Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο εκφώνησε ο ιερός
Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτρόπιος ήταν ένας, ευνούχος υπηρέτης των ανακτόρων ο
όποιος κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα τα υπάτου, του κορυφαίου δηλαδή κρατικού
αξιώματος. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας και της φιλαργυρίας του έγινε
ιδιαίτερα αντιπαθής από το λαό και μάλιστα ο στρατός απαίτησε από τον
αυτοκράτορα να τον θανατώσει. Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των χριστιανών
κατέφυγε στην εκκλησία για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο
Χρυσόστομος τον δέχτηκε και αρνήθηκε να παραδώσει τον υπόδικο στους στρατιώτες
που είχαν κυκλώσει το ναό. Στο μεταξύ ο λαός είχε σπεύσει να αντικρίσει τον
πρώην παντοδύναμο διώκτη να τρέμει μπροστά στο Ιερό θυσιαστήριο.
Πολλοί από τους χριστιανούς επιθυμούσαν την παράδοσή του στην εξουσία, ώστε να τιμωρηθεί όπως του άξιζε. Τότε ο άγιος με την ομιλία του από τον άμβωνα άδραξε την ευκαιρία και δίδαξε στους χριστιανούς σχετικά με την ματαιότητα των ανθρωπίνων και ταυτόχρονα κίνησε τις καρδιές τους σε έλεος απέναντι του αξιολύπητου αξιωματούχου. Μόνο ένας Χρυσόστομος, ως ρήτορας και ως άγιος, που ήταν θα μπορούσε ταυτόχρονα και να μιλήσει ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου αλλά και να μη φανεί σκληρός. Ο λόγος του μάλιστα προκάλεσε στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη τους. Να σημειώσουμε ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και είχε πάρει την έγκριση του αυτοκράτορα την προηγούμενη χρονιά για να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.
*****
Σε όλες τις
περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτήτων,
τὰ πάντα ματαιότης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του
υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες
και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφανοι και τα ακριβά διαμερίσματα;
Που ο θόρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές
αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν.
Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω,
δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του. Ήταν τόσο δυνατό
αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει
ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπόσια και τα
δείπνα; Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυνόταν
ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που
μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ήταν όλα εκείνα
και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα, αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν
πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και
διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.
Γι’ αυτό, τούτο τον πνευματικό λόγο ψάλλουμε πάνω σ’
αυτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αυτός ο λόγος και
στους τοίχους και στα ιμάτια και στην αγορά και στο σπίτι και στους δρόμους και
στις πόρτες και στα κατώφλια και προ παντός στη συνείδηση του καθενός διαρκώς
πρέπει να είναι γραμμένος και νυχτοήμερα να τον μελετάμε. Επειδή η απατηλότης
των πραγμάτων και τα προσωπεία και η υπόκρισις από τους πολλούς νομίζονται σαν
αλήθεια. Αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα και όλες τις ώρες και παντού ο ένας να
λέγει στον άλλο και ν’ ακούει από τον πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα
ματαιότης».
Δεν σου έλεγα ακατάπαυστα πώς ο πλούτος είναι άστατος;
Αλλά εσύ δεν μ’ανεχόσουν. Δεν σου έλεγα ότι είναι αγνώμων δούλος; Αλλά εσύ δεν
ήθελες να το παραδεχτείς. Ιδού τώρα τα γεγονότα βοούν ότι όχι μόνο άστατος, όχι
μόνο αγνώμων, αλλά και φονιάς είναι γιατί αυτός σε έκαμε να τρέμεις τώρα και να
φοβάσαι. Δεν σου έλεγα όταν διαρκώς με απειλούσες, επειδή σου μιλούσα τη γλώσσα
της αλήθειας, ότι εγώ σε αγαπώ περισσότερο από τους κόλακες; Ότι εγώ που σε
ήλεγχα, ήμουν περισσότερο με το μέρος σου από ό,τι εκείνοι που σου χαρίζονταν;
Δεν πρόσθετα σ’ εκείνα τα λόγια μου το ότι είναι καλύτερα τα τραύματα των φίλων
από τα πρόθυμα φιλήματα των έχθρων; Αν υπέμενες τα τραύματα μου, δεν θα σου
γεννούσαν το θάνατο τα φιλήματα εκείνων·γιατί οι δικές μου πληγές ετοίμαζαν την
ανάρρωσή σου, ενώ οι ασπασμοί εκείνων σου ετοίμαζαν την απώλεια.
