Ἀρχ.
Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ὅταν ὁ πιστὸς σκέπτεται καὶ συνειδητοποιεῖ, ὅσο τὸ δυνατὸν
τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, χαίρει, ἀλλὰ καὶ συγκλονίζεται. Εἶναι κάτι
τὸ ὁποῖο καὶ ἡ πλέον τολμηρὰ φαντασία, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει. Μπροστὰ λοιπὸν σ'
αὐτὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς συγκατάβασης καὶ ἀγάπης, τὸ καλύτερο ποὺ ἔχει νὰ κάνει
ὁ μικρὸς ἄνθρωπος, εἶναι νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ προσαρμοσθεῖ στὸ πανάγιο καὶ
σωστικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κι ὅταν λέμε αὐτό, δὲν ἐννοοῦμε ἡ κίνηση αὐτὴ τῆς ὑποταγῆς
νὰ πραγματοποιεῖται «δουλικὰ» καὶ ἐξ ἀνάγκης. Νὰ μὴ γίνεται μὲ μία στάση ἀνάγκης
καὶ μὲ στενὴ καρδιά, διότι σὲ μία τέτοια κατάσταση δὲν ἀναπαύεται οὔτε ὁ ἄνθρωπος,
οὔτε βεβαίως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ὑπακοή μας καὶ ἡ ἀφιέρωσή μας πρὸς τὸν
«τεχθέντα Βασιλέα», γίνεται, πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀρχοντιά. Μὲ καρδιὰ ποὺ θὰ
πάλλεται ἀπὸ οὐράνια χαρὰ καὶ συγκίνηση, διότι ἀξιωνόμαστε νὰ γίνουμε καὶ πάλι
τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, λαμβάνοντας τὴν «Υἱοθεσίαν»!
Αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ....
μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος καταγράφει τὴν ζωὴ
τοῦ πρό, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Χριστό.
Βεβαίως ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀποστόλου εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικὸ
καὶ τὸ μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὅμως, παρόμοιες περιπτώσεις, γνωριμίας
καὶ ἀποδοχῆς ὁλοκληρωτικῆς του Προσώπου τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε
καὶ βλέπουμε πάρα πολλές.
Πραγματικά, οἱ ἐπιστροφὲς αὐτὲς στὸν «σαρκωθέντα Θεόν», ποὺ βλέπουμε γύρω μας, ἀποτελοῦν τὰ σύγχρονα μεγάλα θαύματα ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Κύριος καὶ τὰ ὁποία ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Ὁ παντοδύναμος. Ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός!
Δὲν χρειάζεται καὶ πολλὴ ἔρευνα γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν
πραγματικότητα. Λίγο ἂν ψάξουμε γύρω μας καὶ στὸ περιβάλλον μας, θὰ
συναντήσουμε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ τοὺς κέρδισε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ
παραδόθηκαν στὴν ἀγάπη Του, μὲ ὅλη τὴ θέληση τῆς ὑπάρξεώς τους. Καὶ φυσικά, στὶς
ἀντίθετες τῶν περιπτώσεων, στὴν ἄρνηση δηλ. τῆς ἀποδοχῆς τῆς κλήσεως καὶ τέλος
στὸν διωγμὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, αὐτὸς ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὴν
κατάσταση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας
του, ἐπιλέγει τὴν ἀρνητικὴ χρήση αὐτῆς καὶ χάνει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει
δημιουργηθεῖ. Ἔτσι, ἔχουμε μπροστά μας καὶ στὴν προσωπική μας ἐπιλογή, εἴτε τὴν
ἀποδοχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πραγματώνοντας τὴ Χριστοποίησή μας, εἴτε τὴν ἄρνηση, τὴν ἄρνηση
τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὴν δεύτερη περίπτωση, τὰ πράγματα καταντοῦν
περισσότερο τραγικὰ ἀπ' ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ, ἀφοῦ οἱ συνέπειες τῆς ἀρνητικῆς
ἐπιλογῆς, δὲν παύουν μπροστὰ σ' ἕναν ψυχρὸ τάφο, ἀλλὰ περνοῦν στὸν χῶρο αὐτῆς τῆς
αἰωνιότητας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἅγιος της Ἐκκλησίας
μας, βιώνουν τόσο ἔντονα αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, τόσο στὸ ἐπίπεδό της εὐχαριστιακῆς
συνάξεως τῶν μελῶν τοῦ Σώματος, ὅσο καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, στὴν πεζὴ καθημερινότητα, ὥστε
εἶναι πράγματι ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουν τὰ πάντα γι' αὐτὴ τοὺς τὴν κλήση.
