Τὸ πολυτελέστατο αὐτοκίνητο ἔσβησε τὴ μηχανὴ στὸ χῶρο στάθμευσης τοῦ πολυωρόφου καταστήματος.
Πρῶτο κατέβηκε τρισχαρούμενο τὸ παιδί. Σχεδὸν πηδηχτὰ μπῆκε
μὲ τὴ μητέρα του στὸ ἰσόγειο. Πολύχρωμος παράδεισος ἐκεῖ. Βιτρίνες, ράφια,
δάπεδα γεμάτα.
Παιχνίδια, παιχνίδια, παιχνίδια. Ἐνθουσιασμός!
Τὸ ἀγόρι μὲ ὁλάνοιχτα μάτια κοίταξε προσεχτικὰ καὶ ἀναφωνοῦσε
κάθε στιγμή: «Τὸ ἔχω, τὸ ἔχω, πᾶμε πιὸ πέρα…»
Ἔτρεχε πρῶτο ὀπὸ διάδρομο σὲ διάδρομο. Διάβαζε
πινακίδες, περιεργαζόταν τὰ μεγέθη. Φώναζε στὴ μητέρα του:
— Ἔλα, μαμά, προχώρησε, μὴ μὲ χάσεις, μπαίνω στὸ
λαβύρινθο… Δὲν εἶχε ἄδικο. Στὰ ἑκατοντάδες τετραγωνικά του ἰσογείου
σχηματίζονταν δαιδαλώδεις διάδρομοι μὲ ἀτέλειωτες συσκευασίες, φανταχτερὲς εἰκόνες
παιχνιδιῶν καὶ ποδήλατα μικρά, μέτρια καὶ μεγάλα…
Μιὰ ἀδιόρατη ὅμως μελαγχολία ἄρχιζε νὰ σκιάζει τὰ παιδικὰ
ὁλόλαμπρα πρὶν μάτια.
Ἀνέβηκαν μὲ τὶς κυλιόμενες σκάλες στὸν 1ο ὄροφο.
Στριμωγμένα στὰ ράφια πλῆθος παιχνίδια. Ἄλλα κρεμασμένα ὀπὸ
ψηλά, λαγουδάκια, ζωάκια διάφορα σκυλάκια, μικρούτσικα καὶ πελώρια σὰν λύκοι,
μπέζ, κόκκινα, ἄσπρα, ἀσπρόμαυρα. Ζαλιζόταν τὰ μάτια νὰ βλέπουν ἔντονα χρώματα,
παραστάσεις μὲ ἄγρια ζῶα.
Προβολεῖς ἑστιάζονταν στὰ πιὸ καινούργια παιχνίδια.
Ἐκεῖ σταματοῦσε ὁ νεαρούλης μὲ τὴ μητέρα του. Τὰ ἔβλεπε
προσεχτικὰ γιὰ λίγο κι ἔπειτα μιὰ σκιὰ ἀπογοήτευσης.
— Πᾶμε, μαμά, στὸ 2ο ὄροφο.
— Τί ἔπαθε τοῦτο τὸ παιδὶ καὶ εἶναι ἀνικανοποίητο, ἔλεγε
μέσα της ἡ μητέρα του. Πάλι τὰ ἴδια, τίποτε δὲν τοῦ ἀρέσει.
—Έλα, ἀγόρι μου, σίγουρα θὰ βρεῖς κάτι ὡραῖο. Ὅσο κι ἂν
κοστίζει, θὰ τὸ πάρουμε.
Κατασκευές, συναρμολογούμενα παιχνίδια, παιδικὰ αὐτοκίνητα.
Δεκάδες αὐτοκίνητα, πλαστικά, μεταλλικά, φορτηγάκια, ἀστυνομικά, ἀσθενοφόρα,
συρόμενα, ἠλεκτροκίνητα, μερικὰ κόντευαν νὰ φθάσουν τὰ διθέσια Smart
(Mercedes).
Ἄλλες φιγοῦρες πιὸ πέρα. Ζωντανὲς καὶ ψεύτικες κοῦκλες
στὸ ἴδιο ἀνάστημα!
Τὸ ἀγόρι
προσπέρασε περιφρονητικά.
Δὲν μπορεῖ, θὰ εὕρισκε κάποιο σπάνιο παιχνίδι.
Δὲν ὑπῆρχε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἄλλο μεγαλύτερο
πολυκατάστημα παιχνιδιῶν ἂπ αὐτὸ στὸ προάστιο τῆς Ἀθήνας.
