Διασώζουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» ὅτι οἱ ἄνδρες τοῦ ἰουδαϊκοῦ
Συνεδρίου ποὺ δίκαζαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅταν τὸν ἄκουσαν νὰ
λέει ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Κύριος· «εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε» (Πράξ. κβ΄ [22]
21), θὰ σὲ στείλω μακριὰ σὲ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν
δυνατά, νὰ πετοῦν τὰ ροῦχα τους ψηλὰ καὶ νὰ ρίχνουν χώματα στὸν ἀέρα
δημιουργώντας σύννεφα σκόνης. Γιὰ νὰ μὴν πάρει μεγαλύτερη ἔκταση ἡ ἀναταραχή, ὁ
χιλίαρχος ἐπενέβη καὶ διέταξε νὰ πάρουν τὸν δέσμιο Παῦλο καὶ νὰ τὸν ἀσφαλίσουν
στὸ Φρούριο. Ἀλλὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα
τὸν παρουσίασε πάλι στὸ Συνέδριο γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἀπολογία του.
Μολονότι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν
ἐχθρικὲς διαθέσεις ἀπέναντι τοῦ Παύλου καὶ μεθόδευαν τὴν ἐξόντωσή του, ὁ θεῖος Ἀπόστολος
ἐξακολουθοῦσε νὰ τοὺς ἀγαπᾶ μὲ ἄδολη καὶ εἰλικρινὴ ἀγάπη. Τοὺς ἀποκάλεσε καὶ στὴ
δεύτερη ἀπολογία του «ἀδελφούς». Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔχει πολιτευθεῖ ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ μέχρι τὴν ἡμέρα αὐτὴ χωρὶς νὰ τὸν τύπτει σὲ τίποτε ἡ συνείδησή του, ἀλλὰ ἀντίθετα
ἔχει τὴ μαρτυρία της ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθή. «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ
πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας» (Πράξ. κγ΄ [23] 1).
Εἶναι πολὺ μεγάλος αὐτὸς
ὁ λόγος! Θαυμάζουμε τὴ μεγαλοσύνη τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα
του! Δὲν κρατοῦσε κακία σὲ κανέναν. Ὀνομάζοντάς τους «ἀδελφοὺς» ἔδειχνε ὅτι δὲν
τοὺς θεωροῦσε δικαστές του, διότι δὲν αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἔνοχος κάποιου ἀδικήματος.
«Οὐ σύνοιδα ἐμαυτῷ τι ἠδικηκὼς ὑμᾶς» (...). Δὲν μὲ βαραίνει ἡ συνείδησή μου ὅτι
σᾶς ἀδίκησα σὲ κάτι.
Ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ ἡ συνείδησή του τὸν πληροφοροῦσε ὅτι πολιτευόταν σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά
Του. Σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: Ὁ Θεὸς ποὺ γνωρίζει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, τὰ ἐλατήρια
τῶν πράξεών μου, τὴν εἰλικρίνεια τῶν αἰσθημάτων μου, τὴν ἁγνότητα τῶν διαθέσεών
μου, μπορεῖ νὰ σᾶς βεβαιώσει ὅτι πολιτεύθηκα μέχρι σήμερα σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά
Του τὸ ἅγιο.
Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ ἀγαθὴ
συνείδηση; Εἶναι ἡ «φωνὴ τοῦ Θεοῦ» ποὺ μιλάει μέσα μας καὶ μᾶς δείχνει ποιὸ εἶναι
τὸ σωστὸ καὶ ποιὸ τὸ λανθασμένο. Βεβαίως, πρέπει νὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἐξαγνισμένη
καὶ ἡ διάνοιά μας φωτισμένη, γιὰ νὰ ἀκοῦμε καθαρὰ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς
λέει τί πρέπει νὰ πράττουμε, τί νὰ λέμε, ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθοῦμε. Δὲν φθάνει
μόνο ἐμεῖς νὰ λέμε· ἡ συνείδησή μου δὲν μοῦ μαρτυρεῖ καμιὰ ἐνοχή. Χρειάζεται νὰ
εἶναι ἡ συνείδησή μας φωτισμένη, γιὰ νὰ ταυτίζεται ἡ φωνή της μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ (βλ. Α΄ Κορ. δ΄ 4). Νὰ ἔχουμε λοιπὸν ὄχι ὁποιαδήποτε συνείδηση, ἐλαστική, ἀκρωτηριασμένη,
πωρωμένη, ἀλλὰ συνείδηση ποὺ θὰ συμμορφοῦται πλήρως πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ
εἶναι ἡ ἀγαθὴ συνείδηση! Δὲν δοκιμάζει τύψεις ὅτι παρεξέκλινε ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Δὲν ταράζεται ἀπὸ κεντήματα φθόνου, ἀπὸ αἰσθήματα ἐκδικήσεως καὶ
δολιότητας, ἀπὸ ἀνειλικρίνεια καὶ ἰδιοτέλεια, ἀλλὰ εἶναι ἤρεμη, ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη,
διότι ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πειθαρχεῖ στὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ἀγαθὴ συνείδηση ἔχει ὁ ἄνθρωπος
ποὺ ὑπακούει στὰ προστάγματά της. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πολιτεύεται «σωφρόνως καὶ
δικαίως καὶ εὐσεβῶς» (Τίτ. β΄ 12), δηλαδὴ προσπαθεῖ καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐνώπιον
τῶν συνανθρώπων του, καὶ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του νὰ ἐνεργεῖ ὅπως θὰ ἤθελε ὁ
Θεός. Ἔχει ἁγνὲς προθέσεις, ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ καλὸ τῶν συνανθρώπων του, στηρίζει
καὶ οἰκοδομεῖ τοὺς ἄλλους.
Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀκοῦν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους. Πολλοὶ τὴν περιφρονοῦν, δὲν τὴν ὑπολογίζουν.
Κι ὅταν αὐτὴ ἐπανέρχεται καὶ τοὺς θυμίζει τί πρέπει νὰ κάνουν, αὐτοὶ προσπαθοῦν
νὰ τὴ φιμώσουν γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται, νὰ παύσει νὰ τοὺς ἐνοχλεῖ, νὰ σιωπήσει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἄκουγε
τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του. Γι’ αὐτὸ εἶχε τὴν παρρησία νὰ λέει· «ἐγὼ πάσῃ
συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας». Τί ἐξαίρετη
μαρτυρία! «Τὴν παρρησίαν αὐτοῦ δείκνυσι, τὸ ἀκατάπληκτον», σημειώνει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος. ἦταν ξάστερος ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς του. Μποροῦσε νὰ βλέπει τοὺς ἄλλους
στὰ μάτια. Ἡ ζωή του ἦταν «ἐπιστολὴ Χριστοῦ», «γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ
πάντων ἀνθρώπων» (Β΄ Κορ. γ΄ 3, 2). Ἄντεχε νὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἐξέταση.
Πόσο ὡραῖο πράγμα εἶναι
νὰ ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς ἀγαθὴ συνείδηση! Νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς
κατηγορήσει ὅτι δὲν ἐνεργήσαμε σωστά, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἐπιδοκιμασία τοῦ Θεοῦ ὅτι
βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του! Νὰ προσέχουμε ὅμως νὰ μὴν ἀφήσουμε τὴ
συνείδησή μας νὰ ἀμβλυνθεῖ, ἀλλὰ νὰ τὴν καλλιεργοῦμε ὥστε νὰ διατηρεῖ τὴν εὐαισθησία
της, νὰ πιάνει τὰ μηνύματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς δείχνει τὴν εὐθεία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν
Του! Τότε θὰ νιώθουμε στὴν ψυχή μας εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση! Θὰ ἔχουμε στὴν
καρδιά μας παντοτινὴ γιορτή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Διότι θὰ ἔχουμε
συνείδηση ἀγαθή!
Πηγή: Ο
Σωτήρ