Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς


Γνωρίσαμε τόν γερο Χαράλαμπο τόν «Κομποσχοινᾶ» ὅπως τόν ἔλεγαν ὅλοι στό Ὄρος, τή δεκαετία τοῦ ’90. Ψηλός καί λίγο καμπουριαστός γέροντας -λεβεντόγερος!- καί πάντα χαμογελαστός…
Ὅποτε καί νά τόν ἔβλεπες κομποσχοῖνι ἔπλεκε! Εἴτε μέρα εἴτε νύχτα! Εἶχε τόσο ἐξασκηθεῖ πού δέν χρειαζόταν νά κοιτᾶ γιά νά τραβήξει τά κορδονάκια κατά τό πλέξιμο τοῦ κομποσχοινιοῦ· ὅσοι ξέρουν νά πλέκουν καταλαβαίνουν τί δύσκολο πού εἶναι…
Λίγες οἱ κουβέντες του, συνήθως ἀμίλητος. Μετρημένος καί προσεκτικός, ποτέ δέν νομίζω νά μάλωσε ἤ νά προσέβαλε κανέναν. Ἐκεῖνο πού τόν χαρακτήριζε πάντως ἦταν ἡ ὑπερβολική ἀπλότητα! Μά τόσο ἀπλός πού ἔλεγες μήπως σέ…κοροϊδεύει!
Μιά μέρα πήγαμε στό κελλί του νά τόν ἐπισκεφθοῦμε μέ ἕναν ἄλλον ἀδελφό. Κατεβήκαμε ἕνα δρομάκι στριφτό καί ξάφνου ἀκούσαμε τή χαρακτηριστική φωνή του: «Σιγά μή μοῦ χαλάσετε τόν κῆπο!» Κοίταξα δεξιά –ἀριστερά….πού εἶναι ὁ κῆπος; Καί κατάλαβα! Μέσα στό μονοπάτι εἶχε ρίξει ὁ εὐλογημένος κουκιά τά ὁποῖα-παραδόξως-φύτρωσαν καί εἶχαν βγεῖ κάτι…χαμένα κουκάκια, πού οὔτε τἄβλεπες. Ὁ…κῆπος! Τά ἔτρωγε δέ πάντα ὡμά.

Ὅταν φτάσαμε στό κελλί του ψάξαμε νά τόν βροῦμε, καλά, ἀπό πού ἤρθε ἡ φωνή του; Τελικά τόν ἀνακαλύψαμε μέσα σέ μιά τρύπα στή γῆ (!) πού εἶχε σκάψει καί ξάπλωνε μέ τά πόδια λίγο ψηλότερα γιατί εἶχε φλεβίτη, πλέκοντας βέβαια πάντα κομποσχοῖνι.
-Τί κάνεις ἐδώ γέροντα;
-Ε, νά κάθομαι ἐδώ πού ἔχει δροσιά….Καλώς ἤλθατε! Νά σᾶς κεράσω….
Σηκώθηκε μέ δυσκολία καί μπῆκε στό καλύβι του. Μετά ἀπό λίγο γύρισε κρατώντας ἕνα (ἄθλιο) πλαστικό μπώλ μέ κάτι λουκούμια , πού, ὅπως συμπέρανα σέ λίγο πού προσπάθησα νά δαγκώσω ἕνα, πρέπει νά τά εἶχε ἀρκετές…δεκαετίες.
-Ὡραῖα! Τώρα νεράκι…
Μπῆκε πάλι μέσα καί γύρισε κρατώντας κάτι κονσερβοκούτια ἀπό καλαμάρια πού παλαιά μᾶς ἔδιναν «τράνζιτα» (ἀφορολόγητα) καί τά λέγαμε «Πορτόλες» γιατί ἡ μάρκα λεγόταν «Πορτόλα». Στό πλάι τοῦ καλυβιοῦ του ὑπῆρχε ἕνα λάστιχο, τό ξεβίδωσε στήν ἔνωση καί ἔτρεξε νερό. Ξέπλυνε τά κονσερβοκουτάκια καί ἔβαλε φρέσκο νεράκι νά μᾶς κεράσει.
-Ὁρίστε! Καλώς ἤλθατε πατέρες μου!
Κοίταξα μιά τό κουτάκι καί μιά τόν ἀδελφό πού πήγαμε μαζί…Μέσα στό κουτάκι ὑπῆρχε ἕνα στρῶμα ἀκαθορίστου χρώματος στόν πᾶτο καί τά τοιχώματα μέχρι ἕνα ὕψος… Ὁ ἀδελφός χαμογέλασε καί τό ἤπιε λέγοντας «τό κέρασμα τῆς ἐρήμου εὐλογημένε!». Ἑγώ δέν τά κατάφερα, τό ὁμολογῶ! Τό ἔχυσα δίπλα μέ τρόπο…