Τὸ ἤξερε. Τὸ ἄκουγε στὶς διαφημίσεις. Στήριζε σ’ ἀτὸ τὶς
ἐλπίδες του γιὰ κάποιο σπάνιο παιχνίδι, καινούργιο, ἄγνωστο στοὺς φίλους του. Ἀπατήθηκε
κι ἐδῶ.
Εἶχε ἀπομείνει μιὰ ἀνεξερεύνητη ἀκόμα πλευρὰ τοῦ ὀρόφου.
Ἐκεῖ ἀεροπλάνα, τρένα, τηλεκατευθυνόμενα, ἐπιτραπέζια, ἠλεκτρονικά, ἀσύλληπτη
ποικιλία.
Κάποια παιδάκια μὲ βουρκωμένα μάτια τραβοῦσαν ὀπὸ τὸ
χέρι τὸν πατέρα τους, τὴ μάνα ἢ τὸν παππού, ὅποιον τὰ συνόδευε, γιὰ νὰ τοὺς ἀγοράσει
κάτι ποῦ τὰ ἐντυπωσίασε, μὰ ὁ μεγαλύτερός τα προσπερνοῦσε ὡς ἀκατάλληλα γιὰ τὴν
ἡλικία τους ἢ πολὺ ἀκριβὰ καὶ ἐξηγοῦσε τὴν αἰτία στὰ μικρά.
Σ’ ἀτὴ τὴ γωνιὰ στάθηκε καὶ ὁ Νίκος, τὸ παιδί, ποῦ μπῆκε
τρισευτυχισμένο στὸ κατάστημα μὲ τὴ μεγαλύτερη συλλογὴ χιλιάδων παιχνιδιῶν.
Ἐπαναλάμβανε ὅμως τὴν ἴδια φράση κοιτάζοντας καὶ τὰ
τελευταῖα ράφια: «Τὸ ξέρω, μαμά, τὸ ἔχω κι αὐτό, τὸ ἔχω κι κενό…».
Μιὰ θλίψη τώρα φανερὴ σκοτείνιασε τὸ παιδικὸ πρόσωπο κι ὁ
Νίκος ἔτρεξε πρὸς τὴν ἔξοδο κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα: Δὲν βρῆκα τίποτε. Τὰ ἔχω ὅλα, ὅλα!!!
Μιὰ ἀναπάντεχη ἀλλαγὴ ἔγινε λίγο ἀργότερα.
Ξαναμπῆκαν στὸ αὐτοκίνητό τους μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ
θλιμμένη καρδιά. ΟΝίκος μισοξάπλωσε δακρυσμένος κι ἀμίλητος στὸ πίσω κάθισμα. Ἡ
μητέρα ὁδηγοῦσε βαθιὰ προβληματισμένη. Ἔντονό το ἐρωτηματικὸ ἔρχονταν καὶ
ξαναρχονταν στὴ σκέψη της:
—Ποιός φταίει, ποιὸς φταίει; Ὁ Νικάκης, τὰ πλούτη μας, ἐγώ;
Μήπως ἐγώ, ἐγὼ κι ὁ πατέρας του; Δὲν στερήσαμε ποτὲ τίποτε στὸ παιδί μας. Γιατί μένει ἀνικανοποίητο,
νὰ εἶναι εὐαίσθητο καὶ γεμάτο ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους;
Ἴδια χαρακτηριστικὰ εἶχε καὶ ἡ μητέρα, ποῦ κρατοῦσε ἀφηρημένη
τώρα τὸ τιμόνι. Ὁ νοῦς τῆς ἦταν συγκεντρωμένος σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.
Τὸ φανάρι ἄναψε κόκκινο. Ἔκανε ἀπότομο φρενάρισμα.
Ἀνασηκώθηκε ὁ Νίκος. — Τί ἔγινε, μαμά;
Βρῆκε τότε εὐκαιρία καὶ πλησίασε δειλὰ στὸ τζάμι ἕνα ἀδύνατο,
μὲ φτωχικὰ ροῦχα κι ἀχτένιστα μαλλιὰ «παιδὶ τῶν φαναριῶν». Ἔμοιαζε ἀθῶο καὶ
πονεμένο. Ἅπλωσε τὸ χεράκι του καὶ κοίταζε μιὰ το Νίκο, μιὰ τὴ μητέρα του.
