Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ὀρθοδοξία: Ἡ ἐλπίδα τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης


Γράφει ο π. Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος . Μ. σίου Γρηγορίου γ. ρους)

Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη τοῦ 21ου αἰῶνος ἀναζητεῖ τὴν ταυτότητά της. Ἡ «εὐρωπαϊκὴ ταυτότης» δὲν ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο σοβαροῦ προβληματισμοῦ, ἐφ᾿ ὅσον τὴν διεμόρφωναν μόνον οἰκονομικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως πολιτισμικοὶ καὶ ἰδίως θρησκευτικοὶ παράγοντες ἔπρεπε νὰ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν κατὰ τὴν ἀναζήτησί της, ἀναπτύχθηκαν σοβαρὲς συζητήσεις, ἔντονες διαφωνίες καὶ ὀξεῖες διαμάχες γύρω ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ ἢ μὴ τοῦ «Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος» στὴν χριστιανικὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης.

Τί σημαίνει ὅμως «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης» γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους λαούς μας; Πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης»;
Ὅσοι καλοπροαίρετα ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐνίσχυσι τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης ὁμιλοῦν συνήθως γι᾿ αὐτὴν ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικὸ δεδομένο ἢ ἕναν κώδικα χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν, στὶς ὁποῖες ἠμποροῦν νὰ συγκλίνουν οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν καὶ διαχριστιανικῶν διαλόγων. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Εὐρώπης ἐπιδιώκουν νὰ τὴν ἐξασφαλίσουν θεσμικά, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς ἠπείρου των, τὴν ἀλλοίωσι τῆς χριστιανικῆς της ἰδιοπροσωπίας λόγω τῶν πληθυσμιακῶν μεταβολῶν (μετανάστευσις κ.λπ.) ἢ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν χριστιανικῶν «διεκκλησιαστικῶν» ὀργανισμῶν ἀπὸ τὰ κέντρα λήψεως ἀποφάσεων στὴν Εὐρώπη. Ἀκολουθώντας τὴν ἴδια λογική, καὶ οἱ προτάσεις ἐπισήμων Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἐπικεντρώνονται στὴν ἐνίσχυσι μιᾶς θεσμικῆς χριστιανικῆς παρουσίας στὴν Εὐρώπη.
Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος αὐτοσυνειδησία δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ παρακάμπτωμε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἠμπορεῖ νὰ συναποτελῇ μαζὶ μὲ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ μία ἑνιαία «χριστιανικὴ ταυτότητα», ἀλλὰ ἀντιθέτως μας ὑποχρεώνει νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ λησμονημένη ἀπὸ τὴν Εὐρώπη πρωτογενής της Πίστις, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ ἀποτελέση ἐκ νέου τὴν χριστιανική της ταυτότητα.
*
* *
Ζῶντες στὸ περιβάλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ αὐτὸ δημιουργεῖ, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος κληρονομιά μας δὲν πρέπει νὰ μετρῆται μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου τούτου. Τὰ τελευταῖα χρόνια γινόμεθα μάρτυρες τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς βαθειᾶς πίστεως τῶν προσκυνητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἔρχονται μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ μεγάλα ἔξοδα ἀπὸ τὶς ὁμόδοξες χῶρες τῆς Βαλκανικῆς καὶ ἀπὸ τὴν Ρωσσία.
