Χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἔνδειξη ἐμπάθειας, ἀλλὰ συγχρόνως ξεκάθαρη καὶ ἀπερίφραστη στὴν ἔκφραση λύπης καὶ διαμαρτυρίας ὑπῆρξε ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἐκ μέρους τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπέστειλε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος πρὸς τὸν Ὑπουργὸ Παιδείας κ. Γαβρόγλου. Ἡ ἐπιστολὴ ἐστάλη τὴν 1-9-2017 μὲ ἀφορμὴ τὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς ἀπαγορεύσεως τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων καὶ ἱερῶν εἰκόνων στοὺς χώρους ἐργασίας ἀπὸ Διευθύνουσα Σύμβουλο τοῦ ΕΟΠΠΕΠ πρὸς δύο ὑφιστάμενές της. Οἱ δύο ὑφιστάμενες ὑπάλληλοι ζήτησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ μὲ ἀναφορά τους πρὸς τὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ καὶ τὸ ἐποπτεῦον Ὑπουργεῖο Παιδείας νὰ τοὺς ἀπαντήσει ἐὰν ἀπαγορεύεται νὰ φέρουν τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ἐὰν ὄχι, νὰ ἀναγνωρισθεῖ ρητὰ ἀπὸ τὸν ἐργοδότη τους ἡ ἐλευθερία ἐκδηλώσεως τῆς θρησκευτικῆς πίστεώς τους στὸ χῶρο ἐργασίας τους. Σημειωτέον ὅτι οἱ δύο ὑπάλληλοι, παρὰ τὴν ψυχολογικὴ βία ποὺ ὑπέστησαν, δὲν ζήτησαν τὴν ἄσκηση διώξεως κατὰ τῆς προϊσταμένης τους.
Ὁ Μακαριώτατος προβαίνει μὲ τὴν ἐπιστολή του στὴν ἔκφραση εὐλόγων ἀποριῶν: «Ἀπὸ τὴν ἀπαγόρευση νὰ ὑποχρεωθεῖ κανεὶς νὰ ἀποκαλύψει, παρὰ τὴ θέλησή του, τὰ θρησκευτικά του φρονήματα, θὰ φθάσουμε στὴν ἀντίστροφη ἀπαγόρευση τοῦ δικαιώματος νὰ καθιστᾶ ὁ καθένας ἐμφανὲς τὸ θρησκευτικό του συναίσθημα στὸ δημόσιο χῶρο; (...) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὡς κοινότητα κλήρου καὶ λαοῦ, συμπαρίσταται στὸ δίκαιο καὶ δημοκρατικὸ αἴτημα τῶν ἐργαζομένων καὶ ἀναμένει τὴν ἀπάντηση τῆς ἐργοδοτικῆς πλευρᾶς καὶ τοῦ ὑμετέρου Ὑπουργείου». Ἀκολούθως καθιστᾶ τὸ ἐν λόγῳ Ὑπουργεῖο ὑπεύθυνο γιὰ τὴν προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας γιὰ ὅλους: τόσο γιὰ τὴν πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὅσο καὶ γιὰ τὶς μειοψηφίες τῶν ἑτεροδόξων, ἑτεροθρήσκων ἢ τῶν μὴ θρησκευόντων.
Ἄξιες ἰδιαιτέρας ὑπογραμμίσεως εἶναι κάποιες παρατηρήσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου γιὰ τὸν φανατισμὸ καὶ ἀπὸ ποιοὺς αὐτὸς πηγάζει καὶ πῶς κατευθύνεται. Τονίζει σχετικὰ στὴν ἐπιστολή του: «Στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀπόπειρες (...) γιὰ τὴν προβολὴ καὶ ἀναγνωρισιμότητα τῆς ἀθεΐας συνήθως ἐξαντλοῦνται σὲ μονοσήμαντη ἀντιπαράθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. (...) Προκαλεῖ βεβαίως ἔκπληξη πῶς εἶναι δυνατὸν τόση ἐμμονὴ γιὰ τὴν ἐξαφάνιση εἰδικὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ δημόσια ζωὴ νὰ προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐμφοροῦνται ἀπὸ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία. (...) Τὸ φαινόμενο τοῦ ἐπιθετικοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ, ποὺ διεκδικεῖ καὶ ἐπαίνους προοδευτικότητας, ἀξίζει προσοχῆς ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο σας, ἐπειδὴ ἀμφισβητεῖ τὸν ἴσο σεβασμὸ τῶν δικαιωμάτων, μὲ τὸ διχαστικὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ πλειοψηφία εἶναι ἀπειλὴ γιὰ τὶς μειοψηφίες καὶ ἑπομένως δὲν ἀξίζει προστασίας».
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ξεσκεπάζει τὶς πραγματικὲς προθέσεις, μεθοδεύσεις καὶ στοχοποιήσεις τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ποὺ κατεξοχὴν οἰκειοποιοῦνται τὶς ἔννοιες τῆς δημοκρατίας, ἰσονομίας, ἐλεύθερης ἐκφράσεως τῶν δικαιωμάτων κ.ο.κ. καὶ ψηφίζουν ἀντιρατσιστικοὺς νόμους – τώρα φαίνεται μὲ ποιὸ σκοπό: προκειμένου νὰ φραγεῖ κάθε στόμα σώφρονος ἀντιρρήσεως, κάθε ἔκφραση δικαιώματος τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας ἔναντι τῶν ἰσχνῶν μειοψηφιῶν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο.
Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ ἀντιρατσιστικὸς νόμος νὰ ἰσχύσει στὴν περίπτωση τῆς διευθύνουσας συμβούλου τοῦ ΕΟΠΠΕΠ; Ποιὸς τελικὰ εἶναι ὁ φανατικός; Ποιὸς ὁ ρατσιστής; Ποιὸς ὁ φασιστικῆς νοοτροπίας; Καὶ ἐπιτέλους, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα τὴν Ὀρθόδοξη, τὸ 97% τῶν πολιτῶν της θὰ ἀντιμετωπισθοῦν ὡς ἀπερριμμένη μειοψηφία, προκειμένου δῆθεν νὰ μὴ θιγοῦν τὰ δικαιώματα τῶν διαφόρων μειοψηφιῶν τῆς τάξεως κάτω τοῦ 3%;
Κύριοι ποὺ εἶστε στὰ δημόσια πράγματα, μὴν παίζετε μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δὲν σᾶς συμφέρει.
Πηγή: Ο Σωτήρ