Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι τοῦ πλησίον μας!


Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρὸς

Μεγάλη καὶ φοβερὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, συνεχῶς κρίνουμε καὶ κατακρίνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ γι’ αὐτὸ θὰ δώσουμε λόγο στὴ Φοβερὰ Κρίση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μᾶς κρίνει Αὐτὸς διότι καὶ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους, ψάχνουμε νὰ βροῦμε στὸν πλησίον μας τὸ παραμικρὸ σφάλμα ἐνῶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες δὲν τὶς βλέπουμε καὶ οὔτε θέλουμε νὰ τὶς σκεφτόμαστε.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ λέει τὸ ἑξῆς: «Διὸ ἀναπολόγητος εἰ, ὢ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων ἐν ὢ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων, οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἔστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. Λογίζη δὲ τοῦτο, ὢ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξη τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 2, 1-3).

Μεγάλη ἀλήθεια βρίσκεται σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Δὲν προσέχουμε τὰ δικά μας ἐλαττώματα καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἐνῶ στοὺς ἄλλους βρίσκουμε πολλὰ σφάλματα. Ψάχνουμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ ὅταν τὰ βρίσκουμε, πᾶμε καὶ τὰ διαλαλοῦμε σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔγινε πλέον κακὴ συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι γιὰ τὸν πλησίον μας, νὰ πηγαίνουμε καὶ νὰ τὸ διαλαλοῦμε παντοῦ. Ἡ γλώσσα μᾶς καίει καὶ σπεύδουμε νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε.

Ξεχνᾶμε ὅτι ἂν ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ μᾶς κρίνει καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ξεχνᾶμε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ κρίνουμε τὸν πλησίον διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μας ὑπόθεση ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ὑπέρτατος Κριτής, ὁ ὁποῖος μόνος γνωρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει δικαία κρίση. Ἐμεῖς ὅμως κατακρίνουμε τὸν πλησίον καὶ πολλὲς φορὲς μὲ πολὺ βαριὰ λόγια. Δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας μπορεῖ νὰ μετανόησε ἤδη καὶ νὰ τοῦ ἀφέθηκε ἡ ἁμαρτία του, ἐπειδὴ μετανόησε βαθιὰ.

«Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθη ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτά του σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλᾶς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἐκάστω ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἃ’ Κορ. 4, 5). Ἐμεῖς, ὅμως, πάντοτε βιαζόμαστε νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους καὶ δὲν περιμένουμε τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε κριτὲς τοῦ πλησίον καὶ ὄχι τοῦ ἐαυτοῦ μας.

Ἕνας σοφός του Ἰσραήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σειρὰχ εἶπε: «ἀκήκοας λόγον; συναποθανέτω σου θάρσει, οὐ μὴ σὲ ρήξει» (Σείρ. 19, 10). Πολὺ σπουδαία εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια του. Ἐμεῖς ξεχνᾶμε ποτὲ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ μας; Πεθαίνει μαζί μας ὁ κακὸς λόγος; Ὄχι, ποτέ. Ἐμεῖς τὸν διαδίδουμε καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γινόμαστε σὰν τὶς μύγες οἱ ὁποῖες κυκλοφοροῦν παντοῦ καὶ παντοῦ μεταδίδουν τὴν μόλυνση. Πρέπει νὰ εἴμαστε ὄχι σὰν τὶς μύγες ἀλλὰ σὰν τὶς μέλισσες οἱ ὁποῖες πετᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα λουλούδι στὸ ἄλλο μαζεύοντας τὸ μέλι. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ μαζεύουμε τὸ μέλι δίνοντας σημασία μόνο στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν ἀδελφό μας.

Γι’ αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν καὶ κατακρίνουν τὸν ἀδελφό τους ὁ ψαλμωδὸς καὶ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν» (Ψάλ. 5, 10). Ἀνοῖξτε ἕναν τάφο καὶ θὰ δεῖτε τί ἀκαθαρσίες ὑπάρχουν μέσα του καὶ τί δυσοσμία. Ἡ ἴδια δυσοσμία, πνευματικὴ δυσοσμία, βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μᾶς ὅταν κατακρίνουμε τὸν πλησίον. Στὸν ἴδιο ψαλμὸ ποὺ διαβάζεται στὴν πρώτη Ὥρα ὁ προφήτης λέει:  «ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψευδὸς» (Ψάλ. 5, 7). Ἐμεῖς ὅμως διώχνουμε αὐτοὺς ποῦ κακολογοῦν μπροστὰ μας τὸν πλησίον; Ὄχι, δὲν τοὺς διώχνουμε ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.

Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε εἶναι νὰ δαμάσουμε τὴ γλώσσα μας. Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ὅλοι ἔχουμε πολλὲς ἁμαρτίες. Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι τοῦ πλησίον μας. Εἶπε ὁ ψαλμωδός: «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν» (Ψάλ. 142, 3). Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιόν του Θεοῦ, ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι. Αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, πολλὲς φορές, γίνονται καὶ συκοφάντες ἐπειδὴ τοὺς κατηγοροῦν γιὰ κάτι ἀβάσιμο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμονας, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ διδάξει αὐτούς, ποὺ τοὺς ἄρεσε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, διηγήθηκε μιὰ φορὰ τὴν ἑξῆς ἱστορία. Σὲ μία πολὺ μεγάλη πόλη, στὴν Τύρο, ζοῦσε κάποτε ἕνας μοναχός, ζοῦσε ἐκεῖ καὶ μία πόρνη ὀνόματι Πορφυρία. Μιὰ μέρα ὅταν ὁ μοναχὸς αὐτὸς περπατοῦσε στὸ δρόμο τὸν πλησίασε ἡ Πορφυρία καὶ τοῦ εἶπε: «πάτερ ἅγιε, σῶσε μὲ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε κάποτε μία πόρνη». Ὁ ἅγιος ἐκεῖνος μοναχὸς τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν πῆγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἐκεῖ ἡ ψυχή της μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Στὸ δρόμο βρῆκαν ἕνα μωρὸ ποῦ οἱ γονεῖς τοῦ τὸ εἶχαν ἀφήσει καὶ ἡ Πορφυρία τὸ πῆρε γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσει.

Ὅταν αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ μερικοὶ ἄνθρωποι ποῦ τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ κατακρίνουν τὸν πλησίον τους ἄρχισαν νὰ κακολογοῦν τὴν Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ὡραῖο παιδάκι κάνατε μὲ τὸν μοναχὸ». Καὶ τὸν μοναχὸ τὸν περιφρονοῦσαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν. Ὁ μοναχὸς ὅμως προσευχόταν ἀδιαλείπτως καὶ γιὰ τὴν Πορφυρία καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάει σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ὅταν βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρουν ἕνα θυμιατὸ μὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Πῆρε τὰ κάρβουνα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ στῆθος του. Ἡ φωτιὰ δὲν ἄγγιξε οὔτε τὸ σῶμα τοῦ ἀλλὰ οὔτε ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα. Τότε εἶπε ὁ μοναχός: «Νὰ ξέρετε ἐσεῖς ποὺ κατακρίνατε τὴν Πορφυρία καὶ ἐμένα ὅτι εἶμαι ἀθῶος. Ἡ σαρκικὴ ἁμαρτία δὲν μὲ ἔχει ἀγγίξει ὅπως δὲν μὲ ἄγγιξε τώρα ἡ φωτιὰ αὐτή».

Δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ παράδειγμα σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Δὲ σταματᾶνε τὶς κακολογίες τους. Ἀλλοίμονό τους, ὅπως κρίνουν αὐτοὶ τὸν πλησίον τους ἔτσι θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ δικός μας μεγάλος ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος, μητροπολίτης Ροστόβ, λέει τὸ ἑξῆς, ὅταν ἀναφέρεται στὴν κατάκριση: «Μὴ κοιτᾶς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀλλὰ πρόσεχε τὴ δική σου κακία. Διότι δὲν θὰ δώσεις λόγο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσέχεις τοὺς ἄλλους, πὼς ζεῖ ὁ καθένας καὶ ποιὲς ἁμαρτίες κάνει. Ἐσὺ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, Εὐαρεστεῖς τὸν Θεό; Μοιάζει ἡ ζωή σου μὲ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων; Ἀκολουθεῖς καὶ ἐσὺ τὴν ὁδὸ ποῦ ἀκολούθησαν αὐτοὶ στὴ ζωή τους; Εἶναι εὐχάριστο μπροστὰ στὸν Θεὸ τὸ ἔργο σου; Ὁ ἄνθρωπος ποῦ κατακρίνει τοὺς ἄλλους μοιάζει μὲ ἕναν πονηρὸ καθρέφτη, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀντανακλᾶ τοὺς ἄλλους, τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν βλέπει. Μοιάζει ἐπίσης καὶ μὲ ἕνα ἀκάθαρτο λουτρὸ τὸ ὁποῖο τοὺς ἄλλους τοὺς πλένει ἐνῶ τὸ ἴδιο μένει ἄπλυτο.

Τὸ ἴδιο καὶ αὐτὸς ποὺ κρίνει τοὺς ἄλλους. Βλέπει τί τρώει, τί πίνει καὶ ποιὲς ἁμαρτίες κάνει ὁ καθένας, τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅμως δὲν τὸν βλέπει. Στὸν πλησίον του βλέπει ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία. Ἡ δική του ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καὶ νὰ εἶναι, γι’ αὐτὸν εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει. Θέλει νὰ μὴν ξέρει κανεὶς τὴν ἁμαρτία του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτα γι’ αὐτή. Ἐνῶ ὁ ἴδιος τους ἄλλους τοὺς συκοφαντεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς κατακρίνει». Δὲν εἶναι δική μας ἡ εἰκόνα ποῦ δίνει ὁ ἅγιος Δημήτριος; Ἀσφαλῶς γιὰ μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ ἅγιος καὶ ἰδιαίτερα γι’ αὐτοὺς ποὺ ἡ κατάκριση καὶ ἡ συκοφαντία ἔγινε πλέον ἡ ζωή τους καὶ ποὺ βρίσκονται πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἰησοῦς.

Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποῦ θέλουν νὰ βγάλουν τὸ σκουπιδάκι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ τους ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν στὸ δικό τους τὸ μάτι ὁλόκληρο δοκάρι. Νὰ μὴν τοὺς μοιάζουμε. Νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ζητᾶμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸν δύσκολο ἀγώνα κατὰ τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως. Νὰ μὴν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Ἕναν Μοναδικὸ καὶ Αἰώνιο Κριτή, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τοῦ ὁποίου ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος μετὰ τοῦ Ἀνάρχου Αὐτοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Παναγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος. Ἀμήν.