Ἡ Ἀποστολικὴ φράση «ἡγοῦμαι σκύβαλα πάντα εἶναι ἴνα
Χριστὸν κερδίσω» (Φίλ. Γ' 8), ἀποτελεῖ τὸ σῆμα κατατεθὲν τοῦ εὐλογημένου ἀγώνα
τῶν ἁγίων καὶ τῶν συνειδητῶν πιστῶν «ἕως οὐ μορφωθεῖ Χριστὸς» στὶς καρδιές.
Γνωρίζουν πλέον ὅσοι ποθοῦν τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ἀρκεῖ
ἡ ἁπλὴ ἀποδοχή, ἀφοῦ «ὁ λέγων ἐν ἐαυτῶ μένειν, ὀφείλει, καθὼς Ἐκεῖνος
περιπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν» (Ἃ' Ἰωὰν Β' 6). Ἐκεῖνος δηλ. ποῦ λέει ὅτι
μένει καὶ ζεῖ μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν πνευματική του παρουσία, ἔχει ὑποχρέωση, ὅπως
Ἐκεῖνος ἔζησε καὶ συμπεριφέρθηκε, ἔτσι κι αὐτὸς νὰ συμπεριφέρεται καὶ νὰ ζεῖ.
Καὶ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τὴν βλέπουμε καὶ στὸν Ἅγιο Ἰάκωβο
τὸν ἀδελφόθεο, τὸν ὁποῖον καὶ συνάντησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως
ἀναφέρει στὸ κλείσιμο τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία μας, ἑορτάζει
καὶ σήμερα τὴ μνήμη του.
Ἐξ' αἰτίας δὲ τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, εἶναι τοποθετημένο καὶ τὸ
Ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα στὴ λατρευτική μας σύναξη.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε μὲ τὸν Χριστὸ στὴ Ναζαρέτ. Μετὰ δὲ
τὴν Ἀνάστασή Του, ὁ Κύριος φανερώθηκε σ' αὐτὸν ἰδιαιτέρως. Ἦταν ἄνθρωπος
μεγάλης ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Γιὰ τοῦτο καὶ στὸ περιβάλλον τῆς νεοϊδρυθείσης Ἐκκλησίας,
ὀνομαζόταν «ὁ Δίκαιος». Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του ἦταν ὅτι προσευχόταν
συνεχῶς γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ στὴν ἀληθινὴ
πίστη.
Τόσο πολὺ μάλιστα εἶχε ἐπιδοθεῖ στὴ ζωὴ τῆς προσευχῆς, ὥστε,
κατὰ τὴν παράδοση, τὰ γόνατά του εἶχαν σκληρύνει καὶ εἶχαν γίνει σὰν τὰ γόνατα
τῆς καμήλας.
Ἔγινε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων καὶ θεωρεῖτο
μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὡς στύλος τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ δὲ τέλος τοῦ ὑπῆρξε μαρτυρικό.
Τὰ ἱερὰ συναξάρια μᾶς ἀναφέρουν ὅτι ὀλίγον πρὸ τῆς
πολιορκίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ τὴν πρωτόγνωρη καταστροφὴ τῆς Ἁγίας
Πόλεως, οἱ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ ἀρνοῦνταν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ
πολιορκοῦσαν τὴν Ἐκκλησία, τὸν ἐλιθοβόλησαν.
