Οἱ πρῶτοι
χριστιανοί, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά κείμενα, ἀσκοῦσαν τήν ἀδιάλειπτη
νοερά προσευχή, πού καλεῖται στήν γλῶσσα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «γένη γλωσσῶν»40. Λάτρευαν, ἔτσι, ἀδιάλειπτα
στήν καρδιά τους τόν Κύριο. Ἐπίσης, παρέμεναν γιά πολλές ὧρες στόν Ναό καί
ἔκαναν πολύωρες κοινές προσευχές ὡς λατρευτική κοινότητα.
«Παρατήρησε
προσεκτικά», λέγει ὁ Χρυσορρήμων, «ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν, οὔτε
μικρό, οὔτε μεγάλο, ἀλλά παρέμεναν σταθερά στό ἱερό (στόν ναό τοῦ Σολομῶντος).
Τώρα, μάλιστα, ἔγιναν ὄχι μόνον πιό πρόθυμοι στόν πνευματικό ἀγῶνα, ἀλλά καί
γιά τόν τόπο (ναό) ἀπέκτησαν περισσότερη εὐλάβεια»41.
Ἡ ἀδιάλειπτη
λατρεία καί νοερά προσευχή –συνδυαζόμενα μέ τήν συνεχῆ μετοχή στήν Θεία
Εὐχαριστία καί τήν ὅλη ἀσκητική ζωή– τούς ὁδηγοῦσαν στόν φωτισμό καί τήν θέωση.
«Εἰς τόν Ἀπόστολον Παῦλον, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν Α' πρός Κορινθίους ἐπιστολή του», γράφει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν στήν θέωση, δηλαδή στήν θέα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ δόξῃ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καλοῦνται Προφῆτες.
Εἶναι οἱ Προφῆτες τῆς Ἐνορίας (Α' Κορ. 14, 29) καί ἀποτελοῦν μαζί μέ τούς Ἀποστόλους (Α' Κορ. 15, 5-8) τά θεωμένα μέλη τῆς Ἐνορίας.
Αὐτό τονίζει σαφῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅταν γιά τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ γράφει ὅτι: ‘’ἑτέραις γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις ἐν πνεύματι’’42. Ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ τό εἰσαγωγικό στήν ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ρητό ‘’εἴτε δοξάζεται μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη’’ (Α΄ Κορ. 12, 26).
Δηλαδή τό δοξασμένο μέλος εἶναι τό θεούμενο, πού ἔφθασε στήν θέωση καί ἔγινε ἀπό τόν Θεό προφήτης. Διά τοῦτο στήν ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀρχίζει μέ τούς ἀποστόλους καί προφῆτες στήν κορυφή καί καταλήγει στούς ἔχοντας ‘’γένη γλωσσῶν’’ (Α' Κορ. 12, 28), πού ἦσαν τά εἴδη νοερᾶς λατρείας (Ἐφ. 5, 19-20).
Ὁ προφητεύων γιά τόν Ἀπ. Παῦλο εἶναι αὐτός πού ἑρμηνεύει τήν Παλαιά Διαθήκη (Καινή Διαθήκη δέν ὑπῆρχε ἀκόμη) βάσει τῆς ἐμπειρίας τῆς νοερᾶς εὐχῆς, πού λέγεται ‘’γένη γλωσσῶν’’. Ὁ Προφήτης, πάλι, εἶναι αὐτός πού ἔφθασε στήν θέωση.
Εἶναι ἀκριβῶς ἡ μεταγενέστερη πατερική διάκριση μεταξύ θεολογοῦντος καί θεολόγου. Ὅλοι, ἀπό τόν Ἀπόστολο μέχρι τόν προφητεύοντα καί τόν διερμηνεύοντα, εἶχαν τά ‘’γένη γλωσσῶν’’, δηλαδή τά διάφορα εἴδη νοερᾶς λατρείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά, καί, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι θεόκλητα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ναοί τοῦ Ἁγίου πνεύματος.
Διαφέρουν ὡς
θεόκλητοι ἀπό τούς ἰδιῶτες (Α' Κορ. 14, 16), πού δέν ἔλαβαν ἀκόμη τό
χρῖσμα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (προσευχόμενου ἀδιαλείπτως στήν
καρδιά τους) καί ἑπομένως δέν εἶχαν γίνει ἀκόμη ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἦσαν, φαίνεται, βαπτισμένοι διά ὕδατος εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἀλλά ὄχι βαπτισμένοι Πνεύματι, δηλαδή κεχρισμένοι. Πιθανόν τό μυστήριο τοῦ χρίσματος να γινόταν εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἐλεύσεως τοῦ προσευχομένου Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό στά λατινικά νά λέγεται confirmatio.
Πάντως, οἱ θεούμενοι Ἀπόστολοι καί Προφῆτες καί οἱ φωτισμένοι διδάσκαλοι, δυνάμεις, χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν (Α' Κορ. 12,28) ἀποτελοῦσαν φαίνεται τόν κεχρισμένο κλῆρο καί τό βασίλειον ἱεράτευμα, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μύρου.
Οἱ ἰδιῶτες,
ὅπως μαρτυροῦν οἱ Πατέρες, ἦσαν λαϊκοί. Τό ‘’οὕς ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ’’
(Α' Κορ. 12,28) σημαίνει σαφῶς ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ θέωση
ἀποστόλων καί προφητῶν καί μέ φωτισμό τῶν ὑπολοίπων, καί ὄχι μόνον μέ
τελετουργική πράξη»43.
Ἀπό τά
ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι τά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας εἶχαν τήν ἀδιάλειπτη νοερά
προσευχή. Τό Ἅγιον Πνεῦμα λαλοῦσε «ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»44. Εἶχαν περάσει τό στάδιο τῆς
καθάρσεως ἀπό τά πάθη, στό ὁποῖο βρίσκονταν οἱ ἰδιῶτες καί ἦσαν στό στάδιο τοῦ
φωτισμοῦ ἤ τῆς θεώσεως.
40 Πρβλ. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου
(†), Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου, Δογματική καί συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος Α΄, 4η ἔκδοση, Ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2009, σελ.19-22.
41 Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, TLG Work #154 60.64.57 to Work #154 60.64.61 β. «Καὶ σκόπει͵ πῶς οὐδὲν ἐποίουν ἕτερον Ἰουδαῖοι͵ οὐ μικρὸν͵ οὐ μέγα͵ ἀλλὰ τῷ ἱερῷ προσήδρευον. Ἅτε γὰρ σπουδαιότεροι γεγενημένοι͵ καὶ περὶ τὸν τόπον εὐλάβειαν πλείονα εἶχον. Οὐ γὰρ ἀπέσπων αὐτοὺς οἱ ἀπόστολοι τέως͵ ὥστε μὴ βλάψαι».
42 Ἐφ. 3, 5.
43 Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πρόλογος στό : Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Τριάς Α΄, τόμος πρῶτος, Ἐκδόσεις: Π.Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 27-28.
44 Ρωμ. 8, 26.