Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Ὅπως σέ ἀναπαύει παιδί μου


Διογένη Μαλτέζου

Προσκυνητές: Εὐλογεῖτε, Γέροντα.

Γέροντας: Ὁ Κύριος, παιδιά μου. Καλωσορίσατε στήν καλύβη μας. φαίνεστε πολύ κουρασμένοι ἀπό τήν ὁδοιπορία. δροσίστε τό πρόσωπό σας μέ τό νεράκι αὐτῆς τῆς βρύσης, πάρτε ἀπό τόν Ἀρχοντάρη τό κέρασμα καί ἐλᾶτε στήν ἁπλωταρία νά συζητήσουμε. ‘Επειτα ἀπό λίγη ὥρα.

Προσκυνητές: Γέροντα, ἤρθαμε, ὅπως μᾶς εἶπες. Εἶναι ὡραία ἐδῶ. Ἀπό ἐδῶ ψηλά ἡ θέα εἶναι ἀνεμπόδιστη. Ὁ ἥλιος δύει μέσα στό πέλαγος. Θεϊκό βράδυ.

Γέροντας: Χαίρομαι, πού ἔχετε μάτια καί ψυχή γιά νά βλέπετε τά μεγαλεῖα του Θεοῦ.αὐτό τό μεγαλεῖο θά ὑμνήσουμε σέ λίγο στόν Ἑσπερινό καί στή συνέχεια κατά τήν Ἀγρυπνία.

Προσκυνητές: Πότε θά ἀρχίσει καί πότε θά τελειώσει ἡ Ἀγρυπνία, Γέροντα;

Γέροντας: Θά ἀρχίσει σέ λίγο καί θά τελειώσει τό πρωϊ μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου, ὁπότε καί θά παρατεθεῖ Τράπεζα.

Ἕνας νεαρός προσκυνητής: Ἐγώ δέ θά ΄ρθῶ στήν Ἀγρυπνία. προτιμῶ νά κοιμηθῶ.

Γέροντας: Ὅπως σέ ἀναπαύει, παιδί μου.

Προσκυνητές: Αὐτός ὁ νεαρός, Γέροντα, δέν ἀνήκει στή συντροφιά μας. ἐρχόταν μόνος καί μᾶς ἀκολούθησε. φαίνεται σαλεμένος.

Γέροντας: Μήν κατηγορεῖς τό παιδί. ΄Ὅλοι μιά συντροφιά εἴμαστε. καί ὁ Ἰησοῦς μαζί μας. Γιατί στό ὄνομα Τοῦ εἴμαστε συνηγμένοι ἐδῶ πάνω σ΄ αὐτή τή βίγλα τοῦ Θεοῦ. Τώρα ἐγώ πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Χτύπησε τό τάλαντο γιά τρίτη φορά.

Πρωί στήν τράπεζα
Γέροντας: Καλή σας ὄρεξη. Φᾶτε καί δοξολογῆστε τό Θεό «πάντων ἕνεκεν». Νά’ χετε τήν εὐχή μου, γιατί ἤρθατε ὅλοι στήν ἐκκλησία. Σᾶς εἶδα νά προσεύχεσθε μέ πίστη. Ἄν καί κουρασμένοι, ἤρθατε ὅλοι.

Προσκυνητής: Ὄχι ὅλοι. Ὁ νεαρός, ὁ μουσάτος, δέν ἦρθε. Εἶναι ἰδιότροπος. Φαίνεται βαρεμένος.

Γέροντας: Μή μιλᾶς ἔτσι. Δέν πειράζει πού δέν ἦρθε. Μπορεῖ νά προσευχήθηκε μέ μεγαλύτερη θέρμη στό Θεό καί ἅς μήν ἦρθε στήν ἐκκλησία. Μπορεῖ νά ἔχει κάποιο λόγο πού δέν ἦρθε. Μήν τόν λές βαρεμένο καί ἰδιότροπο.

Ἄλλος προσκυνητής: Γέροντα, ἦρθε ὁ νεαρός. Ἦρθε κατά τά μεσάνυκτα. ἔκατσε σέ μιά ἄκρη. Ἐκεῖ κοντά καθόμουν κι ἐγώ. Μέσα στό σκοτάδι δέ διακρινόταν. Εἶχε πέσει στά γόνατα καί ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά. ΄Ὅταν ἄκουσε ἀπό τό Εὐαγγέλιο τή δυστυχία τοῦ Ἀσώτου, τότε ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Ποιά ὥρα ἔφυγε δέν εἶδα.

Γέροντας: Τώρα ποῦ εἶναι;

Προσκυνητές: Ἔχει καθήσει σέ μιά πέτρα ἐκεῖ ψηλά καί ἀγναντεύει τή θάλασσα… Ἐμεῖς θά φύγουμε . Ἅς μείνει αὐτός ἐδῶ.

Γέροντας: Μήν τόν ἀφήσετε μόνο. Πάρτε τούτη τήν εὐλογία γί΄ αὐτόν. Εἶναι λίγο ψωμί, δυό ντομάτες καί λίγες ἐλιές. Τό καημένο το παιδί δέν ἔφαγε τίποτα. Πῶς θά περπατήσει;

Προσκυνητές: Γέροντα, νά’ τός ἔρχεται. Καλύτερα νά τά δώσεις ἐσύ.

Γέροντας: Καλῶς τόν. Παιδί μου, ἡ Τράπεζα σέ περιμένει. Ἄν δέν θέλεις νά φᾶς στήν Τράπεζα, πάρε μαζί σου αὐτή τήν εὐλογία.

Νεαρός: Γέροντα, θέλω νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη.

Γέροντας: Ποιά, παιδί μου;

Νεαρός: Γέροντα, ἀρνήθηκα νά’ ρθῶ στήν ἀγρυπνία καί μίλησα μέ ἀπρέπεια κι ἐσύ μέ καλοσύνη μου ἀπάντησες: «Ὅπως σέ ἀναπαύει, παιδί μου». ΄Ἔτσι θά μοῦ ἀπαντοῦσε ὁ πατέρας μου. Ἀλλά ἐγώ δέ γνώρισα πατέρα, ἔζησα ὀρφανός. Θά μοῦ ἐπιτρέψεις νά λέω ἐσένα πατέρα;

Γέροντας: Ἄν αὐτό σε ἀναπαύει, νά’ ναί εὐλογημένο. ΄Ὅμως…

Νεαρός: Τί ὅμως, Γέροντα;

Γέροντας: Παιδί μου, ἐγώ σέ λίγο φεύγω γιά τόν οὐρανό. θά μείνεις πάλι ὀρφανός. Πάρε γιά πατέρα σου τόν πατέρα ὅλων μας, «τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Νεαρός: Θά κάνω ὑπακοή, Γέροντα. «Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, μή μ’ ἀφήσεις ποτέ ὀρφανό…».

Γέροντας: Ἀμήν… ἀμήν. Στήν εὐχή μου νά πᾶς. Τώρα δέ θά εἶσαι ποτέ μόνος. Τώρα ἄν κλάψεις, θά εἶναι δάκρυα χαρᾶς. Καλό δρόμο. Ἡ Παναγία μαζί σου.

Πηγή: Ἁγιορείτικο περιοδικό «Πρωτάτο»,  Ἁγιορείτικο βῆμα