Ὁ πάμφωτος καὶ διαχρονικὸς αὐτὸς φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὁ μέγιστος διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους μας, γεννήθηκε στὴν
Χώρα τῆς Νάξου τὸ ἔτος 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους γονεῖς, τὸν Ἀντώνιο καὶ
τὴν Ἀναστασία Καλλιβρούτση. Κατὰ τὴν βάπτισή του ἔλαβε τὸ ὄνομα Νικόλαος.
Νηπιόθεν γαλουχήθηκε μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πίστεως καὶ ἀνετράφη
«ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», ὅπως παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἐφεσ. ΣΤ´
4). Τὴν ἔμφυτη πρὸς τὰ θεῖα κλήση του, αὔξησε ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε ἀπὸ
τὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐκλεκτή του μητέρα, τὴν δὲ εὐφυΐα
του ἐκαλλιέργησε καὶ πολλαπλασίασε ἡ μελέτη καὶ ἡ σπουδή. Προώδευε στὴν ἀρετὴ
καὶ στὴν γνώση κατὰ τρόπο θαυμαστό. Κατ᾿ ἀρχήν, φοίτησε στὴν γενέτειρά του καὶ
στὴν Σχολὴ Ἁγίου Γεωργίου περιοχῆς Γρόττας, Χώρας Νάξου, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἀρχιμανδρίτη
Χρύσανθο, αὐτάδελφο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Τὶς γνώσεις του συμπλήρωσε στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ὅπου φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἱερόθεο Βουλισμᾶ, διευθυντὴ τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Τόσο διέπρεψε ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὶς σπουδές του, ὥστε, ἐνῷ σπούδαζε, ἐδίδασκε τοὺς συμμαθητές του. Καὶ ὁ Ἱερόθεος ἀργότερα τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔρθει στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ στὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Στὴν Σμύρνη ἔλαβε ὁ Νικόδημος πληθωρικὴ μόρφωση, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη περιελάμβανε ἀκόμα γνώσεις φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικὲς καὶ στρατιωτικές. Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες, καὶ ὅλους τοὺς ποιητές. Ἦταν ἄριστος χειριστὴς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν Ἰαμβικὴ Γλῶσσα. Μιλοῦσε ἄριστα τὴν γαλλική, ἰταλικὴ καὶ λατινικὴ γλῶσσα ἐπίσης.
Εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο μὲ σπάνια χαρίσματα, ὅπως
εἶναι ἡ ἰσχυρότατη μνήμη, ἡ ὀξύτατη νοημοσύνη, ἡ ἀστραποβόλα ἀντίληψη κ.λπ. Ὅ,τι
μελετοῦσε μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγέλει ἀπ᾿ ἔξω σὲ ὅλη
του τὴ ζωή. Ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Γραφῆς ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους καὶ θυμόταν ὅλους
τοὺς κώδικες τῶν Βιβλιοθηκῶν τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὑπῆρξε ἕνα πραγματικὸ
φαινόμενο γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ τὸ κέντρο τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τοῦ παραδειγματισμοῦ.
Τὸ ἔτος 1770, ἀφοῦ ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Σχολή, ἐπέστρεψε στὴν
Νάξο. Τότε, γιὰ μία πενταετία περίπου ἐργάστηκε ὡς Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως
Παροναξίας μὲ τὴν ἐποπτεία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου
τοῦ Γ´ (1742-1779). Ἡ μητέρα του ἐμόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοστόμου Νάξου, μὲ τὸ
ὄνομα Ἀγάθη. Ὁ Νικόδημος ἦταν λάτρης τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Αὐτὴ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία
του γιγάντωσε ἡ γνωριμία του μὲ σπουδαίους μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μὲ ἄλλες
προσωπικότητες, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Ἐπίσκοπος Κορίνθου κ.λπ.
Τὸ ἔτος 1775 εἰσῆλθε στὴν Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ὡς μοναχὸς διεκρίθη γιὰ τὴν ὁσιότητα
τοῦ βίου του, τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του.
Πνευματοφόρος, Θεοχαρίτωτος καὶ γνήσιος Πατέρας καὶ ὀρθόδοξος θεολόγος
διδάσκαλος, δυναμικὰ ἀπέκρουσε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες τῶν ἡμερῶν του.
