Ἀββᾶς Γέρων
Πῶς, πῶς ἔγινε
αὐτὸ νὰ κατεβεῖς στὴ γῆ μας, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ, δοξολογούμενε καὶ ἀνυμνούμενε
παντοτεινά, καὶ νὰ γίνεις, ὁ Παντοδύναμος, ἕνα ἀδύνατο παιδάκι, στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς
μικρῆς κοπελίτσας!; -ἄλλο τοῦτο τὸ θαῦμα μὲ σένα Παρθένε Μαρία εὐλογημένη!
Καὶ πὼς ὕστερα,
ὁ Δημιουργὸς καὶ Τεχνίτης καὶ Κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, πῶς ἔκανες πόρτες καὶ
παράθυρα καὶ ἐπισκευὲς μὲ ἕνα σκεπάρνι στὰ φτωχικὰ σπίτια τῆς Ναζαρὲτ στοὺς
δύστροπους;
Καὶ μετά, ἀλίμονο, πῶς δέχτηκες
νὰ Σὲ δέσουν...
νὰ Σὲ φτύσουν...
νὰ Σὲ μπατσίσουν...
νὰ Σὲ μαστιγώσουν...
νὰ Σοῦ μπίξουν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια ὀδυνηρά...
νὰ Σοῦ φορέσουν ψεύτικη βασιλικὴ χλαμύδα...
νὰ Σοῦ δώσουν καλάμι ἀντὶ γιὰ σκῆπτρο κοροϊδευτικά...
νά..., Χριστέ μου, νὰ Σὲ καρφώσουν πάνω στὸ σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ
δυὸ λῃστές, Ἐσένα τὸν Πανάγιο!;...
Νὰ τρυπήσουν τὴν πλευρά Σου μὲ τὴ λόγχη...
Πῶς τὰ δέχτηκες ὅλα αὐτά, ὅταν εἶχες μπροστά Σου, στὶς
προσταγές Σου μυριάδες ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων;!
Πῶς, Κύριέ μου;! Καὶ γιατί; Γιατί;
Δὲ τὰ χωρεῖ ὁ νοῦς μου ὅλα αὐτὰ τὰ πῶς καὶ πιὸ πολὺ δὲν χωρεῖ
τὸ ὅτι τὰ δέχτηκες ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα τὸν μικρὸ καὶ ἁμαρτωλό!...
Πῶς, Κύριε!; Πῶς!; Γιατί, Κύριε;
Ἡ ἀγάπη Σου, ἡ μεγάλη σου ἀγάπη, ἡ ἄπειρη ἀγάπη Σου!
Σ᾿ εὐχαριστῶ κατάπληκτος. Σ᾿ εὐχαριστῶ. Σ᾿ εὐχαριστῶ.
Θὰ Σὲ εὐχαριστῶ
παντοτεινά.