Στὴν συνείδησι ὅλων αὐτῶν τῶν εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐκπροσωποῦν στὴν χώρα τους, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει συνήθως τὴν ἔννοια, ποὺ τῆς ἀποδίδουν ὅσοι τὴν βλέπουν ἢ τὴν ἀντιμετωπίζουν μὲ ἰδεολογικὰ ἢ κοινωνιολογικὰ κριτήρια, ὅσοι δηλαδὴ συνηθίζουν νὰ βλέπουν στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀντιδυτικὰ «Ὀρθόδοξα» τόξα παράλληλα πρὸς τὰ μουσουλμανικά, ἢ θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἐθνικιστικὴ δύναμι τῶν λαῶν ποὺ τὴν ἀσπάζονται. Ὅσο καὶ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δημιουργοῦμε τέτοιες ἐντυπώσεις, λόγω τῶν προσωπικῶν μας ἀτελειῶν ἢ τῶν συλλογικῶν μας ἀστοχιῶν, ἔχουμε βαθειὰ ριζωμένη στὴν συνείδησί μας τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι πολὺ πιὸ οὐσιαστικό, οὐράνιο, ἀκατάλυτο: εἶναι τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις» (Ἰούδ. 3), τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας διασῴζει ἀκέραια, χωρὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις, καὶ τὴν ὁποία μὲ πολλὲς θυσίες διαφυλάξαμε σὲ δύσκολους καιρούς, προκειμένου νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ εἴμαστε ἠλεημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ φέρωμε τὴν σφραγῖδα τοῦ Ὀρθοδόξου ἁγίου Βαπτίσματος, νὰ κοινωνοῦμε τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Εὐχαριστίας, νὰ ἀκολουθοῦμε μὲ ταπείνωσι τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας, καὶ νὰ τηροῦμε «τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. δ´ 3). Φέρομε ὁμολογουμένως τὴν παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι» (Β´ Κορ. δ´ 7), ἐν τούτοις ὅμως αὐτὴ συνιστᾷ Χάριτι Θεοῦ τὸν λόγο «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α´ Πέτρ. γ´ 15).
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ἁπλῶς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς ἱστορικῆς μας κληρονομιᾶς. Πρωτίστως καὶ κυρίως εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ αἰωνίου σωτηρίας, σὲ ἐποχὲς δύσκολες οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων διετήρησαν τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι τους μὲ τὴν θυσία χιλιάδων νεομαρτύρων, ἀντιστεκόμενοι τόσο στὸν ἐξισλαμισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἐξουνιτισμό(1). Γι᾿ αὐτὸ ἡ πρόσφατος, μετὰ τὴν κατάρρευσι τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων, ἀναζωπύρωσις τῆς Οὐνίας καὶ ἡ δραστηριότης τῶν νέο-προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν μεταξὺ Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν ἀποτελοῦν σοβαρότατες προκλήσεις γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ ὡς τέτοιες πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται, ἐπειδὴ γιὰ μία ἀκόμη φορᾷ θέτουν ὑπὸ διακινδύνευσι τὴν σωτηρία ἁπλοϊκῶν ψυχῶν, «ὑπὲρ ὢν Χριστὸς ἀπέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ιδ´ 15).
Στὶς δυτικὲς κοινωνίες ἐξάλλου, τὶς ἐκ παραδόσεως ρωμαιοκαθολικὲς καὶ προτεσταντικές, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δραστηριοποιοῦνται Ὀρθόδοξες ἐνορίες, ἡ Ὀρθόδοξος παρουσία πρέπει νὰ εἶναι σεμνὴ μαρτυρία περὶ τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖον στερήθηκαν ἐπὶ αἰῶνες οἱ κοινωνίες αὐτές, λόγω τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ Πίστι. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ νοσταλγικὴ ἀναζήτησις τῆς ἀνόθευτου χριστιανικῆς Πίστεως κορυφώνεται στὴν ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἀγκάλη τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἐκφράζεται ἡ ἱεραποστολικὴ φύσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιστρέφοντες οἱ ἑτερόδοξοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, δὲν ἐγκαταλείπουν μία ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν μία ἄλλη, ὅπως λανθασμένα θεωρεῖται. Στὴν πραγματικότητα ἀφήνουν ἕνα ἀνθρωποκεντρικὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα καὶ ἐπανευρίσκουν τὴν μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γίνονται μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπαναπροσανατολίζονται στὴν πορεία τῆς θεώσεως.