Εἶναι ὁ πρύτανης τῶν «Κολυβάδων», αὐτῶν ποὺ ἤθελαν δηλαδὴ τὰ Ἱερὰ Μνημόσυνα τῶν
νεκρῶν νὰ γίνονται Σάββατο καὶ ὄχι Κυριακή. Ἕνεκα τῆς ἐμμονῆς του στὶς
παραδόσεις καὶ στὸ Πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπέστη
ταπεινώσεις καὶ διωγμούς. Ὅμως, αὐτὰ τοῦ χάρισαν καὶ τὸν στέφανο τοῦ ὁμολογητοῦ.
Ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοὴ εἶναι τὰ μεγέθη τὰ ὁποῖα ἔφθασε
καὶ ἐβίωσε σὲ πληρότητα. Ὑπῆρξε ἕνας ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὸ
Νότιο στὸ Βόρειο Αἰγαῖο, ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο Νάξο στὸν ἁγιοτρόφο Ἄθωνα. Ἐκτὸς ὅμως
ἀπὸ τὶς μοναστικὲς ἀρετὲς ὑπηρέτησε καὶ τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς, συγγράφοντας. Κατὰ
διαστήματα ἔρχεται σὲ ἔρημες περιοχὲς γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἔβλεπε νοερά, ζοῦσε
καθημερινὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ συγχρόνως ἔβλεπε καὶ τὰ συμβαίνοντα στὸν
περίγυρο. Δὲν ἔβλεπε μόνο τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τὴν γῆ. Αἰσθάνεται τὸν πόνο τῶν Ὀρθοδόξων
ποὺ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς δουλείας ἀγωνίζονται. Καὶ πρὸς χάρη τοῦ κόσμου
προσεύχεται. Κοπιάζει, ἀγρυπνεῖ, παρακαλεῖ, συγγράφει, μάχεται κατὰ τῶν
δαιμόνων. Δὲν κινεῖται ἄγονα, μονόπλευρα καὶ νοσηρά. Ἀντίθετα πονάει γιὰ τοὺς ἀδελφούς
του καὶ τὴν σωτηρία τους. Καὶ καρποὶ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο
εἶναι οἱ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ τόμοι τῶν συγγραμμάτων του, τὰ κυριώτερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι:
Ἀόρατος
Πόλεμος,
Πνευματικὰ Γυμνάσματα,
Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον,
Κῆπος Χαρίτων‚
Νέον
Μαρτυρολόγιον,
Ἑορτοδρόμιον,
Συναξαριστής,
Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν
τοῦ Παύλου
Λάτρης τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας,
λάτρης καὶ μιμητὴς τῶν ἁγίων, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ἀδιάκοπα
ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο τόσο δυνατὰ ἀγάπησε καὶ εὐηρέστησε.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος τονίζει τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς συχνῆς μας
συμμετοχῆς στὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔγραψε μάλιστα καὶ εἰδικὰ
βιβλία, μὲ τὸν τίτλο «Περὶ συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως».
Δέχθηκε τὸ ταξίδι γιὰ τὸν οὐρανὸ πανέτοιμος, μὲ ἤρεμη τὴν
συνείδηση ὅτι ἄξια ἀγωνίσθηκε τὸν «καλὸν ἀγώνα». Μὲ τὴν καθημερινή του συμμετοχὴ
στὸ σωστικὸ Δεῖπνο τῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἔντονη μυστηριακή του ζωή, ποὺ κορυφώθηκε τὶς
τελευταῖες μέρες λίγο πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή,
παρέδωσε τὴν ὁσιακὴ ψυχή του στὸν Κύριο, τὴν Τετάρτη 14 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1809
τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς ὧρες καὶ σὲ ἡλικία μόλις 60 ἐτῶν, καὶ στὸ κελλὶ τῶν
Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν ἡ ἀπάντηση
ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητές του ὅταν τὸν ρώτησαν ἂν ἡσυχάζει: «Τον Χριστὸ ἔβαλα
μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».
