Η περικοπή που εξιστορεί το θαύμα του
Χριστού στον γάμο της Κανά (Ιω. β’ 1-11) αποτελεί τη σύνοψη της Ορθόδοξης
άποψης του γάμου· είναι επομένως όχι τυχαίο ότι η περικοπή αυτή επιλέγηκε ως ευαγγελικό
ανάγνωσμα στη λειτουργία του αρραβώνα για το Μυστήριο του Γάμου. Η περικοπή
παρουσιάζει τη γαμήλια σχέση στην πορεία του ανθρώπου: από
τη δημιουργία στην πτώση και από την πτώση στην αναδημιουργία. Ως εκ
τούτου, αναδεικνύει τις απόψεις της Εκκλησίας για τη σεξουαλικότητα, τον Έρωτα
και την Αγάπη, αναγγέλλοντας τα «καλά νέα» της Εκκλησίας για τη σημασία του
γάμου στην ανθρώπινη ζωή.
Η αγάπη μεταξύ άνδρα και γυναίκας καλείται να αναπαραστήσει και να ομοιάσει με τον γάμο μεταξύ Θεού και ανθρώπου, την αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Στον γάμο τους, ο άνδρας και η γυναίκα καλούνται αμφότεροι να βιώσουν αυτήν την ενότητα που δεν καταστρέφει τις διαφορές και αυτήν την ανομοιομορφία που δεν διαιρεί. Στην δύο σε ένα σχέση τους, καλούνται να βιώσουν αχώριστα και αδιαίρετα το μυστήριο του τρία σε ένα Θεού.
Με αυτόν τον τρόπο, όλοι οι νεόνυμφοι, ακριβώς όπως το ζευγάρι στην Κανά, ανοίγουν τους εαυτούς τους στη σωματική αγάπη με τις ύψιστες προσδοκίες και όνειρα για αιώνια αγάπη. Μολαταύτα, το κρασί της ανθρώπινης αγάπης δεν αρκεί για πολύ. Ο άνθρωπος μπορεί να αρνηθεί την πρόσκληση του Θεού να αγαπήσει και απορρίπτει την αγάπη ως κανόνα ζωής. Αυτή η εγωκεντρική στροφή προς τον εαυτό του υπονομεύει κάθε αγαπητικό δεσμό. Όλες οι διαταραχές του έρωτα είναι τραγικές επιπτώσεις του ατομικισμού, ο οποίος εισάγει την αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις και αποξενώνει τους ανθρώπους από το άνοιγμα του εαυτού τους και τη συνάντηση με ένα άλλο πρόσωπο. Συνεπώς, το ίδιο πράγμα που φέρνει χαρά στη ζωή και δημιουργεί ευτυχία εξαφανίζεται, οδηγώντας τραγικά στην οδυνηρή ανακάλυψη: «Δεν έχουν άλλο κρασί.»
Όταν το κρασί της Αγάπης εξαφανίζεται, ο πόθος διαχωρίζεται από το πρόσωπο, το σώμα από την ψυχή και η σεξουαλικότητα από την αγάπη. Αυτός ο διαχωρισμός συνεπάγεται αντικειμενοποίηση του άλλου προσώπου και υποβάθμισή του σε σκεύος ηδονής. Αντιμέτωποι με αυτήν την πτώχευση του συναισθήματος, με αυτόν τον τοίχο του εγωισμού που χωρίζει και διαιρεί, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να διασφαλίσουν την επιβίωση του γάμου τους προσφεύγοντας στις νομικές κυρώσεις. Αυτή η λύση του προβλήματος εστιάζει στη δίκαιη κατανομή των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων.
