Ονομάζομαι Ιωάννης Κανταρτζόγλου και θα ήθελα να κάνω γνωστά δύο θαύματα του Αγίου Ραφαήλ τα οποία έγιναν στην οικογένειά μου και τα βίωσα προσωπικά. Το πρώτο συνέβη το 2000 και το δεύτερο έγινε το 2012.Η μητέρα μου λεγόταν Δέσποινα και για 25 περίπου χρόνια είχε αρκετά σοβαρά προβλήματα υγείας με αποτέλεσμα να είναι για μεγάλα διαστήματα καθηλωμένη στο κρεβάτι.
Για το λόγο αυτό καθόταν τελείως μόνη σχεδόν όλη την ημέρα αφού εγώ και ο πατέρας μου λείπαμε από το σπίτι, με μοναδική συντροφιά τις πολλές εικόνες που είχε ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της και στις οποίες μίλαγε, όπως μου είχε αναφέρει κάποια στιγμή, αφού δεν είχε να μιλήσει σε κανέναν άλλο.
Την εικόνα όμως του Αγίου Ραφαήλ τον οποίο είχε ως προστάτη και τον ευλαβείτο πάρα πολύ, την είχε για χρόνια δίπλα στο προσκέφαλό της.
Το έτος 2000 κι ενώ εγώ έλειπα δύο μήνες για δουλειά στην Κρήτη, με ειδοποίησε ο πατέρας μου να γυρίσω γιατί η υγεία της μητέρας μου είχε επιδεινωθεί. Πράγματι γύρισα και όταν την αντίκρισα τρόμαξα αφού το χρώμα της ήταν ολόλευκο σαν γάλα, είχε να φάει για μέρες και πονούσε πολύ.
Με ασθενοφόρο την πήγαμε στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης όπου την ίδια ημέρα διαγνώστηκε καρκίνος στον περιτοναϊκό χώρο. Να αναφέρω δε ότι ο αιματοκρίτης της είχε πέσει στο 19, έτσι εξηγείτο και το κατάλευκο χρώμα, η δε κοιλιά της αν και δεν έτρωγε καθόλου είχε πρηστεί τόσο πολύ που ήταν πλέον τεράστια.
Μετά από τρεις μέρες αν θυμάμαι καλά και πάλι με ασθενοφόρο μάς μετέφεραν ημέρα Δευτέρα στο Θεαγένειο αντικαρκινικό, όπου οι γιατροί μας είπαν ότι η κατάσταση της ήταν κρίσιμη και πως αν δεν την χειρουργούσαν άμεσα θα πέθαινε σε δύο βδομάδες περίπου.
Όμως και το να την εγχειρήσουν ήταν μεγάλο ρίσκο αφού ήταν τελείως αδύναμη και οι γιατροί πίστευαν πως δεν θα μπορούσε να αντέξει την νάρκωση.
Ξεκίνησαν αμέσως να της κάνουν μεταγγίσεις αίματος ενώ η εγχείρηση προγραμματίστηκε για την Παρασκευή το πρωί. Μέχρι και το βράδυ της Πέμπτης της είχαν μεταγγίσει 12 ή 13 φιάλες αίμα.
Την Πέμπτη αργά το μεσημέρι ήρθε ο αναισθησιολόγος και μου έκανε νόημα να βγω για να μου μιλήσει, όμως εγώ του ζήτησα ότι είχε να πει να το πει μπροστά στην μητέρα μου αφού γνώριζε τα πάντα για την κατάστασή της.
Μας είπε λοιπόν ότι δεν μπορούσε να γίνει η εγχείρηση γιατί πίστευαν ότι θα πέθαινε μόλις της χορηγούσαν την νάρκωση και θα έπρεπε να πάρω εγώ την ευθύνη και να υπογράψω.
Ξέροντας όμως ότι σε περίπτωση που δεν γινόταν η εγχείρηση είχε μια δυο βδομάδες ζωή ρώτησα την μητέρα μου τι ήθελε να κάνουμε.