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Αντώνης Κωνσταντινίδης) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

Πώς ζοῦσε ἐκεῖ ὁ εὐλογημένος, γέρος ἄνθρωπος… Μέσα τό καλυβάκι του δέν εἶχε σκεπή παρά μόνο στήν μία πλευρά, ἡ ἄλλη πλευρά ἦταν ἐκτεθειμένη στή βροχή.
-Καλά, τί κάνεις γέροντα ὅταν βρέχει;
-Εὐλογημένε, τό ἔχω τό κρεβάτι μου ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν βλέπεις;
Τό καλοῦμενο «κρεβάτι», ἕνα ξύλινο κατασκεύασμα στό…ταβάνι σχεδόν κολλητό, γιά νά τό πιάνει ἡ ζέστη, ὅπως ἔλεγε ὁ καλοκάγαθος γέρων. Ὅσο γιά ζέστη… μιά σόμπα μικροῦ μεγέθους πού γέμιζε ἀπό πάνω. Γιά νά βάλει τά μεγάλα ξύλα μέσα τά σκέπαζε μέ ἕναν…γκαζοντενεκέ γιά νά μεγαλώσει ὁ χῶρος τῆς σόμπας! Ἔλεγες βέβαια καλύτερα πού δέν ἔχει σκεπή τό καλύβι γιατί σίγουρα θά εἶχε σκάσει ἀπό τούς καπνούς ὁ γερο Χαράλαμπος…
Τό γοῦστο εἶναι πού ἦταν καί … ἐφευρετικός ἀλλά καί πρωτοπορειακός! Ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀγόρασε ἀλυσοπρίονο στό Ὄρος. Καί ἐπειδή τοῦ εἶπαν νά προσέχει μήπως βρεῖ ἡ ἀλυσίδα καί τιναχθεῖ καί τόν κόψει τί μηχανεύθηκε; ἕπιασε καί φόρεσε στά χέρια καί πόδια του…μπουριά ἀπό σόμπες καί δυό φύλλα λαμαρίνας στό στῆθος καί τήν πλάτη. Σάν τόν …..Ρόμποκοπ ἦταν!
Μιά φορά ἕνας προσκυνητής τοῦ χάρισε μιά χύτρα ταχύτητος. Τήν πῆρε λοιπόν ὁ μακάριος γέροντας νά μαγειρέψει, ἀλλά τήν ἔβαλε πάνω στήν φωτιά μέ τά ξύλα, μέ ἀποτέλεσμα νά καεῖ ἀμέσως τό λάστιχο γύρω-γύρω καί νά λειτουργεῖ σάν…κανονική κατσαρόλα.
Ὅταν ἔμενε στήν Σκήτη Κουτλουμουσίου πήγαινε στό Κυριακό γιά τήν λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Παλιά δέν ἄναβαν σόμπες στούς Ναούς στό Ἅγιον Ὄρος. Αὐτός ὁ καϋμένος κρύωνε καί ἐπειδή δέν ἄντεχε τόσες ὥρες, τυλιγόταν πάνω ἀπό τό ράσο μέ μιά…κουβέρτα, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται πού τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί προσκυνητές, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ βγάλουν τό παρατσοῦκλι «Ἀββᾶς Σινδόνιος».