Το αποκορύφωμα της Αγάπης – η πρόσβαση που έχουν οι άνθρωποι στην αιωνιότητα και η συνάντησή τους με τη Ζωή η οποία νικά τον θάνατο και τη φθορά – έρχεται μόνο διαμέσου της αγιότητας. Αυτή δεν συμβαίνει μαγικά, αλλά αποκτάται βαθμιαία, μέσω της καθημερινής και επίμονης άσκησης. Ο σύζυγος και η σύζυγος που καταβάλλουν τις προσπάθειές τους μέσω της Εκκλησίας προς τη σύζευξη σώματος και ψυχής, σεξουαλικότητας και αγάπης, επιτυγχάνουν να θέσουν όλη τους τη δύναμη του σώματος και της ψυχής να υπηρετούν και να εκφράζουν αυθυπέρβαση και αυτοπαράδοση στον σύζυγό τους.
Έτσι, μέσω της Εκκλησίας, μια βιολογική ορμή μεταμορφώνεται σε αγάπη που είναι θείο δώρο, και η απλή οικογένεια μεταμορφώνεται σε εκκλησιαστική οικογένεια. Η σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας αποκτά περισσότερο νόημα από τη σχέση μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας, το αποτέλεσμα της αγάπης. Μέσω της Εκκλησίας, αυτό το αμοιβαίο δόσιμο από τον σύζυγο και τη σύζυγο ωριμάζει ακόμη περισσότερο με τον χρόνο, όπως το παλιό κρασί. Αυτό γίνεται επειδή ο έρωτας πεθαίνει στον σταυρό έτσι ώστε να αναστηθεί ως Αγάπη: απροϋπόθετη, ολοκληρωτική και αιώνια αγάπη.
Με την κάθοδο της Χάρης οι σύζυγοι βιώνουν τη «συζυγική Πεντηκοστή», το «μυστήριο της αγάπης». Με το κρασί της Κανά, το οποίο είναι ένα σύμβολο της Θείας Ευχαριστίας, το παντρεμένο ζευγάρι βιώνει τη θεία και νηφάλια μέθη «μέσω της οποίας γνωρίζουν την έκσταση που οδηγεί από το υλικό στο θεϊκό». Επικεντρωμένη στο σώμα της Εκκλησίας, η οικογένειά τους γίνεται μια «μικρή Εκκλησία». Γι’ αυτόν τον λόγο, οι σύζυγοι καλούνται επίσης να συμμορφώνονται με τις αρετές της Εκκλησίας και να κάνουν πραγματικότητα τις ιδιότητες της ενότητας, της αγιότητας, της καθολικότητας και της αποστολικότητας στην οικογενειακή τους ζωή.
Η αγάπη μεταξύ άνδρα και γυναίκας καλείται να αναπαραστήσει και να ομοιάσει με τον γάμο μεταξύ Θεού και ανθρώπου, την αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Στον γάμο τους, ο άνδρας και η γυναίκα καλούνται αμφότεροι να βιώσουν αυτήν την ενότητα που δεν καταστρέφει τις διαφορές και αυτήν την ανομοιομορφία που δεν διαιρεί. Στην δύο σε ένα σχέση τους, καλούνται να βιώσουν αχώριστα και αδιαίρετα το μυστήριο του τρία σε ένα Θεού.
Με αυτόν τον τρόπο, όλοι οι νεόνυμφοι, ακριβώς όπως το ζευγάρι στην Κανά, ανοίγουν τους εαυτούς τους στη σωματική αγάπη με τις ύψιστες προσδοκίες και όνειρα για αιώνια αγάπη. Μολαταύτα, το κρασί της ανθρώπινης αγάπης δεν αρκεί για πολύ. Ο άνθρωπος μπορεί να αρνηθεί την πρόσκληση του Θεού να αγαπήσει και απορρίπτει την αγάπη ως κανόνα ζωής. Αυτή η εγωκεντρική στροφή προς τον εαυτό του υπονομεύει κάθε αγαπητικό δεσμό. Όλες οι διαταραχές του έρωτα είναι τραγικές επιπτώσεις του ατομικισμού, ο οποίος εισάγει την αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις και αποξενώνει τους ανθρώπους από το άνοιγμα του εαυτού τους και τη συνάντηση με ένα άλλο πρόσωπο. Συνεπώς, το ίδιο πράγμα που φέρνει χαρά στη ζωή και δημιουργεί ευτυχία εξαφανίζεται, οδηγώντας τραγικά στην οδυνηρή ανακάλυψη: «Δεν έχουν άλλο κρασί.»