Εκείνη με σίγουρη και ήρεμη φωνή και μπροστά στον έκπληκτο γιατρό μου είπε « παιδί μου άσε τον γιατρό να λέει, εσύ υπόγραψε κι εγώ θα μπω και θα βγω ζωντανή από το χειρουργείο, γιατί εμένα θα με εγχειρήσει ο Άγιος Ραφαήλ και μη φοβάσαι».
Ο αναισθησιολόγος άκουγε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ενώ εγώ ξαναρώτησα την μητέρα μου αν ήταν σίγουρη για την απόφασή της κι εκείνη μου επανέλαβε τα ίδια λόγια. Ζήτησα από τον γιατρό τα χαρτιά και υπόγραψα.
Την εγχείρηση θα έκανε ένας από τους πιο έμπειρους γιατρούς σε θέματα καρκίνου στην περιοχή της κοιλιάς ο κ. Ντελόπουλος και αναφέρω την εμπειρία του γιατί έχει σημασία για όσα συνέβησαν κατά την διάρκεια του χειρουργείου.
Πράγματι την Παρασκευή το πρωί ξεκίνησε η επέμβαση ενώ εμείς περιμέναμε έξω από τον προθάλαμο του χειρουργείου με αγωνία. Περίπου δυόμιση ώρες μετά βγήκε ο κ. Ντελόπουλος στην είσοδο του προθαλάμου και μου έκανε νόημα να πάω κοντά του.
Τον ρώτησα τι γίνεται και μου είπε πως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, όμως η μητέρα μου αντέχει για την ώρα και ξαναμπήκε πάλι στο χειρουργείο. Το ίδιο επαναλήφθηκε μιάμιση ώρα μετά και ο γιατρός μου είπε τα ίδια λόγια και έφυγε πάλι.
Το χειρουργείο διήρκησε τελικά πεντέμιση ώρες, και ο γιατρός βγήκε και πάλι στον προθάλαμο και μου έκανε νόημα να πάω, όμως ήταν φανερά σαστισμένος. Νομίζοντας πως τα πράγματα είχαν πάει άσχημα πήγα κοντά του γεμάτος αγωνία και τον ρώτησα αν ζούσε η μητέρα μου.
Εκείνος όπως είπα φανερά σαστισμένος δεν μου απαντούσε παρά επαναλάμβανε την φράση «Δεν είναι δυνατόν, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε. Δεν το πιστεύω ότι εγώ το έκανα αυτό».
Τον ρώτησα 4-5 φορές αν ζούσε η μητέρα μου όμως εκείνος συνέχιζε να λέει τα ίδια λόγια. Στη δική μου επιμονή, σαν να συνήλθε από κάποιας μορφής σοκ και αφού μου είπε πως όλα πήγαν καλά με ρώτησε «Δεν μου λες η μητέρα σου έχει κάποιον Άγιο προστάτη;». Του απάντησα πως είχε τον Άγιο Ραφαήλ. Τον άκουσα να μονολογεί «μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί αυτό που έγινε».
Εκείνη την στιγμή από το χειρουργείο έβγαινε μια νοσοκόμα κρατώντας με τα δυο της χέρια ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο και ο γιατρός μου είπε, ξέρεις τι έχει μέσα; Έχει τους δύο όγκους που βγάλαμε από την μητέρα σου. Έναν που ζυγίζει 7 κιλά κι έναν μικρότερο με βάρος 1 κιλό.
Σάστισα με τα μεγέθη που άκουσα, ενώ ο γιατρός άρχισε να μου λέει τι συνέβη στο χειρουργείο.
Μου είπε ότι όταν άνοιξαν την κοιλιά της μητέρας μου και είδαν το μέγεθος του όγκου ο οποίος ήταν κολλημένος σε όλο το τοίχωμα της κοιλιάς τα έχασαν και ο γιατρός σκέφτηκε να την ξανακλείσει χωρίς να τη πειράξει και να την αφήσει να πεθάνει, αφού όπως μου εξήγησε ήταν από τις χειρότερες μορφές καρκίνου «Σάρκωμα».