Δυστυχῶς, ἀντίθετη κατεύθυνσι ἀκολουθεῖ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, τὸν ὁποῖον ἐκφράζουν θεσμικὰ ὄργανα τῆς Οἰκουμενικῆς λεγομένης Κινήσεως καὶ φορεῖς τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπειδὴ παραθεωροῦν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καὶ ἀκολουθοῦν τὴν προτεσταντικὴ «θεωρία τῶν κλάδων» ἢ τὴν νεωτέρα ρωμαιοκεντρικὴ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», θεωροῦν ὅτι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως, ἢ μέρος αὐτῆς, διασῴζεται σὲ ὅλες τὶς Χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Γι᾿ αὐτὸ κατευθύνουν τὶς προσπάθειές τους στὴν πραγματοποίησι μιᾶς ὁρατῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως βαθυτέρας ἑνότητος στὴν Πίστι.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ «θεολογία» ἐξισώνει τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα (τριπλῆ κατάδυσι) μὲ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ ράντισμα, θεωρεῖ τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque δογματικὰ ἰσοδύναμη μὲ τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνον τοῦ Πατρός, μεθερμηνεύει τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ὡς πρωτεῖο διακονίας, ὀνομάζει θεολογούμενον τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ περὶ ἀκτίστου θείας Χάριτος, κ.ἄ.
Πρόκειται γιὰ ἕναν ἐπιπόλαιο οἰκουμενισμό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραφε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πῶς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποίηση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πῶς μπορεῖ νὰ συμφιλίωση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται -ἢ παραθεωρεῖται- ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σ᾿ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες -στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους τους- δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατί δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο γιὰ Ἐκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις»(2).
Παραλλήλως οἱ προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν φθάσει μέχρις ἀρνήσεως θεμελιωδῶν δογμάτων Πίστεως (τῆς ἱστορικότητος τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου κ.ἄ.) καὶ ἀποδοχῆς ἀντιευαγγελικῶν ἠθῶν (γάμος ὁμοφυλοφίλων κ.λπ.), ἐξισώνονται στὰ πάνελ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὶς ἁγιώτατες Τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ θεωρία τῆς «ἀπομυθεύσεως», ἡ «θεολογία» τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ἡ χειροτονία γυναικῶν σὲ ἱερατικοὺς βαθμούς, ἡ ἱερολογία γάμου ὁμοφυλοφίλων, ἀναμφίβολα δὲν ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος.
Ὁ προτεσταντισμὸς περιῆλθε σὲ βαθύτατη κρίσι πίστεως. Ὁ Frank Schaeffer, ὁ ἐπώνυμος ἀμερικανὸς προτεστάντης ποὺ μετὰ ἀπὸ πολυετῆ καὶ σκληρὴ προσωπικὴ ἀναζήτησι ἔγινε Ὀρθόδοξος, στὸ βιβλίο τοῦ Dancing Alone, The Quest for Orthodox Faith in the Age of False Religion, Regina Orthodox Press, Salisburg, USA (σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι μὲ τίτλο: Ἀναζητώντας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν (2), ἔκδ. Μακρυγιάννη, Κοζάνη 2004), δίνει πολλὰ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἔκπτωσι τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Προέκτασι καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ ἀποτελεῖ ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμός, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει δυνατότητα σωτηρίας σὲ ὅσους ἀνήκουν σὲ μία ἀπὸ τὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες. Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ἔγραψε ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία καὶ ἕνα τέμενος [τζαμί]... ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἄνθρωπου»(3). Ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς δὲν διστάζει ἀκόμη νὰ ἀναγνωρίση σωτηριώδεις ὁδοὺς σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου(4). Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγραψε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ Ἰνδουισμοῦ.
Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἔχουν δυστυχῶς ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ αὐτὴ νοοτροπία. Μὲ τὶς θεολογικές τους ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες οἱ ἐκκοσμικευμένοι ἄρχοντες καὶ διανοούμενοι συνήθως ἀκούουν καὶ ἀναγνωρίζουν ὡς Ὀρθόδοξες, συντελοῦν ὥστε ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ ὑπερβῇ τὰ στενὰ ὅρια τῶν προσωπικῶν τοὺς ἀντιλήψεων καὶ νὰ ἀποτελέση «γραμμή» μὲ στόχους καὶ ἐπιδιώξεις. Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἡ ἀγάπη, χωρὶς ἀναφορὰ στὴν δογματικὴ ἀλήθεια, καθιερώνεται κριτήριο ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἐνῷ ἡ ἐμμονὴ στὶς παραδοσιακὲς Ὀρθόδοξες θεολογικὲς θέσεις ἀποδοκιμάζεται ὡς μισαλλοδοξία καὶ φονταμενταλισμός.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸ πῶς ἡ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία οἰκοδομεῖ τὸν τύπο μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης, εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ «δεσμεύσεις» τῶν ἐκπροσώπων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Οἰκουμενικὴ Χάρτα στὶς 22 Ἀπριλίου 2001(5).