Τὴν εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του μὲ θλίψη ἔμαθε ὁ ἐκκλησιαστικός,
θεολογικός, μοναστικὸς καὶ ὄχι μόνο, κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Σημειώνει ὁ
χρονογράφος σχετικὰ μὲ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «Ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ
ἡλίου, εἰς τὴν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν
ὁ πύρινος στῦλος, ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς εὐσέβειαν. Ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ
δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν». Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὴ
καὶ ἡ σκέψη τὴν ὁποία ἐξέφρασε τότε ἕνας Χριστιανός. «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτο
νὰ ἀπέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Κατὰ καιρούς, πολλὰ ἐγκώμια γράφτηκαν γιὰ τὸν Ἅγιο
Νικόδημο, ὅπως: «Ὑπῆρξε ὁ μέγιστος τῶν μονασάντων ἀπὸ συστάσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
«Ὑπῆρξε ὁ πάντοτε πενίᾳ τρυχόμενος καὶ γιγαντωθεὶς πρὸ τῆς ἀσήμου ἡμῶν γενεᾶς».
Κατὰ τὸν Grumel, «ὑπῆρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, ἁγιογράφος –δηλαδὴ ἑρμηνευτὴς
τῶν Γραφῶν, ἀσκητικὸς συγγραφεύς, ἐκδότης βιβλίων, εἷς τῶν πλέον γονίμων
συγγραφέων καὶ ἀναμφιβόλως ὁ πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρὰ τοῦ ὁποίου δοξάζεται
ἡ ἑλληνικὴ Ἐκκλησία». Κατὰ τὸν Θ. Σπεράντσον, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε
πρόδρομος τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ὁ Luis Petit γράφει πὼς ὁ Νικόδημος μὲ τὰ
βιβλία του ἀντικατέστησε τὸ ζωντανὸ κήρυγμα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ κ.λπ.
Ὁ Ἱερὸς Νικόδημος ἀναμφίβολα ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος ἐκφραστὴς
τοῦ ὁσιακοῦ βίου καὶ ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἶναι ὁ ἐξαίσιος
θεολόγος καὶ ὁ ἀσίγαστος διαχρονικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀποτελεῖ
δὲ σπανιότατο φαινόμενο συνδυασμοῦ σπανίων θείων χαρισμάτων, ἁγιότητος βίου, ἀσκήσεως
καὶ συγγραφικῆς παραγωγῆς. Ὅ,τι καὶ ὅσα ἂν ποῦμε γιὰ τὴν μορφὴ αὐτὴ δὲν λέμε
τίποτα, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ τὴν κλείσουμε στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές. Ὁ ἴδιος, ἐξυμνώντας
τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἔλεγε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σὲ ἕνα
κουτάλι τὴν θάλασσα, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ νὰ ἐξυμνήσει τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο». Καὶ
ἐμεῖς λοιπὸν ἐπαναλαμβάνουμε τὸ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ λέμε: «Ἂν
μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σ᾿ ἕνα κουτάλι τὴ θάλασσα, ἔτσι μπορεῖ ν᾿ ἀναφερθεῖ
ἐπαρκῶς στὸν Ὅσιο Νικόδημο».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπάξια ἀπὸ τὸ ἔτος 1955 τὸν κατέταξε στὶς
δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου της. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς του, ἐφέτος (2009)
συμπληρώνονται 200 ὁλόκληρα χρόνια. Στὸ πέρασμα τόσων χρόνων, ὁ Ἅγιος Νικόδημος
ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄσβεστος καὶ πάμφωτος φάρος, ποὺ φωτίζει καὶ κατευθύνει
τὴν πορεία ὅλων μας πρὸς τὴν ἀκύμαντη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἰώνια
πανευτυχία καὶ ἡ ἀληθινὴ δόξα. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, μᾶς καλεῖ νὰ κινηθοῦμε
ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου!
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑορτάζεται κατὰ τὴν καθιερωμένη
Πανήγυρη τῆς 14ης Ἰουλίου. Ὡσαύτως, ἑορτάζει τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου,
κατὰ τὴν καθιερωθεῖσα προσφάτως Σύναξη τῶν Πέντε Ἁγίων της Παροναξίας, ἡ ὁποία
τελεῖται στὸ νεόδμητο Ἱ. Ναὸ τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ
Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, στὴν Χώρα τῆς Νάξου. Ἀκόμη, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τοῦ
Σεπτεμβρίου στὴν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες
τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ λειτουργικὴ χρήση, συντάχθηκαν ἀπὸ
τὸν ἀείμνηστο Ὑμνογράφο, Μοναχὸ Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀπὸ τὸν Σεβ.
Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Νικόδημο, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο
τῆς Ἱ. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.
Πηγή: http://users.uoa.gr
Πηγή: http://users.uoa.gr