Συνήθως σε πολύ μικρότερους όγκους όταν προσπαθούσαν να τους αποκολλήσουν έσκαγαν με δυσάρεστα αποτελέσματα και μιλάμε για πολύ πολύ μικρότερους όγκους και όχι έναν όγκο τέτοιου μεγέθους.
Ενώ είχε πάρει αυτήν την απόφαση σαν κάτι να τον προέτρεψε να συνεχίσει την επέμβαση και να μην τα παρατήσει, και ω του Θαύματος, ο όγκος βγήκε ακέραιος χωρίς να διαλυθεί ούτε στο ελάχιστο, κάτι που ο γιατρός παρ’ όλη την εμπειρία του δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το καταφέρει.
Στη συνέχεια, κι ενώ είχαν την μητέρα μου ανοιχτή έπρεπε να πάρει άλλη μία δύσκολη απόφαση και όπως αποδείχτηκε, το ίδιο βράδυ που η μητέρα μου ήταν στην εντατική, πήρε την σωστή.
Είχε δει λοιπόν ότι ο μεγάλος όγκος (τον μικρότερο τον είχαν βγάλει από το στομάχι) ακουμπούσε στο νεφρό και έπρεπε να αποφασίσει αν θα αφαιρούσε το νεφρό ώστε να εξαφανιστεί τελείως ό όγκος ή θα άφηνε ένα πολύ μικρό κομμάτι του επάνω στο νεφρό καθότι η μητέρα μου ήταν πολλά χρόνια διαβητική και ήδη τα νεφρά της και τα δύο ήταν σε άσχημη κατάσταση. Αποφάσισε λοιπόν να μην το αφαιρέσει και την έκλεισαν.
Όταν συνήλθε στην εντατική και πήγα να την επισκεφτώ, το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν «είδες που σου είπα ότι θα βγω ζωντανή; Ο Άγιος Ραφαήλ ήταν στο χειρουργείο και αυτός με εγχείρησε».
Την άλλη μέρα κι ενώ ήμουν έξω από την εντατική ήρθε μια νοσοκόμα και μου είπε ότι ο γιατρός με ζητούσε να πάω στο γραφείο του. Πήγα και πιστεύω πως μάλλον θα είχε μιλήσει με τον αναισθησιολόγο γιατί το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν για τον προστάτη Άγιο της μητέρας μου.
Του είπα ότι είχε μεγάλη πίστη στον Θεό και ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ραφαήλ και ότι ήταν σίγουρη πως εκείνος θα την χειρουργούσε και θα έβγαινε ζωντανή από το χειρουργείο.
Δεν γνωρίζω την πίστη του κ. Ντελόπουλου όμως μου είπε πως αυτό πρέπει να συνέβη, γιατί μόνος δεν πίστευε πως θα μπορούσε παρ’ όλη την πείρα του να τα καταφέρει. Επίσης μου είπε ότι το βράδυ αν είχε αφαιρέσει το νεφρό της μητέρας μου θα είχε πεθάνει αφού υπέστη διαβητικό κόμμα και τα νεφρά της σταμάτησαν για λίγο να λειτουργούν, όμως μετά από λίγη ώρα συνήλθε. (Θα ήθελα να με συγχωρήσετε αν λέω λάθος κάποιον ιατρικό όρο όμως έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και βέβαια η ουσία δεν αλλάζει).