Ἡ πιό ἀξιομνημόνευτη ὅμως ἱστορία του ἦταν ὅταν τοῦ ζήτησε ἕνας μοναχός τό κελλί πού εἶχε καί ἕμενε δίπλα στό Πρωτᾶτο, στίς Καρυές. Ἀμέσως δέχθηκε νά τοῦ τό δώσει ἑνῶ ἦταν ἤδη γέρος καί ὅδευε στά ὁγδόντα. Τοῦ τό παρέδωσε καί πῆγε νά μείνει σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο Σταυρονικητιανό κελλί στήν ἕρημο τῆς Καψάλας. Ἕνα πρωϊνό στήν πλατεία τῶν Καρυῶν ἀκούστηκε ἕνας παρατεταμένος θόρυβος σάν νά κυλοῦσαν ντετζερέδες…Βγαίνουν ἕξω ἀπό τά καταστήματα πατέρες, μαγαζάτορες καί προσκυνητές καί τί νά δοῦν! Ὁ γεροΧαράλαμπος, ἀπαθέστατος ἔπλεκε κομποσχοίνι, ἔχοντας δέσει στήν μέση του ἕνα σχοινί πού τραβοῦσε πίσω του ὅλη του τήν πραμάτεια! Μιά κατσαρόλα, πιό πίσω ἕνα μπρίκι, μετά τό κουτί μέ τίς χάντρες γιά τά κομποσχοίνια, ἕνα σκαλιστήρι καί πᾶει λέγοντας….
Ὅσα χρήματα ἔβγαζε ἀπό τά κομποσχοίνια συνήθως τά μοίραζε, εἴτε σέ μοναχούς πού δυσκολεύονταν εἴτε στά παιδάκια τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς…
Ἀπό τήν πολλή του ἀπλότητα παρεσύρθη κάποτε καί ἀκολούθησε τούς ζηλωτές ἀλλά κατάλαβε τό λάθος του καί ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία.
Στό τέλος τῆς ζωῆς του γηροκομήθηκε ἀπό τούς καλούς πατέρες τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, ἀπό ὅπου καί ἀνεχώρησε γιά τόν οὐρανό τό 1998.
Χάσαμε ἕναν παλαιό Ἁγιορείτη, γνήσιο ἐκφραστή τῆς Ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως τοῦ «λάθε βιώσας». Ἄγνωστος μεταξύ πάντων, μέ χαρά καί χαμόγελο βίωνε τήν ἀπλότητα τῆς ἄλλης βιοτῆς…. Νἄχουμε τήν εὐχή του…. (Στήν φωτογραφία ὁ μακαρίτης γεροΧαράλαμπος ξαφνιασμένος ἀπό τόν φακό τοῦ π. Χαρίτωνος Λαυριώτου)
Αρχική Πηγή athosesphigmenou [δυστυχώς έχει καταργηθεί]