Ὅμως ἡ «χριστιανική» αὐτὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ταυτότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Πρέπει νὰ τονισθῇ μὲ κάθε ἔμφασι ὅτι ἀδικεῖται ἡ Εὐρώπη, ὅταν τῆς προσάπτωμε μία ταυτότητα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὰ χριστιανικὴ ἀλλὰ μόνο κατ᾿ ἐπίφασι. Ἕνας νοσηρός, ἕνας νοθευμένος, Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς τῶν κατακομβῶν τῆς Ρώμης, τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου, τῶν Ὀρθοδόξων μοναχῶν τῆς Σκωτίας καὶ τῆς Ἰρλανδίας, γενικῶς ὁ Χριστιανισμὸς τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἕνας νοθευμένος Χριστιανισμὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ προστατεύση τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ μὴ χριστιανικῶν ἀντιλήψεων καὶ ἠθῶν στὶς κοινωνίες της.
Εἶναι ἤδη γνωστὸ ὅτι οἱ πολλοὶ Εὐρωπαῖοι κουράσθηκαν ἀπὸ τὸν ξηρὸ ὀρθολογισμό, νοσταλγοῦν τὸν χαμένο μυστικισμό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀσπάζονται τὸν μουσουλμανισμό, τὸν βουδισμὸ ἢ τὸν ἰνδουισμό, παραδίδονται στὸν ἐσωτερισμὸ ἢ ἐπιδιώκουν μεταφυσικὲς ἐμπειρίες σὲ νεοεποχιτικὰ κινήματα. Ἀναφέρεται ὅτι μόνο στὴν Ἰταλία λειτουργοῦν περὶ τὰ 500 μουσουλμανικὰ τεμένη, ἐνῷ στὴν Γαλλία τὸ 5% τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι μουσουλμάνοι.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Στὸ κέντρο τῆς ἔχει τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὴν ὅλα εἶναι θεανθρώπινα, γιατί ὅλα προσφερόμενα στὸν Θεάνθρωπο Κύριο χαριτώνονται ἀπὸ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ ἀναπαύση τὶς ψυχὲς ποὺ ἀναζητοῦν καλοπροαίρετα τὴν ἐλευθερία τους ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ ἰδεαλισμοῦ, τῆς τεχνοκρατίας. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ συρθῇ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὴν συγκρητιστικὴ χοάνη, δὲν πρέπει νὰ χαθῇ ἡ ἐλπὶς τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὡς Ὀρθόδοξοι ποιμένες καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἔχουμε χρέος νὰ διαφυλάξωμε τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν παραγγέλλει στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου καὶ στοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κ´ 28). Καὶ ὁ ἴδιος στὸν πιστὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλης της Ἐκκλησίας: «ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἂς ἐδιδάχθητε» (Β´ Θεσ. β´ 15).
Ἡ Γηραιὰ Ἤπειρος στὸν τομέα τῆς Πίστεως ἔχει ἀστοχήσει. Ἡ Νέα Ἐποχὴ ἀπειλεῖ ἀνοικτὰ πλέον τὶς εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες μὲ ἀποχριστιανισμό. Δὲν εἶναι παράδοξο. Ἡ Εὐρώπη ἔστρεψε τὰ νῶτα στὸν Χριστό, κάποτε τὸν ἔδιωξε, ὅπως εὔστοχα παρατηροῦν ὁ Ντοστογιέφσκυ στὸν Μέγα Ἱεροεξεταστῆ(6) καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος ἐπίσκοπος Ζίτσης(7).