Η μητέρα μου μετά από δύο ημέρες βγήκε από την εντατική και μετά από λίγες ημέρες βγήκε και από το νοσοκομείο και γύρισε στο σπίτι όπου για δύο χρόνια έζησε μια φυσιολογική ζωή μέχρι τον Φεβρουάριο του 2002 όπου τελείως ξαφνικά κι ενώ όλες οι μαγνητικές που έκανε κάθε τρεις μήνες βγαίνανε καθαρές, ο καρκίνος έκανε μια έκρηξη, θα λέγαμε, και η κατάστασή της είχε δραματική επιδείνωση. Μπήκε στο Θεαγένειο νοσοκομείο όπου μετά από ένα μήνα, τον Μάρτιο, κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Έχει σημασία, προς δόξαν Θεού, να αναφέρω ότι πιστεύω πως ο Θεός από την μεγάλη του αγάπη έκανε το θέλημα της μητέρας μου, αφού η ίδια ένα βράδυ όταν νοσηλευόταν στο Ιπποκράτειο και είχε μάθει για τον καρκίνο κι ότι θα πέθαινε την είχα ακούσει (ήταν η μοναδική φορά που την είδα να κλαίει αυτά τα δύο χρόνια της δοκιμασίας) να μιλάει στο Θεό και να του λέει «Θεέ μου άσεμε να ζήσω άλλα δύο χρόνια σε παρακαλώ για να δω τα εγγονάκια μου να μεγαλώνουν λίγο ». Πράγματι έζησε δύο ακριβώς χρόνια.
Τον Νοέμβριο του 2012 ο πατέρας μου Γαβριήλ, ο οποίος από τον Φεβρουάριο του 2010 έπασχε από βαριάς μορφής στεφανιαία νόσο η οποία δεν μπορούσε να χειρουργηθεί λόγω και της μεγάλης ηλικίας του πατέρα μου (87ετών ήταν τότε), έπεσε μέσα στο σπίτι χωρίς να μπορεί να σηκωθεί και είχε αρκετό πόνο. Κάλεσα αμέσως ασθενοφόρο και πήγαμε στο νοσοκομείο Παναγία το οποίο εφημέρευε.
Ο γιατρός που τον εξέτασε τον έκανε εισαγωγή καθότι είχε υποστεί διατροχαντήριο κάταγμα. Εμένα μου ζήτησε να παραμείνω γιατί ήθελε να μου μιλήσει. Μου εξήγησε λοιπόν ότι λόγω της σοβαρής κατάστασης της καρδιάς του δεν θα μπορούσε να γίνει εγχείρηση, με αποτέλεσμα να δίνει περίπου ένα μήνα ζωής στον πατέρα μου.
Ξαφνιάστηκα γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως από ένα σπάσιμο θα πέθαινε. Ο γιατρός μου είπε ότι την άλλη μέρα θα έκαναν συμβούλιο με τους καρδιολόγους και θα μου έλεγαν περισσότερα.
Στο δωμάτιο που έβαλαν τον πατέρα μου ήμασταν μόνοι, κι εγώ που εντωμεταξύ είχα πάει στο σπίτι για να φέρω τα φάρμακα που έπαιρνε για την καρδιά είχα φέρει και την παράκληση της Παναγίας, του Αγίου Ραφαήλ, των Αγίων Αναργύρων και το προσευχητάρι. Τον πατέρα μου τον είχαν ήδη ταχτοποιήσει στο δωμάτιο και όταν μείναμε μόνοι αρχίσαμε να διαβάζουμε τις παρακλήσεις την μία πίσω από την άλλη.
Η πρώτη βραδιά ήταν δύσκολη γιατί εξαιτίας ενός λάθους του γιατρού που είχε τοποθετήσει το σύστημα που ίσιωνε το πόδι του πατέρα μου, το σίδερο έμπαινε μέσα στη σάρκα με αποτέλεσμα να έχει πολύ δυνατούς πόνους.
Την επόμενη μέρα το μεσημέρι και αφού είχαν διορθώσει το λάθος και ο πατέρας μου δεν πονούσε πολύ πλέον, με ειδοποίησαν ότι με ήθελε ο διευθυντής της ορθοπεδικής κλινικής ο κ. Αλέξανδρος Καραθανάσης να πάω στο γραφείο του.