Πού είναι τώρα οι οινοχόοι; Πού είναι εκείνοι που
ξεπηδούσαν μπροστά σου στις αγορές και σε στεφάνωναν μ’ ένα σωρό εγκώμια;
Αποτραβήχτηκαν, αρνήθηκαν τη φιλία, στάθηκαν μακριά από την αγωνία σου, για να
σωθούν. Αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο. Δεν σε προσπέρασα αδιάφορος. Έπεσες και σε περιμαζεύω
και σε φροντίζω. Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε
δέχθηκε· τα θέατρα που ενίσχυσες και που για χάρη τους συχνά αγανακτούσες
εναντίον μας, σε πρόδωσαν και σε άφησαν να πεθάνεις. Αλλά εμείς δεν είχαμε
πάψει να σου λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι έτσι; Θέλεις να διαπόμπευσης την
Εκκλησία και οδηγείς τον εαυτό σου στο χείλος του κρημνού. Αλλά εσύ δεν τα
λογάριαζες. Και τα μεν ιπποδρόμια, αφού σου κατέφαγαν τον πλούτο, ακόνισαν το
ξίφος που θα σε θανάτωνε· η δε Εκκλησία που δέχθηκε την παράλογη οργή σου,
κάνει τώρα το πάν για να σε γλυτώσει από τα βρόχια του θανάτου.
Και λέγοντας τώρα αυτά, δεν μπαίνω σε ονειδισμό, αλλά
θέλω να κάνω πιο ασφαλείς εκείνους που σε τριγυρίζουν εδώ (δηλαδή το
εκκλησίασμα) δεν αναξέω τα έλκη του τραυματισμένου, αλλά θέλω να φυλάξω σε
υγεία εκείνους που ως τώρα δεν λαβώθηκαν· δεν καταποντίζω το ναυαγό, αλλά θέλω
εκείνους που πλέουν με πρίμο αγέρα να τους διδάξω πώς να μη βουλιάξουν. Και πώς
θα γίνει αυτό; Αν νιώσουμε τις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι
αυτός, αν είχε φοβηθεί αυτές τις μεταβολές, δεν θα τον εύρισκαν. Αλλ’ επειδή
αυτός ούτε από τον εαυτό του ούτε από άλλους γινόταν καλύτερος, εσείς λοιπόν
που είστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ένα κέρδος ακόμη από τη συμφορά του·
γιατί, δεν είναι τίποτε πιο τιποτένιο από τα ανθρώπινα πράγματα. Όπως και να τα
ονομάσει κανείς, η πραγματικότης θα είναι ισχυρότερη. Αν καπνό, αν χόρτο, αν
όνειρο, αν εαρινά άνθη, αν ο, τιδήποτε τα ονομάσει, πολύ πιο άστατα κι εφήμερα
είναι και πιο τιποτένια από το τίποτε. Και ότι μαζί με την ευτέλεια έχουν και
το απόκρημνο, γίνεται φανερό από τούτη την περίπτωση. Ποιος ήταν ψηλότερα απ’
αυτόν εδώ τον άνθρωπο; Δεν θάμπωσε όλη την οικουμένη με τα πλούτη του; Αλλά
ιδού που κατάντησε πιο αξιολύπητος κι από τους δεσμώτες, πιο ταπεινωμένος κι
από τους δούλους, πιο άνεχος κι από εκείνους που πεθαίνουν της πείνας,
βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα και βάραθρα και δήμιους και σύρσιμο
στο θάνατο. Και δεν ξέρει, δεν έχει την ευχαρίστηση να ξέρει τουλάχιστον πότε
θα πεθάνει, αλλά μέσα στο καταμεσήμερο βρίσκεται σε σκοτάδι πυκνό. Όσο κι αν
προσπαθήσω δεν θα μπορέσω να παραστήσω με τον λόγο την αγωνία του, την αγωνία
του να περιμένει κάθε ώρα και στιγμή το θάνατο. Αλλά τι χρειάζονται τα λόγια
μου, όταν ο ίδιος είναι εικόνα και υπογραφή των όσων λέγω; Χθες, όταν ήλθαν σ’
αυτόν από το παλάτι για να τον πιάσουν, έτρεξε στον ιερόν αυτόν τόπο με
παγωμένη όψη που και τώρα εξακολουθεί να είναι τέτοια· τα δόντια του χτυπούν,
τρέμει και λύνεται το κορμί του, η φωνή του ράγισε, παράλυσε η γλώσσα του κι
όλα πάνω σ’ αυτόν δείχνουν μια ψυχή παγωμένη.
Και τα λέγω αυτά όχι ονειδίζοντας, όχι μπαίνοντας
αδιάκριτα στη συμφορά του, αλλά θέλοντας να μαλακώσω τη δική σας καρδιά και να
σας παρακαλέσω έλεος και να σας πείσω ότι αρκετή στάθηκε γι’ αυτόν η τιμωρία.
Υπάρχουν ανάμεσα μας άσπλαχνοι και άδικοι, που θα κατηγορήσουν και μένα γιατί
τον δέχθηκα πεσμένο μπροστά στο ιερό βήμα θέλοντας, λοιπόν, με τα λόγια μου να
μαλακώσω και ν’ αλλάξω την απανθρωπιά τους, γι’ αυτό διαδηλώνω τη συμφορά του
άνθρωπου εδώ.
Για τι πράγμα αγανακτείς, αγαπητέ; πες μου. Γιατί -λέγει-
στην Εκκλησία κατέφυγε εκείνος που ασταμάτητα την πολεμούσε. Μα γι’ αυτό
ακριβώς έπρεπε περισσότερο να δοξάζεις το Θεό, που τον άφησε να έλθει σε τέτοια
ανάγκη, ώστε και τη δύναμη της Εκκλησίας και τη φιλανθρωπία της να μάθει. Τη
δύναμη, βλέποντας πώς έπεσε ενώ θαρρούσε ότι ήταν νικητής της· τη φιλανθρωπία,
βλέποντας πώς η Εκκλησία που πολεμήθηκε απ’ αυτόν τώρα βάζει ασπίδα να τον
προστατέψει και τον δέχεται κάτω από τις πτέρυγες της και τον ασφαλίζει ολότελα
και χωρίς να μνησικακήσει για ό,τι εκείνος έπραξε εναντίον της, του άνοιξε την
αγκαλιά της με μητρική στοργή.
Αυτό είναι τρόπαιο απ’ όλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αυτό
είναι νίκη περιφανής, αυτό ντροπιάζει και καταισχύνει ειδωλολάτρες και
Ιουδαίους, αυτό είναι φως θριάμβου στο πρόσωπο της Εκκλησίας. Γιατί, αφού πήρε
αιχμάλωτο τον εχθρό, τώρα τον λυπάται, κι ενώ όλοι τον άφησαν έρημο, αυτή μόνη
σαν μητέρα φιλόστοργη κάτω από τα παραπετάσματα της, τον έκρυψε και στάθηκε
αντιμέτωπη στη βασιλική οργή, στη μανία του όχλου, στο γενικό, ακράτητο μίσος.
Αυτός είναι ο καλύτερος στολισμός του θυσιαστηρίου. Ποιος στολισμός -θα πεις-
ο ακάθαρτος και ο πλεονέκτης και ο συλητής ν’ αγγίζει το θυσιαστήριο; Μη το
λες· επειδή και η πόρνη άγγιξε τα πόδια του Χριστού, η τόσο μιασμένη και
ακάθαρτη· και δεν ήταν αυτό λάθος του Χριστού, αλλά θαύμα και ύμνος μέγας·
γιατί δεν ζημίωσε τον καθαρό η ακάθαρτη, αλλά τη μιασμένη πόρνη ο καθαρός και
άμωμος την καθάρισε με το άγγιγμα. Μη, λοιπόν, μνησικακείς, άνθρωπε. Όλοι
είμαστε δούλοι Εκείνου που έλεγε ενώ τον σταύρωναν: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι
τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,33).
Αλλά θα πεις, ότι αυτός ο άνθρωπος απετείχισε την
Εκκλησία ως καταφύγιο που ήταν, με διάφορα διατάγματα και νόμους. Αλλά να που
με τα γεγονότα έμαθε το κακό που έπραξε και με την είσοδό του εδώ πρώτος αυτός
κατάργησε το νόμο που έκαμε κι έγινε θέαμα οικτρό της οικουμένης κι ενώ είναι
βουβός όμως έτσι σαν να μιλά και να φωνάζει: Μη κάνετε τέτοια, για να μη πάθετε
τέτοια.
Υψώνεται μες από τη συμφορά του σαν διδάσκαλος και τώρα
είναι που ξεπηδά από το θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιό
είναι αυτό; Ότι η Αγία Τράπεζα έχει δεμένο το λιοντάρι. Όταν θέλουν να
απεικονίσουν τη δόξα ενός βασιλέως, δεν θ’αρκεσθούν να τον παραστήσουν καθήμενο
πάνω στο θρόνο και να του φορέσουν την αλουργίδα και να του βάλουν στο μέτωπο
το διάδημα. Αλλά θα ζωγραφίσουν επίσης, κάτω από το πόδι του, τους νικημένους
βαρβάρους, με δεμένα τα χέρια πίσω, και τα κεφάλια στο χώμα. Και ότι δεν
χρειάζονται λόγια για ένα τέτοιο δίδαγμα, οι ίδιοι το παραδέχεσθε με τη βία με
την οποία όλοι τρέξατε εδώ για να δείτε το θέαμα. Σήμερα η Εκκλησία είναι γεμάτη
και λαμπροφόρος. Όσο λαό έβλεπα το Πάσχα συναθροισμένο εδώ, βλέπω και σήμερα.