Όταν το κρασί της Αγάπης εξαφανίζεται, ο πόθος διαχωρίζεται από το πρόσωπο, το σώμα από την ψυχή και η σεξουαλικότητα από την αγάπη. Αυτός ο διαχωρισμός συνεπάγεται αντικειμενοποίηση του άλλου προσώπου και υποβάθμισή του σε σκεύος ηδονής. Αντιμέτωποι με αυτήν την πτώχευση του συναισθήματος, με αυτόν τον τοίχο του εγωισμού που χωρίζει και διαιρεί, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να διασφαλίσουν την επιβίωση του γάμου τους προσφεύγοντας στις νομικές κυρώσεις. Αυτή η λύση του προβλήματος εστιάζει στη δίκαιη κατανομή των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων.
Το αποκορύφωμα της Αγάπης – η πρόσβαση που έχουν οι άνθρωποι στην αιωνιότητα και η συνάντησή τους με τη Ζωή η οποία νικά τον θάνατο και τη φθορά – έρχεται μόνο διαμέσου της αγιότητας. Αυτή δεν συμβαίνει μαγικά, αλλά αποκτάται βαθμιαία, μέσω της καθημερινής και επίμονης άσκησης. Ο σύζυγος και η σύζυγος που καταβάλλουν τις προσπάθειές τους μέσω της Εκκλησίας προς τη σύζευξη σώματος και ψυχής, σεξουαλικότητας και αγάπης, επιτυγχάνουν να θέσουν όλη τους τη δύναμη του σώματος και της ψυχής να υπηρετούν και να εκφράζουν αυθυπέρβαση και αυτοπαράδοση στον σύζυγό τους.
Έτσι, μέσω της Εκκλησίας, μια βιολογική ορμή μεταμορφώνεται σε αγάπη που είναι θείο δώρο, και η απλή οικογένεια μεταμορφώνεται σε εκκλησιαστική οικογένεια. Η σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας αποκτά περισσότερο νόημα από τη σχέση μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας, το αποτέλεσμα της αγάπης. Μέσω της Εκκλησίας, αυτό το αμοιβαίο δόσιμο από τον σύζυγο και τη σύζυγο ωριμάζει ακόμη περισσότερο με τον χρόνο, όπως το παλιό κρασί. Αυτό γίνεται επειδή ο έρωτας πεθαίνει στον σταυρό έτσι ώστε να αναστηθεί ως Αγάπη: απροϋπόθετη, ολοκληρωτική και αιώνια αγάπη.
Με την κάθοδο της Χάρης οι σύζυγοι βιώνουν τη «συζυγική Πεντηκοστή», το «μυστήριο της αγάπης». Με το κρασί της Κανά, το οποίο είναι ένα σύμβολο της Θείας Ευχαριστίας, το παντρεμένο ζευγάρι βιώνει τη θεία και νηφάλια μέθη «μέσω της οποίας γνωρίζουν την έκσταση που οδηγεί από το υλικό στο θεϊκό». Επικεντρωμένη στο σώμα της Εκκλησίας, η οικογένειά τους γίνεται μια «μικρή Εκκλησία». Γι’ αυτόν τον λόγο, οι σύζυγοι καλούνται επίσης να συμμορφώνονται με τις αρετές της Εκκλησίας και να κάνουν πραγματικότητα τις ιδιότητες της ενότητας, της αγιότητας, της καθολικότητας και της αποστολικότητας στην οικογενειακή τους ζωή.
Μετάφραση αγγλόγλωσσης περίληψης του
βιβλίου
Σταύρος Σ. Φωτίου (2008), Από το Νερό
στο Κρασί και από τον Έρωτα στην Αγάπη: Ο σκοπός της διαφυλικής αγωγής,
εκδ. Αρμός, Αθήνα, σ.
83-85.
Πηγή: Η
αγάπη πάντα ελπιζει