Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Κύριε, εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου


Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
 
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ' ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μὲ ἔχουν προσδέσει στὴ γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ἀποξενώσει ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ξένο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει πιὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο ἀπὸ ἕνα ἄλλο ποὺ ζεῖ στὴν ἡσυχία, ἔτσι κι ἐγώ. Καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω ἀνακαλύψει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο καὶ προφυλάσσομαι κάτω ἀπὸ «τὴ σκιὰ τῶν πτερύγων Σου», ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν νὰ
ἀπολέσουν τὴ ψυχήν μου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμα καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Αὐτοὶ μᾶλλον, παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιόν του κόσμου. Αὐτοὶ μὲ μαστίγωναν κάθε φορᾶ ποὺ ἐγὼ δίσταζα νὰ τιμωρήσω τὸν ἐαυτόν μου. Μὲ βασάνιζαν, κάθε φορᾶ ποὺ ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἐπέπλητταν, κάθε φορᾶ ποὺ ἐγὼ κολάκευα τὸν ἐαυτόν μου. Αὐτοὶ μὲ κτυποῦσαν κάθε φορᾶ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, Κύριε. Ἀκόμη καὶ ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Κάθε φορᾶ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἐαυτόν μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορᾶ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἐαυτόν μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουνα νάνος.

Κάθε φορᾶ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορᾶ ποὺ ἔσπευδα νὰ πλουτίσω, αὐτοὶ μὲ ἐμπόδισαν μὲ σιδερένια χέρια. Κάθε φορᾶ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν πιὸ εἰρηνικά, αὐτοὶ ἄγρια μὲ ξύπνησαν. Κάθε φορᾶ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω ἕνα σπίτι γιὰ νὰ ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλὰ καῶ εἰρηνικά, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ' ἀλήθεια, Κύριε, οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.
Εὐλόγησέ τους καὶ πλήθυνέ τους!
Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τοὺς ἀκόμα πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου! Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ Σένα νὰ μὴν ἔχει ἐπιστροφή. Νὰ διαλυθεῖ ἡ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους σὰν ἱστὸς ἀράχνης. Ν' ἀρχίσει ἀπόλυτη γαλήνη νὰ βασιλεύει στὴ ψυχὴ
μοῦ. Νὰ γίνει ἡ καρδιά μου τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων ἀδελφῶν μου: τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας. Νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τους θησαυρούς μου «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανείς, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του! ...;
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιός μου ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς περισσότερο κακό: Οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι μου;
Γι' αὐτό, εὐλόγησε Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ...;

Πηγή: Ἀγάπη ἐν Χριστῷ