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἐκδηλώση τὸ χάρισμα καὶ τὴν ἀποστολή της, νὰ διακηρύξη στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης ὅτι, ἐὰν ὑπάρχη κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν Εὐρώπη σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη φάσι τῆς ἱστορίας της, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ἂς μὴ στερήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας τὴν δυνατότητα νὰ δώση αὐτὸ τὸ σωτήριο μήνυμα στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ἐξισώνοντας τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μὲ τὴν αἵρεσι στὴν συγκεχυμένη προοπτικὴ καὶ τὸ ἀσαφὲς ὅραμα τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μποροῦμε νὰ συντελέσουμε σὲ ἕναν ὑγιῆ, ἀπολύτως Ὀρθόδοξο, Οἰκουμενισμό, ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἑτεροδόξους Χριστιανοὺς τὸ Μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, καὶ διακηρύσσοντας μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ καὶ ὁμολογητὴ Γέροντα Ἰουστίνο Πόποβιτς: «Ἡ ἔξοδος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀδιέξοδα, ἀνθρωπιστικά, οἰκουμενιστικά, παπιστικά, εἶναι ὁ ἱστορικὸς Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἱστορικὸν θεανθρώπινον οἰκοδόμημά Του, ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰωνία Κεφαλὴ καὶ ἡ ὁποία εἶναι τὸ αἰώνιον Αὐτοῦ Σῶμα. Ἡ Ἀποστολική, Ἁγιοπατερική, Ἁγιοπαραδοσιακή, Ἁγιοσυνοδική, Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Πίστις εἶναι τὸ φάρμακον τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ ὅλας τὰς αἱρέσεις, ὅπως καὶ ἂν αὖται ὀνομάζωνται. Εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, κάθε αἵρεσις εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον καὶ «κατ᾿ ἄνθρωπον»· κάθε μία ἀπὸ αὐτὰς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου, ἀντικαθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπον διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τοῦτο ἀρνεῖται καὶ ἀπορρίπτει τὴν Ἐκκλησίαν... Ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποστολικὴ θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδὴ ὁλικὴ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν θεανθρωπίνην ὁδὸν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Τοῦτο δὲ σημαίνει ἐπιστροφὴν εἰς τὴν ἄμωμον ὀρθόδοξον πίστιν τῶν καὶ εἰς τὸν Θεάνθρωπον Χριστόν, εἰς τὴν κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωὴν τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν τῶν... Ἄλλως, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν ὁδόν, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, καὶ τὴν λατρείαν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καὶ Ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ καταποντισθῆ εἰς τὴν νεκρὰν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καὶ ἀντὶ τοῦ Ζῶντος καὶ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, θὰ λατρεύση τὰ ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις, οὔτε θέωσις διὰ τὸ θλιμμένον ὄν, τὸ ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος(8).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

(1) Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος», στὸν συλλογικὸ τόμο «ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ» (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 124. Βλ. ἐπίσης Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ἐπισκόπου Βανάτου (νῦν πρώην Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης), «Ἡ Οὐνία ἐναντίον τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδοξίας», στὸν συλλογικὸ τόμο «Η ΟΥΝΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ», ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήναι 1992. Περὶ τῆς δραστηριότητος τῆς Οὐνίας στὴν Τρανσυλβανία, βλ. «30 Βίοι Ρουμάνων Ἁγίων», ἔκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσ/νίκη 1992, σ. 123.
(2) Dimitru Staniloae, «Γιὰ ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό», ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεὺς 1976, σ. 19-20.
(3) «Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου 1997, σ. 16.
(4) Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σ. 9-11.
(5) Βλ. Περιοδ. «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία Κύπρου, τ.10/2001, σ. 411-423.
(6) Φ. Ντοστογιέβσκη, «Ἀδελφοὶ Καραμάζωφ», ἔκδ. Γκοβόστη, Ἀθήναι, σ. 99-121.
(7) Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός», ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 238 καὶ 251-252.
(8) Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σ. 256-257.

Πηγή: http://users.uoa.gr