Πήγα κι εκεί με ενημέρωσε ότι είχε γίνει το συμβούλιο με τους καρδιολόγους οι οποίοι δεν συναινούσαν με τίποτε αφού η πιθανότητα να αντέξει το χειρουργείο ήταν μόλις 1%.
Στην ερώτηση μου αν πράγματι θα πέθαινε σε έναν μήνα όπως μου είχε πει ο γιατρός της εφημερίας, μού είπε ότι δυστυχώς αυτή ήταν η αλήθεια κι όταν τον ρώτησα αν είχε έστω κάποιες λίγες πιθανότητες να επιβιώσει μου το απέκλεισε ρητώς.
Μου είπε θα τον κρατούσαν λίγες μέρες κι ότι θα έπρεπε να αποφασίσω αν θα διακινδύνευα να συναινέσω να μπει στο χειρουργείο ή θα τον έπαιρνα στο σπίτι αφού δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο.
Γύρισα στο δωμάτιο πολύ στεναχωρημένος αφού είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη ο θάνατος του πατέρα μου ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρος, όπως μου είχαν πει οι γιατροί. Ο πατέρας μου ζήτησε να μάθει τι μου είπε ο γιατρός και του εξήγησα ακριβώς την κατάσταση ώστε να με βοηθήσει στο τι απόφαση να πάρουμε.
Το ίδιο βράδυ κι ενώ είχαμε κάνει τις παρακλήσεις γύρω στη 1 η ώρα άκουσα τον πατέρα μου να μιλάει σε κάποιον ενώ ήταν ξύπνιος και να λέει «άσε το πόδι μου γιατί το τραβάς, άστο βρε σου λέω μην το τραβάς».
Εγώ απόρησα και τον ρώτησα τι είναι αυτά που λέει. Εκείνος μου απάντησε «κάλα δεν τον βλέπεις αυτόν τον ψηλό με τα άσπρα ρούχα που μου τραβάει το πόδι, θέλει λέει να το βάλει στην θέσει του» και ξαναγυρνώντας προς αυτόν που έβλεπε του είπε να μην του τραβάει το πόδι.
Εγώ σαστισμένος του είπα πως δεν υπήρχε κανένας μέσα στο δωμάτιο όμως ο πατέρας μου μου είπε «τι είναι αυτά που λές βρε παιδί μου, να δεν τον βλέπεις, να τώρα φεύγει. Κάναμε τον Σταυρό μας και εκείνη την στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως μάλλον είχε δει κάποιον Άγιο και δουλεύοντάς το πιο πολύ στο μυαλό μου άρχισα να πιστεύω πως ήταν ο Άγιος Ραφαήλ γιατί έτσι μου τον είχε περιγράψει η μητέρα μου ψηλό και με άσπρη ιατρική στολή, αλλά και από άλλες μαρτυρίες που είχα διαβάσει πολλοί τον είχαν δει έτσι.
Από την άλλη μέρα άρχισε ένας αγώνας μήπως και βρίσκαμε κάποια ελπίδα. Απευθύνθηκα στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο μέσω κάποιου γνωστού, όμως αφού κάνανε συμβούλιο οι ορθοπεδικοί με τους καρδιολόγους μου απάντησαν πως δεν μπορούσε να γίνει η εγχείρηση γιατί θα πέθαινε στα πρώτα 5 λεπτά της νάρκωσης.
Το ίδιο βράδυ σχεδόν την ίδια ώρα κι αφού από το μεσημέρι κάναμε διαρκώς προσευχή, επαναλήφθηκε το ίδιο γεγονός, άκουσα πάλι τον πατέρα μου να μιλάει στο ίδιο πρόσωπο και να του λέει» πάλι ήρθες βρε, άσε το πόδι μου μην το τραβάς». Τον ρώτησα σε ποιόν μιλάει και μου είπε πως είχε έρθει ο ίδιος που είχε έρθει και το προηγούμενο βράδυ και πως του είπε ότι του έβαζε το πόδι στην θέση του. Τότε του ανέφερα ότι μάλλον ήταν ο άγιος Ραφαήλ και κάναμε τον Σταυρό μας.