Ἐπισημαίνεται ἐπίσης τὸ γεγονός, ὅτι ἐπειδὴ δὲν πέθανε ἀμέσως,
ἕνας γναφεὺς τὸν κτύπησε δυνατὰ στὸ κεφάλι μὲ ξύλο καὶ τὸν ἀποτελείωσε.
Ὁ Ἅγιος ἀδερφόθεος Ἰάκωβος, ἔγραψε καὶ μία ἐκ τῶν ἑπτὰ
καθολικῶν ἐπιστολῶν, πολὺ νωρίς, πρὸ τοῦ 50 μ.Χ., καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα
βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Εἶναι ἐπιστολὴ ἡ ὁποία περιέχει πολὺ πρακτικὲς ὁδηγίες,
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν. Ὁδηγίες θεόπνευστές της ὁποίας ἡ μελέτη ὁδηγεῖ στὴν
αὐθεντικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ὀρθὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν πιστῶν
καὶ τοῦ κόσμου.
Στὸ κείμενο αὐτὸ ἀποκαλύπτεται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ
ἀποστόλου Ἰακώβου. Ἐπίσης, ἔχουμε τὴν ἐπ' ὀνόματί του Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία
τελεῖται τὴν 23η Ὀκτωβρίου, ὅπου ἑορτάζεται καὶ ἡ μνήμη του.
Τόσο λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὅσο καὶ ὁ Ἄπ.
Παῦλος, ἔζησαν καὶ βίωσαν καὶ μετέδωσαν καὶ μέσω τῶν ἱερῶν τους κειμένων,
συνεχίζουν νὰ μεταδίδουν τὴν χάρη τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ.
Καὶ ἐπειδὴ ζοῦμε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μέσα στὴν Ἱερὴ ἀτμόσφαιρα
τῶν Χριστουγέννων, ἂς δώσουμε τὸν λόγο στὸν ρωμαλέο ἀγωνιστὴ τῆς πίστεώς μας,
στὸν πατέρα καὶ διδάσκαλο, τὸν Μέγα Ἀθανάσιο.
Γεμάτος δέος καὶ ἐνθουσιασμό, μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς
Γεννήσεως, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς στὸ περίφημο ἔργο τοῦ «περὶ ἐνανθρωπήσεως»: «Ὁ
Θεός, ὄχι μόνο μᾶς ἔπλασε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Λόγου, μᾶς ἀνέπλασε,
γιὰ νὰ ζοῦμε κοντά Του. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἀπεστράφησαν τὰ αἰώνια καὶ μὲ τὴ
συμβουλὴ τοῦ διαβόλου ἐπέστρεψαν στὰ φθαρτὰ καὶ ἔγιναν οἱ ἴδιοι αἴτιοι νὰ
καταστραφοῦν. Ἔτσι ἡ φθορὰ κατέκτησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὁ λογικὸς καὶ κατ' εἰκόνα
Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος, ἐχάνετο...
Γι' αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ
πετύχει, νὰ ἀναδημιουργήσει, τὸν κατ' εἰκόνα ἄνθρωπο, Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἡ εἰκόνα
τοῦ Πατρός... Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ δώσει στὴν
φθαρμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τὴν πρώτη της ὀμορφιά».
Καὶ συνεχίζει στὸ καταπληκτικὸ νόημα τοῦ μεγάλου
γεγονότος: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, γιὰ νὰ κάμει τὸν ἄνθρωπο δεκτικό της
Θεότητος... Αὐτὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ
νὰ μᾶς θεοποιήσει διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα Παρθένο, γιὰ νὰ ὁδηγήσει
τὴν πλανεμένη δική μας γέννηση στὸν Ἑαυτό Του καὶ γίνουμε κι ἐμεῖς γένος ἅγιον
καὶ «κοινωνοὶ θείας φύσεως», ὅπως ἔγραφε ὁ μακάριος Πέτρος»!
Εἴθε ἀδερφοί μου, τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονός, νὰ τὸ
συνειδητοποιοῦμε ὁλοένα καὶ περισσότερο στὴ ζωή μας.
Ἀμὴν
Πηγή: Ῥωμαίϊκο
Ὁδοιπορικό