Πατήρ Χαράλαμπος ο κομποσχοινάς

Εδώ αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε και έναν άλλο σεβαστό γέροντα, που και αυτός είχε δείξει σημεία αγιότητος, τον π. Χαράλαμπο τον κομποσχοινά. Αυτός, απ’ ότι μας έλεγε, αξιώθηκε να δη πολλά σημεία, την Παναγία μας, αγίους Αγγέλους, και ότι πολλά θαύματα του συνέβησαν.
Μια μέρα κατεβαίναμε με τον πρωτοσύγγελο Θεσσαλονίκης (τον π. Ιωάννη Τασιά) στην Ιβήρων και τον βλέπουμε να είναι ξαπλωμένος σ’ ένα χαντάκι που περνάν τα νερά δίπλα στον δρόμο. Ενώ περνούσαμε τα αυτοκίνητα συνέχεια και κάνανε πολλή σκόνη, αυτός εκεί έπλεκε κομποσχοίνι, και τα ρούχα του – παλιόρασα – νόμιζες ότι άστραφταν, ότι ήτανε από μετάξι, δεν τον άγγιζε η σκόνη.

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Αντώνης Κωνσταντινίδης) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

Είχε ένα χωράφι με κουκιά. Θυμάμαι μια μέρα που πήγαμε εκεί, είχε μπει σε μια τρύπα που υπήρχε στο χωράφι, είχε βάλει χόρτα μέσα και, επειδή του πονούσαν τα πόδια του καημένου, τα είχε βάλει λίγο ψηλά. Έπλεκε συνέχεια κομποσχοίνι κι έλεγε συνέχεια την ευχή. Αυτό μας έκανε εντύπωση. Συνέχεια έλεγε την ευχή, δεν σταματούσε καθόλου. Τον φωνάζουμε: «Γέροντα Χαραλάμπη, που είσαι;» «Εδώωω είμαι!». Ψάχνουμε, ψάχνουμε μεσ’ στα κουκιά και τον βρήκαμε μέσα σε μια γούβα.
Αυτός ένα διάστημα είχε κάνει σ’ ένα κελλί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάμπους, που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια μέρα καθότανε στην απλωταριά του κι έπλεκε κομποσχοίνι. Όπως ακουμπούσε επάνω στην κουπαστή – ήταν ετοιμόρροπη η κουπαστή – από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωμος, υποχωρεί η κουπαστή και πέφτει κάτω. Φωνάζει: «Παναγία μου, μ’ αυτό τον θάνατο θα φύγω απ’ αυτή τη ζωή;» Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη τη στιγμή μία αόρατη δύναμη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο μπαλκόνι, και βρέθηκε καθήμενος στο μπαλκόνι.
Πολλά σημεία μας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκομήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπηρετήση τον εαυτό του. Έμενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος ήρθε μεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενιοφόρος.
--
Έλαβε μέρος και στον ανταρτικό πόλεμο, στα αντάρτικα του ’40, με τους Γερμανούς. Ήταν στον πόλεμο με τους Γερμανούς και μετά στα αντάρτικα. Μάλιστα μας είπε ότι κουβαλούσε πολεμοφόδια με τα μουλάρια επάνω στα βουνά. «Κάποτε», μας είπε, «βρεθήκαμε σ’ένα λόφο που έβαλλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτώθηκαν εκτός ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι οβίδες κι εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα ’χω τα χέρια μου, το’χω το στήθος μου ή μου έφυγε; Mε σκέπασαν τα χώματα και δεν με έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμιο Ξύλο πάνω μου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιαστήκαν απ’ τα ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν πάνω στον λόφο». Ήταν νεαρός τότε.
Μια μέρα μου λέει ο πρωτοσύγγελος της Θεσσαλονίκης: «Πάμε, πάτερ Βασίλειε, να δούμε τον γερο-Χαραλάμπη απ’ την Σταυρονικήτα, γιατί έχω μια μεγάλη στεναχώρια. Έχω την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε μέσα. Πάμε να δούμε, τι θα μας πη. Να του πούμε γι’ αυτό το θέμα που με προβληματίζει, γιατί με έχουν βάλει στο στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα είναι λίγο αργά, – σούρουπο ήτανε – στο μοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάμε τέτοια ώρα». «Δεν πειράζει, μια και βρίσκομαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω χρόνο». Τρέχουμε. Πηγαίνουμε στου Σταυρονικήτα. Ίσα – ίσα που προλάβαμε την πόρτα. Προσκυνήσαμε τον άγιο Νικόλαο και πήγαμε στον γέροντα Χαραλάμπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα μοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβη ο Πρωτοσύγγελος να τον ρωτήση για τον Άγιο Γεώργιο, την Ρορόντα, τι θα γίνη, του λέει ο π. Χαραλάμπης: «Να ξέρετε όμως πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίση με αυτό το κοντάρι». Τα’ χασε ο πρωτοσύγγελος. Και άλλα τέτοια μας είπε, που θαύμασε ο πρωτοσύγγελος: «Για δές! Που ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εμείς ήρθαμε γι’ αυτόν το λόγο εδώ, για να τον ρωτήσουμε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τι θα γίνη, και μας είπε ότι θα τους κυνηγήση με το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!».

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Αντώνης Κωνσταντινίδης) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελλί μας, ωφεληθήκαμε πάρα πολύ, γιατί μόνο που καθόμασταν δίπλα του, γαληνεύαμε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και μας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον Όρος. Όλα πνευματικά, δεν έλεγε τίποτα κοσμικό. Όλα όσα είχαν σχέση με την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Και μάλιστα μεμφόμενος τον εαυτό του έλεγε: «Όυαί ο λαλών και μη ποιών». Έρχονταν καμμιά φορά κοσμικοί. Τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε γερο- Χαραλάμπη; Πες μας μονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόμοιες σοφές κουβέντες.
Αυτά με τον γέροντα Χαραλάμπη. Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις θυμάμαι. Και ο π. Ιγνάτιος έχει ακούσει πάρα πολλές. Πάντως αυτό που έμεινε στην μνήμη μας είναι, ότι είχαμε μία χαρά όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. Δεν είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. Δεν κρατούσανε. Ήτανε σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι. Δεν έβλεπες κακία και μίσος, αν και τους πολεμούσε και αυτούς ο πειρασμός με διαφόρους τρόπους μέσω των αδελφών.

Ετήσια έκδοσις της Ιεράς Μονής
Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Περίοδος Β’ έτος 2007 αριθ. 32
σελ 97-101
Πηγή στο Διαδίκτυο
Ἀναβάσεις
Αρχική πηγή, Αναβάσεις: Εδώ και Εδώ

Ο κομποσχοινάς Χαραλαμπάς

…Το κελλί των ως ανωτέρω βιβλιοπωλών Γερόντων αφού έμεινε έπ’ αρκετά χρόνια δυστυχώς ερημωμένο, εδόθη υπό της κυριάρχου Ι. Μονής Βατοπαιδίου προς εγκατάσταση στον συνήθως από τόπου σε τόπο μετακινούμενο απλούστατο στους τρόπους, αγαθό στις προθέσεις, γαλήνιο στον χαρακτήρα, αγωνιζόμενο στον να κρατή καθαρούς τους λογισμούς και να επαναλαμβάνει νοερώς και προφορικώς την ευχή του Ονόματος του Κυρίου, και πολύ διδακτικό για εκείνους πού θα τον εντόπιζαν κάπου και θα ζητούσαν συμβουλές για θέματα πνευματικής ζωής και καταστάσεως, Γέροντα Χαράλαμπο (Χιώτης Βασίλειος του Στυλιανού εκ Βρυούλων Μ. Ασίας, έτ. γεν. 1914, προσελ. 1937, κουρ. 1943, κοιμ. 18-2-1998), τον επικαλούμενο Κομποσχοινά εκ του βιοποριστικού κατά τα τελευταία έτη του εργόχειρου, και Χαραλαμπά, εκ της μεγαλοσωμίας και ρωμαλαιότητός του.
Τον είχα γνωρίσει και συναναστραφεί στο Κυριακό της Κουτλουμουσιανής Σκήτης κατά την δεκαετία του 1950, τότε πού ήταν περιζήτητος από τούς γεροντάδες των Καρυώτικων κελλιών και από τούς προϊσταμένους των γειτονικών Μοναστηριών για βαρειομεταφορές και επειδή αθύρματα ήταν γι’ αυτόν στα χέρια του κασμάδες, τσάπες και δικέλλια και σε «αλοιφή» μετέβαλλε μ’ αυτά χερσότοπους, αμπελοπλαγιές και περιβόλια. Ακόμα και πέρα απ’ τα εβδομήντα του όλως ευθυτενής περιφερόταν και κανένας δεν παραξενευόταν όταν τον έβλεπε να βαδίζει σηκώνοντας στις πελώριες πλάτες του γερά στερεωμένα με σχοινιά μεγάλα σε βάρος και όγκο φορτία, και συγχρόνως να πλέκει κομποσκοίνια και να επικαλείται για την σωτηρία του τον Όνομα του Κυρίου Ιησού.
--Δύσκολα τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς και ανάλογα τα του πολέμου του ’40 και της Γερμανικής κατοχής. Δεν ευμοίρισε να μορφωθή, να σπουδάση, και νομίζω πώς ποτέ του δεν έπαιξε σε σχολοαυλές, ούτε κάθισε σε μα­θητικά θρανία. Η συνδιαγωγή του όμως με πεπειραμένους αγιορείτες πατέρες και η προσφοίτησίς του σε περιβάλλοντα πνευματικών πατέρων, καθώς και ή κατ’ ιδίαν ανάγνωσις και μελέτη ιερών κειμένων και άλλων βοηθητικών βιβλίων, μαζί με την ευκτική διάθεση και την όλη προσπάθειά του τον κατέστησαν καλό, ικανό, ανεπιτήδευτο και αφανή αγιορείτη συμβουλάτορα και χαριτωμένο συνομιλητή. Τον παρεκάλεσα και ερχόταν στην Άθωνιάδα, ώστε απ’ αυτόν να αγοράζουν οι μαθηταί κομποσκοίνια και για να ακούνε λόγο αγαθό. Χαρούμενος και οικοδομημένος αισθανόμουν κι’ εγώ κάθε φορά πού τελείωνα μια συζήτηση μαζί του.

