Θυμήθηκα ἕνα περιστατικὸ γιὰ
τὴν κατάκριση πολὺ εὔστοχο... Ἦταν κάποτε ἕνας ἱερέας πολὺ ἀπρόσεκτος... Ἔπινε
πάρα πολὺ καὶ ὁ κόσμος τὸν ἔβλεπε συνέχεια μεθυσμένο. Ὁ δεσπότης, μὴ μπορώντας
νὰ παραβλέπει τὴ συμπεριφορὰ αὐτή, τοῦ εἶπε πὼς ἂν συνεχίσει νὰ πίνει καὶ νὰ
μεθάει καὶ νὰ σκανδαλίζει τὸν κόσμο, θὰ τὸν καθαιρέσει. Μετὰ ἀπὸ ἐπιπλήξεις ἑβδομάδων,
τελικὰ τὸν κάλεσε στὴ μητρόπολη καὶ τοῦ ἀνακοινώνει πὼς τὸν καθαιρεῖ. Ὁ ἱερέας
τὸ δέχτηκε ἤρεμα καὶ ἔφυγε.
Τὸ ἴδιο βράδυ, ὁ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ κοιμηθεῖ. Ἄκουγε συνεχῶς φωνές. Πολλὲς φωνές. Κατάλαβε πὼς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὰ εἶχαν βάλει μαζί του. Ὁπότε ρωτάει: "Γιατί μου φωνάζετε; Τί σᾶς ἔκανα;" καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: "Ἐπειδὴ καθαίρεσες τὸν ἱερέα"! Μὰ ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει ἔλεγε στὸν ἑαυτό του, ὁ ἐπίσκοπος. "Ἀφοῦ μεθοῦσε καὶ σκανδάλιζε τὸν κόσμο, ἔπρεπε νὰ τὸν καθαιρέσω".
Γεμάτος ἀγωνία, τὸ ἑπόμενο
πρωινό, κάλεσε τὸν....
ἱερέα στὴ μητρόπολη.
"Τί κάνεις;" τὸν ρωτάει. "Τί ἐννοεῖτε σεβασμιώτατε;"
"Κάτι κάνεις...". Καὶ τότε ἀπάντησε ὁ ἱερέας: "Σεβασμιότατε, ἀφοῦ
τὸ γνωρίζετε... Ὅλη μέρα μεθυσμένος εἶμαι... Τὶς νύχτες, μονάχα, δὲν μεθάω.
Πηγαίνω στὸ κοιμητήριο τῆς πόλης καὶ διαβάζω μὲ δάκρυα τρισάγιο σὲ ὅλους τους
κεκοιμημένους... Μόνο αὐτό".
Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ ἱερέα,
ὁ ἐπίσκοπος κατάλαβε πὼς οἱ φωνὲς ποὺ ἄκουγε ἦταν τῶν κεκοιμημένων...
Πόσο λάθος κάνουμε, φίλη καὶ
φίλε, ὅταν κατακρίνουμε κάποιον...