Σάν τέτοια ὥρα στό βουνό ὁ Παῦλος πληγωμένος
Μές στό νερό τοῦ αὐλακιοῦ ἤτανε ξαπλωμένος.
-Γιά σύρε, Δῆμο μου πιστέ, στήν ποθητή πηγή μου
καί φέρε μου κρύο νερό νά πλύνω τήν πληγή μου.
Δέν κλαίω τή λαβωματιά, δέν κλαίω καί τό βόλι,
Μον' κλαίω πού μέ ἄφησε ἡ συντροφιά μου ὅλη.
Σταλαματιά τό αἷμα μου γιά σέ πατρίδα χύνω,
γιά νά ’χεις δόξα καί τιμή, νά λάμπεις σάν τό κρίνο
Παῦλος Μελάς κι ἄν
πέθανε τά παλικάρια ζοῦνε
Θά φέρουνε τή λευτεριά
στή χώρα πού ποθοῦμε.
[αὐτό γι’ αὐτούς πού μᾶς κυβερνᾶνε· ζυγώνει ἡ ὥρα τῆς λευτεριᾶς]
Ἀπό τά Μυστικά του Βάλτου τῆς Πηνελόπης Δέλτα