Ποιὸς ξέρει πόση φτώχεια, ποιὰ ἐγκατάλειψη, ποιὰ ἐκμετάλλευση
τὸ ἔφερε σ’ αὐτὸ τὸ σταυροδρόμι…
— Νίκο μου, εἶπε ἡ μητέρα, μήπως ἔχεις κανένα εὐρὼ στὸ
πορτοφολάκι σου;
— Ναί, ναί, ἀπάντησε ὁ Νίκος κι ἔψαχνε στὴ τσέπη του. Ἄνοιξε
ξαφνικὰ μόνος του τὸ πίσω παράθυρο κι ἔδωσε τὸ πορτοφόλι του στὸ φτωχοντυμένο
παιδάκι.Ἐκεῖνο ἔμεινε ἀποσβολωμένο, χαμογέλασε, δὲν πίστευε! Ξαφνιάστηκε καὶ ἠμητέρα.
Τὸ μικρό το ἄνοιξε μὲ τὰ μαυρισμένα χεράκια του καὶ
γούρλωσε τὰ μάτια του. Κέρματα καὶ χαρτονομίσματα 10, 20, 50 €.
Τ’ αὐτοκίνητα πίσω ἄρχισαν νὰ σφυρίζουν. Πράσινο. Ἡ
κυρία πρόλαβε νὰ πεῖ στὸ μικρό, ποῦ τὴν κοίταξε ἀπορημένο, συνεσταλμένα.
—Πρόσεξε, αὐτὰ εἶναι δῶρο γιὰ σένα. Μὴ τὰ δώσεις σὲ ἄλλον.
Τὸ μικρὸ ἀπόμεινε στὸ φανάρι καὶ χαιρέτησε.
Ὁ Νίκος ἀπὸ τὸ πίσω τζάμι τ’ αὐτοκινήτου ἀνταπέδιδε τὸ
χαιρετισμό.
— Μαμά, Εἶμαι πολὺ χαρούμενος, τὶς εἶπε. Ἡ δασκάλα μᾶς μᾶς
εἶχε πεῖ, πῶς ὅταν δίνουμε κάτι δικό μας σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, γεμίζει ἡ
καρδιά μας μὲ πλούτη ἀλλιώτικα κι ἀτυχία!
Ἡ πλούσια μητέρα πῆρε μιὰ ἀναπάντεχη ἀπάντηση στὸν
προβληματισμό της. Χάρηκε μὲ τὴν αὐθόρμητη προσφορὰ καὶ τὴ χαρὰ τοῦ γιό της. Τοῦ
ξήγησε βέβαια διακριτικά, ὅτι αὐτὰ τὰ παιδιὰ στὰ φανάρια τῶν δρόμων μπορεῖ νὰ τὰ
ἐκμεταλλεύονται καὶ κακοὶ ἄνθρωποι. Ἡ πράξη τοῦ ὅμως ἦταν πολὺ ὡραία!
Ἔπειτα τὶς ἦλθε μιὰ ἔμπνευση, ποῦ τὴν προκάλεσε τὸ ἴδιο
το παιδί της.
— Θέλεις, Νικάκη μου, τὸ ἀπόγευμα νὰ πᾶμε πιὸ μακριὰ
λίγο ἀπὸ τὸ σπίτι μας, σὲ ἕνα ἄλλο σπίτι ἑνὸς ἱδρύματος, νὰ παίξεις μὲ μερικὰ
παιδιὰ ποῦ δὲν ἔχουν γονεῖς καὶ τὰ φροντίζουν κάποιοι καλοὶ ξένοι ἄνθρωποι;
Νὰ τοὺς χαρίσεις, ἂν θέλεις, καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ παιχνίδια
σου;
— Ναί, ναί, θὰ τοὺς δώσω πολλὰ-πολλὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα
παιχνίδια μου….
Τὸ βράδυ μητέρα καὶ παιδὶ γύρισαν τρισευτυχισμένοι στὸ
σπίτι τους.
…………………………………………………………………
Τὸ γεγονὸς εἶναι ἀληθινό, ὅσο κι ἂν μοιάζει ἀκραῖο κι ἀπίστευτο.
Ἔγινε παραμονὲς Χριστουγέννων κι ὅμως στέλνει μηνύματα γιὰ ὅλες τὶς ἡμέρες, σὲ ὅλους
τους καιρούς, σὲ μικρότερους καὶ μεγαλύτερους.
Περιοδικὸ «Πρὸς Τὴν Νίκην», τεῦχος Δεκεμβρίου 2008
εὐχαριστοῦμε τὸν κ. Παῦλο Σαββίδη ποὺ μᾶς ἀπέστειλε τὸ
κείμενο.
Πηγή: Πενταπόσταγμα