ἀπ’ἔξω μάλιστα περίμεναν ἄλλαι δύο φιλακόλουθαι κυρίες ἀναβαστώντας μὲ ὑπομονὴ ἐντός τοῦ σκότους τὶς Φανουρόπιτες καὶ τὶς ἀρτοκλασίες διὰ τὴν Θεία Λατρεία.
-Καλημέρα σας, τί γίνεται; Κλεισθήκαμε ἔξω;
Ἀφοῦ μου ἀπέτειναν μὲ σέβας τὸν χαιρετισμό μου εἶπαν ἀγανακτισμένες
-Χάλασε ἡ πόρτα καὶ ἡ Παναγούλα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξει.Θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὸν κόπο νὰ μποῦμε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σπιτιοῦ μέσα εἰς τὴν αὐλή.
-Ἔμμ... τὰ βλέπετε; αὐτὰ ἔχουν οἱ ἐξοχικὲς Λειτουργίες, ἐμονολόγησα, λησμονῶν πρὸς στιγμήν, ἐκ τοῦ ἀπροόπτου, τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὰ τερπνὰ παρεκκλήσια.
Σοῦ λένε πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε στὸ τάδε ἐκκλησάκι, μὰ ξέρουν οἱ εὐλογημένες δὰ πὼς πρέπει νὰ κάμει ὁ Παπὰς ὁλόκληρη μετακόμιση καὶ νὰ νὰ βρίσκεις καὶ ἀπὸ πάνω τὶς πόρτες κλειστὲς !
Ἄντεστε λοιπὸν νὰ πᾶμε σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ γύρω νὰ κτυπήσουμε τὸ κουδούνι νὰ μᾶς ἀνοίξει ἡ νοικοκυρά, ἂν καὶ ντρέπομαι τέτοια ὥρα.
Ἡ κύρια θύρα τῆς οἰκίας ἦτο εὐτυχῶς ἀνοικτὴ καὶ εἰσήλθαμε στὸ παραδοσιακὸ ἀρχοντικὸ ὅπου μας ἐπερίμενε καὶ μᾶς ἐχαιρέτησε φιλοφροσύνως ἡ Κυρία Θεοδοσία .Κατόπιν εἰσήλθαμε σιωπόντες ἐντός τῆς αὐλῆς ὅπου ἡ φιλέορτος Παναγούλα ἔφτιαχνε τὰ τραπεζάκια γιὰ τὶς ἀρτοκλασίες καὶ τὶς Φανουρόπιτες ποὺ θὰ ἔφερναν ἐντὸς ὀλίγου καὶ ἄλλαι εὐσεβεῖς ἀμνάδες γιὰ νὰ τιμήσουνε τὸν πολυπαθῆ καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο Φανούρη.
-¨Άντε βρὲ κυρὰ- Γιούλα , τί ἔγινε; χάλασε τὸ κλειδὶ τέτοια μέρα ;Φέρτο νὰ δοκιμάσω μήπως καὶ ἀνοίξει.
Πῆρα τὸ μεταλικὸ κλειδὶ τὸ σταύρωσα καὶ ἀφοῦ τὸ γύρισα ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριά, συνήθεια γνωστὴ εἰς τοὺς μεγαλυτέρους στ’Ἀνάπλι , παραδόξως ἡ κλειδαριὰ ἄνοιξε πρὸς ἱκανοποίηση καὶ ἀναφώνηση ὅλων μας.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν μικρὴ ἀσβεστωμένη καὶ περιποιημένη αὐλὴ , θωροῦσες ἐντὸς διασπάρτων πορφυρῶν τριανταφύλλων δύο ὑψηλόκορμες Λεμονιὲς περιτριγυρισμένες στοργικὰ ἀπὸ ὑψηλὰ ἀραχνοειδῆ φυτά, ἐνῶ τὰ πράσινα φύλλα τοὺς στέφουν ὡς θεία σκέπη τὸν Ναῖσκο, σεειόμενα ὑπὸ τῆς ἑωθινῆς φθινοπωρινής αὔρας.
Εἰσῆλθα στὸ παρεκκλήσι προσκυνώντας τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀφοῦ πῆρα καιρὸν ἄρχιζα νὰ ντύνομαι τὴν στολήν μου.
Οἱ κυρίες συγχρόνως ἔξω εἰς τὴν αὐλή, ὡς φίλεργοι μέλισσαι, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴν ἑτοιμασία τῆς Θείας Λατρείας ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ μιλώντας μεταξύ τους σιγανὰ νὰ μὴν ξυπνήσουν τοὺς γείτονες.
