Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
«Όταν ακούσεις θυμόν και οργήν του Θεού, μή σκεφθείς
τίποτα το ανθρώπινον, διότι τα λόγια αυτά λέγονται κατά συγκατάβασιν. Καθ'όσον
το Θείον είναι απηλλαγμένον απ'όλα αυτά. Ομιλεί δε έτσι, δια να συγκινήσει την
καρδίαν και των πνευματικά παχυτέρων. Διότι και ημείς, όταν συνομιλούμεν με
βαρβάρους, χρησιμοποιούμεν την γλώσσαν εκείνην· και όταν ομιλούμεν πρός κάποιο
παιδί ψελλίζομεν τα λέξεις μαζί με εκείνο, και αν ακόμη είμεθα πάνσοφοι,
χρησιμοποιούμεν το χαμηλόν επίπεδον της ομιλίας εκείνου.
Και τι το αξιοθαύμαστον εάν αυτό το κάμνωμεν με τα
λόγια, την στιγμήν που το κάμνομεν και εις τα πράγματα, και δαγκώνοντες τα
χέρια και υποκρινόμενοι ότι θυμώνομεν, δια να διορθώσωμεν το παιδί; Έτσι λοιπόν
και ο Θεός επειδή θέλει να πλησιάσει τους πνευματικά παχυτέρους, χρησιμοποιεί
τέτοια λόγια. Δηλαδή δεν εφρόντιζε να ομιλεί αντάξια του εαυτού του, αλλά πρός
ωφέλεια των ακροατών. Διότι και είς άλλην πάλιν περίπτωσιν δια να δείξει ότι δεν
οργίζεται, έλεγε· «Μήπως αυτοί παροργίζουν εμένα και όχι τους εαυτούς των;»
Συ όμως πώς ήθελες να συνομιλεί αυτός με τους Ιουδαίους, να μή οργίζεται, ούτε να μισεί τους πονηρούς; καθ'όσον το μίσος είναι πάθος· ούτε να επιβλέπει τα ανθρώπινα; καθ'ότι και η όρασις προέρχεται από τα σώματα· ούτε ν'ακούη; καθ'όσον και αυτό προέρχεται από την σάρκα. Αλλα απ'αυτό θα προέκυπτεν άλλον πονηρόν δόγμα, το ότι δηλαδή τα πάντα είναι απρονόητα, και αποφεύγοντες να ακούουν τέτοια περί Θεού, πολλοί από τους τότε ανθρώπους θα αγνοούσαν τελείως την ύπαρξιν του Θεού, εάν δεν ήθελεν να αγνοηθεί αυτός, όλα θα εχάνονοντο· με την αποδοχή όμως εκείνου του δόγματος, αμέσως εγίνετο και η διόρθωσις. Διότι εκείνος που θα πεισθεί ότι υπάρχει Θεός, και αν ακόμα δεν έχει την πραγματικήν γνώμην περί αυτού, αλλά σκέπτεται κάπως υλικότερα, με το πέρασμα του χρόνου θα πεισθεί, ότι δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιον εις τον Θεόν, ενώ εκείνος που θα πεισθεί ότι δεν προνοεί, ούτε ενδιαφέρεται δια τα δημιουργήματα, ούτε ότι υπάρχει, τι θα κερδίσει από το δόγμα ότι ο Θεός δεν υπόκειται εις πάθη;
Δια τούτο λοιπόν, αφού προηγουμένως ωμίλησεν εις αυτούς
δι'εκείνο, αφού εναπέθεσεν εις αυτούς την αλήθειαν περί της υπάρξεως αυτού,
σιγά-σιγά και πάλιν καθαρίζει την σκέψιν των, οδηγών αυτούς εις αυτό το δόγμα,
αναφέρων περί αυτού τας πιο υψηλάς αληθείας και προχωρεί τον λόγον ότι ο Θεός
είναι απαθής. Καθ'όσον άλλος προφήτης λέγει· «Δεν θα πεινάση ούτε θα κοπιάση»
(Ησ.40.28). Και αυτός λοιπόν που είπε, ότι οργίζεται, ο ίδιος πάλι δια να
δείξει, ότι το Θείον είναι απαθές, προσθέτει · «Μήπως αυτοί εξοργίζουν εμένα
και όχι τους εαυτούς των;» Και αυτός που είπεν, ότι κατοικεί εις τον ναόν, ο
ίδιος πάλι λέγει, ότι «οὐκ ἄνθρωπος· ἐν σοὶ ἅγιος, καὶ οὐκ εἰσελεύσομαι εἰς πόλιν»
(Ωσηέ 11.9)· δηλαδή, δεν κατοικώ εις ένα ωρισμένον τόπον. Εάν όμως δεν
περιέγραψεν όλα τα ιδιώματα του, έδωσε την δυνατότητα εις τον συνετώτερον να
σκεφθή από τα όσα ελέχθησαν, ότι εκείνος που είναι απηλλαγμένος από τα
τυραννικά πάθη και που δεν είναι δυνατόν να ζει χωρίς αυτά, πολύ περισσότερον είναι
απηλλαγμένος από τα άλλα. Δια τούτο και λέγει· «μὴ ἔσῃ ὥσπερ ἄνθρωπος ὑπνῶν; »
(Ιερ.14.9). Και παντού ομιλεί περί της απάθειας του.
Επομένως και εδώ, όταν ακούσεις θυμόν, μή το θεωρήσεις
πάθος. Διότι, εάν άνθρωποι που φροντίζουν να ζουν με ευσέβεια δεν οργίζονται
κατά το δυνατόν, πολύ περισσότερο η ουσιά εκείνη που δεν υπόκειται εις καμίαν
βλάβην, η άφθαρτος, η απερίγραπτος και η ακατάληπτος. Δεν βλέπεις, ότι και οι
ιατροί όταν εγχειρίζουν ή κάνουν καυτηριάσεις, δεν το κάμνουν αυτό από θυμόν,
αλλά με σκοπόν την διόρθωσιν, όχι επειδή είναι οργισμένοι εναντίον των ασθενών,
αλλά από ευσπλαχνία πρός αυτούς και δια να τους απαλλάξουν από τα νοσήματα;
Όταν λοιπόν λέγει, «μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με»,
εννοεί αυτό · μη θελήσεις να με καταδικάσεις δια τα αμαρτήματα μου, ούτε να με
τιμωρήσεις δια τα πλημμελήματα μου».
Πηγή: Ι.Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ 5