Την επόμενη μέρα απευθύνθηκα και πάλι μέσω γνωστού στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος όμως κι εκεί μετά από συνεννόηση των ορθοπεδικών με τους καρδιολόγους η απάντηση ήταν αρνητική. Γύρισα απογοητευμένος στο νοσοκομείο και σε ερώτηση του πατέρα μου του απάντησα πως δεν δεχόταν κανείς να μας εγγυηθεί και να κάνει την εγχείρηση.
Ξεκινήσαμε και πάλι την προσευχή, και το βράδυ, και πάλι την ίδια ώρα ο πατέρας μου είδε τον Άγιο, όμως τώρα του μίλησε με πιο γλυκό τόνο στη φωνή και του είπε «ήρθες πάλι, μην το τραβάς τόσο πολύ το πόδι μου». Όταν έφυγε ο Άγιος ο πατέρας μου μου είπε ότι ένοιωθε κάπως διαφορετικά το πόδι του και δεν τον ενοχλούσε καθόλου.
Από εκείνο το τρίτο βράδυ και μέχρι που βγήκαμε από το νοσοκομείο στις δεκατρείς μέρες, κι αφού με τον πατέρα μου μετά από συζήτηση είχαμε αποφασίσει να τα αφήσουμε όλα στα χέρια του Θεού και βέβαια να κάναμε κι εμείς όση προσπάθεια μπορούσαμε, πήγαμε με ασθενοφόρο στο σπίτι όπου είχα οργανώσει το δωμάτιο σαν δωμάτιο νοσοκομείου.
Το ίδιο βράδυ είχαμε και πάλι την επίσκεψη του Αγίου και ο πατέρας μου του έλεγε «κι εδώ ήρθες; Πάλι μου τραβάς το πόδι. Άστο μην το τραβάς». Το επόμενο βράδυ επαναλήφθηκε το ίδιο γεγονός και ο πατέρας μου με απόλυτη σιγουριά μου είπε πως το πόδι του είχε μπει στη θέση του, έτσι το ένοιωθε.
Μετά από σαράντα ημέρες φέραμε ακτινολογικό μηχάνημα στο σπίτι όπως μας είχε ζητήσει ο γιατρός ο κ. Παναγιώτης Συμεωνίδης που τον παρακολουθούσε, και βγάλαμε ακτινογραφία το κάταγμα. Την έκπληξη του γιατρού όταν είδε την ακτινογραφία δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Κρατούσε την ακτινογραφία και μονολογούσε «δεν είναι δυνατόν, πώς έγινε αυτό;» μου έδειξε την πλάκα και μου εξήγησε πως το κόκαλο ήταν απόλυτα στην θέση του και μάλιστα είχε αρχίσει να κολλάει.
Στους επόμενους μήνες οι γιατροί από το νοσοκομείο Παναγία με τους οποίους είχα κρατήσει επαφή και έβλεπαν κάθε δύο μήνες τον πατέρα μου, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτή την εξέλιξη κι’ ότι ήταν ζωντανός.
Από τότε πέρασαν 16 μήνες μέχρι τώρα που γράφω το κείμενο και ο πατέρας όχι μόνο είναι ζωντανός αλλά από τον όγδοο μήνα μετά το ατύχημα σηκώνεται, μπορεί και περπατάει και ζει μια αρκετά φυσιολογική ζωή.
Νοιώθουμε απέραντη ευγνωμοσύνη στον Άγιο Ραφαήλ αλλά και σε όλους τους Αγίους που επικαλούμαστε μα πάνω απ’ όλα δοξάζουμε τον πανάγαθο Θεό για την μεγάλη του αγάπη και το έλεος που μας έδειξε.
Πηγή: Αγιοτόπια, Σημεία Καιρών