Ὅμως καὶ πάλι ἡ βροχὴ μᾶλλον θὰ χαλοῦσε τὰ σχέδια μας . Μόλις ἄρχιζε δειλὰ νὰ ψιχαλίζει ...ὅμως εὐτυχῶς ! ἐντὸς ὀλίγου σταμάτησε τὸ οὐράνιο ράντισμα καὶ οἲ εὐλαβεῖς ἀμνάδες συνέχισαν ἤσυχες τὸ διακόνημά τους
Ἡ Ἀνατολὴ ἄρχιζε σιγὰ –σιγὰ νὰ πορφυρίζει γεμίζοντας μὲ ἐρυθρὲς ἀνταύγεις τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἥλιος .ντροπαλὸς καὶ εὐγενὴς ἀνέβαινε γαληνὸς εἰς τὸ οὐράνιο στερέωμα σκορπίζοντας ἁπαλά το φρίσσον σκότος καὶ αὐγάζων τὴν κτίση καὶ τὸ παντερπνὸν ἐκκλησάκι
Τὰ σαλιγκάρια λὲς καὶ ἀκούσανε τοὺς Λάτρεις τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, ἄρχιζαν νὰ ξανοίγουν τὰ κεφαλάκια τους νὰ μᾶς δοῦν ,θαρρημένα ἀπὸ τὴν πρωινὴ ὑγρασία . Ὁμοίως προέκυπτε καὶ ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι τῆς καθισμένη εἰς τὴν καρέκλα, λόγω γήρατος ,ἡ κυρία Θεοδοσία , ἡ νοικοκυρὰ τῆς οἰκίας ὡς τὶς προκύπτουσες ἀνηρτημένες Εἰκόνες ποὺ εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ναΐσκο.
Ἔβαλα «Εὐλογητὸς» καὶ προχωρήσαμε εἰς τὸν Ἑξάψαλμο.
Τὸ ἀμυδρὸ καὶ σεμνὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ἐντός τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ τῶν κανδήλων ἔκαναν ἀκόμη πιὸ γλυκὸ καὶ κατανυκτικὸ τοῦτο τὸ ἁπλὸ ἐκκλησάκι ποὺ μὲ τὰ στρογγυλὰ παραθύρια του, σὰν φιλιστρίνια, ἔμοιαζε ὡς καραβάκι ποὺ πλέει ἀσφαλῆ πρὸς τὸν ἀκύμαντο λιμένα τοῦ Χριστοῦ μας .
Ὁ ἀέρας μαζὶ ἔφερε καὶ τὰ ἀκούσματα τῆς πρώτης καμπάνας ἀπὸ τὴν Ἐκκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ὁ Πατὴρ Κυριακός, ζηλωτὴς καὶ ἄκακος λευίτης ἐγιόρταζε σήμερα τὴν ὀνομαστική του ἑορτὴ καὶ τελοῦσε τὴν ἀναίμακτον Λατρεία εἰς τὴν γειτονικὴ καὶ καλοφροντισμένη Ἐλκκλησιά του.
Συνέχιζα νὰ διαβάζω μυστικῶς τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς εὐχὲς κάτω ἀπὸ τὴν γαλάζια χαμηλὴ ὀροφὴ, μὲ πλῆθος ἀστέρων ζωγραφισμένων ἐπάνω τους, ὅπου ἔδειχναν σὰν πεπαλαιωμένοι οὐρανοὶ, ἐνῶ ἐντὸς τούτου τοῦ ταπεινοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ὀσφραινόσουν μία νοσταλγικὴ ὀσμὴ συντιθεμένη ἀπὸ θυμίαμα, ἁγνοκέρι καὶ καντηλόλαδο.
Σιγὰ –σιγὰ ἄρχιζαν νὰ καταφθάνουν καὶ ἄλλες κυρίες καὶ Μητέρες μὲ τὰ μικρά τους ποὺ ‘χᾶν εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὴν Λειτουργία καὶ ὅλοι μὲ σιγῆ πλέον,πλὴν ὀλίγων παιδικῶν ἐπιφωνημάτων ποὺ ‘μοιαζαν μὲ Ἀγγέλων τιτιβίσματα, ἀναμέλπαμε καὶ πάλι τὴν νοερὴ λατρεία μας.
Μαζὶ μὲ τὴν δική μας ὅμως προσευχὴ ἄκουγες εἰς τὰ κλαδιὰ τῶν Λεμονιῶν καὶ διάφορα καλοκέλαδα πουλάκια ,νὰ ἔχουν στήσει τὸ δικό τους χορὸ στὸ δροσερὸ ἀεράκι καὶ νὰ ψάλλουν εὐφρόσυνα τὴν τερπνὴ ἑωθινὴ ἀκολουθία τους.
Ὁ ἐπίγειος χρόνος διάβαινε καὶ μαζί του ὑψώνοταν ὁ ἥλιος ἐκχέωντας τὶς χρυσακτίνες του μέσα ἀπὸ τὸ γαλάζιο παραθύρι τοῦ Ἱεροῦ ποὺ ξεχώριζαν ἀκόμη καὶ περισσότερο καθὼς συναντοῦσαν τὸ γνοφῶδες πυκνὸ θυμίαμα ἐκ τοῦ λιβανωτοῦ.
Οἱ ψυχὲς μᾶς ἀνέβαιναν πετώντας ἀσταμάτητα,σὰν τὶς Ἀγγελικὲς δυνάμεις,καὶ ὅσο περισσότερο πετοῦσαν τόσο κι’ἄλλο ὕψος λαχταροῦσαν.
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶχαν πιὰ ἀνταμωθεῖ καὶ Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι συνδοξολογοῦσαν συντροφιασμένοι τὸν Ὕψιστο Τριαδικό τῆς Ἀγάπης Θεὸ , ἐκεῖ στὸ ἱλαρὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἅγιου Φανούρη στὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Ι.Ναὸς Γενεσίου Τῆς Θεοτόκου Ναυπλίου
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό