ΩΔΗΓΗΣΑΝ κάποτε στὸν Ἀββᾶ Λογγίνο ἕνα δυστυχῆ δαιμονισμένο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὸν κάνη καλά.
— Δὲν ἔχω τέτοιο χάρισμα, ἔλεγε ἐκεῖνος μὲ ταπεινοσύνη. Πηγαίνετε στὸν Ἀββᾶ Ζήνωνα. Ἐκεῖνος μὲ τὴν προσευχὴ του μπορεῖ νὰ διώξη τὸ δαιμόνιο.
Πῆγαν τὸν ἄνθρωπο στὸν Ἀββᾶ Ζήνωνα. Ἐκεῖνος τὸν λυπήθηκε κι ἄρχισε νὰ ἐξορκίζη τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ φύγη ἀπὸ τὸ βασανισμένο πλάσμα.
Τὸ διαμόνιο ἄρχισε ν' ἀγριεύη καὶ ξαφνικὰ φώναξε στὸν Γέροντα:
— Μήπως νομίζεις πώς γιὰ λόγου σου φεύγω; ὁ Ἀββὰς Λογγίνος προσεύχεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ κι ἡ δική του προσευχὴ δὲ μ' ἀφήνει νὰ σταθῶ. Σὲ σένα δὲ δίνω καμμία σημασία.
— Δὲν ἔχω τέτοιο χάρισμα, ἔλεγε ἐκεῖνος μὲ ταπεινοσύνη. Πηγαίνετε στὸν Ἀββᾶ Ζήνωνα. Ἐκεῖνος μὲ τὴν προσευχὴ του μπορεῖ νὰ διώξη τὸ δαιμόνιο.
Πῆγαν τὸν ἄνθρωπο στὸν Ἀββᾶ Ζήνωνα. Ἐκεῖνος τὸν λυπήθηκε κι ἄρχισε νὰ ἐξορκίζη τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ φύγη ἀπὸ τὸ βασανισμένο πλάσμα.
Τὸ διαμόνιο ἄρχισε ν' ἀγριεύη καὶ ξαφνικὰ φώναξε στὸν Γέροντα:
— Μήπως νομίζεις πώς γιὰ λόγου σου φεύγω; ὁ Ἀββὰς Λογγίνος προσεύχεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ κι ἡ δική του προσευχὴ δὲ μ' ἀφήνει νὰ σταθῶ. Σὲ σένα δὲ δίνω καμμία σημασία.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ πάλι, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει τὴν φήμη
τοῦ ἀββᾶ Λογγίνου, ξεκίνησε νὰ πάη νὰ τὸν βρὴ νὰ τῆς δώση τὴν ὑγεία της.
Καθὼς τὸν γύρευε στὴν τύχη μέσα στὴν ἔρημο, συνάντησε ἕνα γέροντα
Καλόγερο νὰ κόβη ξύλα. Πῆγε κοντά του καὶ τὸν ρώτησε ποῦ ἔμενε ὁ Ἀββὰς
Λογγίνος.
— Τί τὸν θέλεις; ρώτησε ἐκεῖνος. Σὲ συμβουλύω νὰ μὴ πᾶς, γιατί δὲν εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ μήπως ὑποφέρεις ἀπὸ τίποτε;
Ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ ἔδειξε τότε μία ἀνοιχτὴ πληγή, ποὺ ἔβγαζε ἀφόρητη δυσοσμία. ὁ Καλόγερος τὴ σταύρωσε καὶ τῆς εἶπε:
— Γύρισε σπίτι σου κι...
ὁ Θεὸς θὰ σοὺ δώση τὴν ὑγεία σου. Ὁ Λογγίνος δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήση σὲ τίποτε.
Ἔφυγε ἐκείνη, δίνοντας πίστι στὰ λόγια του ἀγνώστου. Ὥσπου νὰ φτάση σπίτι της δὲν ἔμεινε ἴχνος ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀρρώστια. Ἀργότερα ἔμαθε ἀπὸ τοὺς Ἀδελφούς, πὼς ἐκεῖνος, ποὺ τὴν εἶχε κάνει καλὰ μὲ τέτοιο παράδοξο τρόπο, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀββὰς Λογγίνος.
— Τί τὸν θέλεις; ρώτησε ἐκεῖνος. Σὲ συμβουλύω νὰ μὴ πᾶς, γιατί δὲν εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ μήπως ὑποφέρεις ἀπὸ τίποτε;
Ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ ἔδειξε τότε μία ἀνοιχτὴ πληγή, ποὺ ἔβγαζε ἀφόρητη δυσοσμία. ὁ Καλόγερος τὴ σταύρωσε καὶ τῆς εἶπε:
— Γύρισε σπίτι σου κι...
ὁ Θεὸς θὰ σοὺ δώση τὴν ὑγεία σου. Ὁ Λογγίνος δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήση σὲ τίποτε.
Ἔφυγε ἐκείνη, δίνοντας πίστι στὰ λόγια του ἀγνώστου. Ὥσπου νὰ φτάση σπίτι της δὲν ἔμεινε ἴχνος ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀρρώστια. Ἀργότερα ἔμαθε ἀπὸ τοὺς Ἀδελφούς, πὼς ἐκεῖνος, ποὺ τὴν εἶχε κάνει καλὰ μὲ τέτοιο παράδοξο τρόπο, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀββὰς Λογγίνος.