Από το βιβλίο Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου

«Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» είναι σαν να λέμε «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου»».

Ο γερό-Χαράλαμπος ό Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα. Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς. Στον πόλεμο του ’22 αυτή πήρε την εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε ή εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή καλογριά, ή όποια είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από την Μικρά Ασία. Ή εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;»» Αυτή απάντησε: «»Τό μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. «Αν ήθελε ή Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε»». Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο τον δύσκολο χειμώνα».

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Γαβριήλ μοναχός Φιλοθεΐτης, 1995) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

Όταν έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα αγωνιζόταν πολύ. Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Του είπε κάποιος Χανιώτης μοναχός ότι κάνει 3.000 μετάνοιες την ώρα και προσπάθησε να τον μιμηθεί και ό ίδιος αλλά έπαθε πτώση στομάχου. Έλεγε όταν γήρασε: «Έκανα αδιακρισία. Ό Θεός δεν τα θέλει αυτά».
Έλεγε: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» είναι σαν να λέμε «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου»».
Έπλεκε όλη μέρα κομποσκοίνι λέγοντας την ευχή. Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σε έναν λάκκο πού είχε σκάψει ό ίδιος για να τον ζεσταίνει ό ήλιος. Από κει του βγήκε και το παρατσούκλι «εν τω λάκκω». Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε και μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, πού τον ταλαιπωρούσε και πού την έδενε με ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι’ αυτό και ή κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο Νοσοκομείο για να κάνη εγχείρηση, καθώς ή κατάσταση του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει, αυτός είναι ό κανόνας μου• αν θέλει ό Θεός, δεν παθαίνω τίποτα». Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε, και έμενε σ’ ένα κελί ετοιμόρροπο πού έβαζε νερά όταν έβρεχε.
Κάποτε πήγε στον γερό-Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για να αγοράσει κομποσκοίνια. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ό νέος μοναχός έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον γερό-Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσκοίνια εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι να του φέρει τον τενεκέ πού τα αποθήκευε, όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν, του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι στο Έσφιγμένου, ό δαίμονας μου δημιούργησε τον έξης πειρασμό». «Άρχισε τότε να περιγράφη ακριβώς την κατάσταση πού αντιμετώπιζε ό νέος, λες και ήταν αυτός στην θέση του, καθώς και να του δίνη οδηγίες για την αντιμετώπιση της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».
Έλεγε: «Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ πού κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι, να με πειράξουν. Τα σταυρώνω και φεύγουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω πού κάθονται και περιμένουν πότε θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή, για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός».

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Γαβριήλ μοναχός Φιλοθεΐτης, 1995) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

«Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τούς εχθρούς του Θεού, δηλαδή τούς αιρετικούς. Γι’ αυτούς καλά είναι να λέμε: Αν θέλεις. Κύριε, φώτισε τους»».
«Σε όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ. «Ό γνούς και μή ποιήσας δαρήσεται πολλά»».
«Μία φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Όποτε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος πού άστραφτε. Το φώς του μ’ έκανε να δώ ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ό άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε».
Ό γερό-Χαράλαμπος ζούσε απλά, ασκητικά με την ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσκοίνι. Είχε μάθει να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φώς.
Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά, όταν έβρεχε. Έβαλε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από την θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον έτσι τα νερά κυλούσαν δίπλα.
«Έλεγε: «Ό μοναχός πρέπει να αρκουδίζει, (δηλαδή να περπατά με τα τέσσερα), από τη νηστεία».
Κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσκοίνι από τον γερό-Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε: «Να βάλω στην φούντα κόκκινο νήμα, πού είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και όντως έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
«Ό Θεός λέει, «θα εξολοθρεύσω πάντας τούς εργαζομένους την άνομίαν». Αλλά πέφτουν (γονατίζουν) οι Άγιοι και λένε «και ‘μείς αμαρτωλοί είμαστε, συγχώρεσε μας. Κύριέ μας», και σταματάει την οργή Του ό Θεός».
«Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ό δαίμονας τα αμαρτήματα και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ό Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου. Αυτοί λέγονται «πονηρευόμενοι» και» οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται», λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογήσθε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».
«Να λέμε την ευχή, αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ό σατανάς. Ή ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ό εχθρός, όταν το επιτρέπει ό Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει ή ψυχή μας, θα τον πολεμούμε και μείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημα του, θα μάς πάρει στα δεξιά του ό Θεός, στην βασιλεία Του».

Χαράλαμπος μοναχός Κομποσχοινάς (1914-1998) (Φωτογραφία: Αντώνης Κωνσταντινίδης) – Αγιορείτικη Προσωπογραφία

«Μέγα πράγμα έχουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Ή ευχή τα έχει όλα και σωτηρία ψυχής και υγεία σωματική και φώτιση και ευχαριστία. Να λέμε την ευχή».
«Ή προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Ό καλόγερος να κάνη 33 κομποσκοίνια (εκατοστάρια για την ακολουθία του) και να μην τον μέλλη. Ας τον πειράζει με λογισμούς ό διάβολος. Αυτός να συμμαζώνει το νου του. Κάποτε ό Μ. Βασίλειος έταξε μία σκούφια λίρες σε όποιον παπά θα κάνει μία Λειτουργία χωρίς λογισμούς. Πράγματι ένας παπάς κατάφερε μέχρι να τελείωση να κράτηση το νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελείωση, τού ήρθε στο νου του ή σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε».
«Θέλει ταπείνωση ό Θεός. Όσες αρετές και αν κάνουμε και μάς ρωτήσουν, πώς πάει ή πνευματική ζωή, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Άμα πεις καλά είμαι στην πνευματική ζωή τάχασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι’ αυτό λέει στις Ώρες «ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν», δεν κάθομαι λέει στων υπερήφανων τον οίκον».
«Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε το νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία μας, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ότι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και ή πίστη. Μην απελπιζόμαστε. Ή απελπισία είναι διάβολος».
«Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται. Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία παν γόνυ κάμψει. Και μερικοί πλανεμένοι λένε: «Τί θα προσκυνήσουμε το όνομα;». Ό Απόστολος Παύλος εννοεί Ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ό Χριστός από το όνομα Του, ό ίδιος είναι. Με το όνομα Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα».
«Μία μέρα έκανα κάτι κουτσοδούλια εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και μόλις σηκώθηκα βλέπω κάποιον να με χαμογελάη. «Τί θέλεις εδώ;» του λέω, και δεν μιλάει. «Ποιος είσαι;» τον ξαναρωτώ, και μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. «Κοπρόσκυλο», λέω στον διάβολο, «εσύ ήσουν που με έριξες κάτω;»». «Τον είδα σαν θηρίο, σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερέωση στην πίστη».
«Αφήνουμε τα θεολογικά, εμείς λέμε τα πρακτικά. Είδα κάποτε σε αγρυπνία στο Κουτλουμουσι τον Άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δώ τον διάκο να κάνη κατάλυση, δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι δεν υπάρχει διάκος».
«Ό Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας».




Πηγή: (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 2011), Άπαντα Ορθοδοξίας, Αβέρωφ