Αυτός ο άνθρωπος αν και αμίλητος, όλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μες από το
γεγονός το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Και κόρες τους θαλάμους, και
γυναίκες τους γυναικωνίτες, και άντρες την αγορά άδειασαν και τρέξατε όλοι εδώ,
για να δείτε την ανθρώπινη φύση ελεγχόμενη κι από τα εφήμερα αγαθά απογυμνωμένη
και το χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, που άστραφτε από αναίδεια, πλυμένο από το
σφουγγάρι της ντροπής των πραγμάτων και ξεβαμμένο από τα ψιμύθια ολότελα. Γιατί
η καλοπέραση που δίνουν οι πλεονεξίες είναι πρόστυχη προσωπίδα σαν γραϊδίου
όψης βαμμένη.
Αυτού του καταντήματος είναι μεγάλη η ευγλωττία· τον
άνθρωπο που έλαμπε και φαινόταν από παντού, τον έκαμε να είναι τώρα ο πιο
αδύνατος από όλους.
Αν πλούσιος μπει εδώ, μεγάλο θα είναι το κέρδος που θα
πάρει. Γιατί, βλέποντας από τι ψηλή κορφή κρημνίσθηκε εκείνος που έσειε την
οικουμένη όλη, και πώς τώρα είναι ζαρωμένος και δειλότερος από λαγό και
βάτραχο, και χωρίς δεσμά σ’ αυτή την κολόνα κολλημένος και αντί με αλυσίδα από
το φόβο σφιγμένος γύρω της και τρέμοντας, τότε ο πλούσιος θα αισθανθεί μέσα του
να πέφτει ο πυρετός της απληστίας, να σωριάζεται ο εγωισμός του, κι αφού
φιλοσοφήσει όπως πρέπει πάνω στ’ ανθρώπινα, θα φύγει από την εκκλησία έχοντας
μάθει από τα πράγματα εκείνα που με λόγια διδάσκουν οι άγιες Γραφές, ότι
δηλαδή· «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος,
καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ησ. 40, 6-7). Επίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται
καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. 36, 2). Επίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς
αἱ ἡμέραι (αυτού)» (Ψαλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
Αν πάλι μπει εδώ ο φτωχός και υψώσει τα μάτια του σ’
αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα λυπηθεί τον εαυτό του ούτε θα στενοχωρηθεί για τη φτώχεια
του. Αλλά θα αισθανθεί ευγνωμοσύνη στη φτώχεια του, γιατί του είναι άσυλο και
λιμάνι ακύμαντο και τείχος ασφαλές. Και βλέποντας ό,τι βλέπει, θα προτιμήσει
χίλιες φορές να μείνει εκεί που βρίσκεται παρά ν’αποκτήσει για λίγο τον κόσμο
ολόκληρο κι ύστερα να κινδυνεύει να χάσει και την ίδια του τη ζωή.
Βλέπεις ότι όχι μικρή η ωφέλεια είναι και στους πλουσίους
και στους φτωχούς και στους ταπεινούς και στους δοξασμένους και στους δούλους
και στους ελευθέρους από μια τέτοια εδώ καταφυγή. Βλέπεις πώς γιατρεύεται ο
καθένας μόνο και μόνο που είδε αυτό το θέαμα.
Άρα σας μαλάκωσα το πάθος, σας ξερίζωσα την οργή; Άρα σας
έσβησα την απανθρωπιά; Άρα σας οδήγησα σε συμπάθεια; Νομίζω πώς το πέτυχα και
μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Μου το δείχνουν τα πρόσωπα σας και οι πηγές των
δακρύων σας. Αφού, λοιπόν, η πέτρα έγινε χώμα παχύ και μαλακό, εμπρός ας
βλάστηση το έλεος, ας κυματίσουν τα στάχυα της συμπαθείας μας κάτω από τα μάτια
του Θεού κι ας πέσουμε στα γόνατα μπροστά στον βασιλέα, η μάλλον ας
παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό να μαλακώσει το θυμό του βασιλέως, να κάνει
απαλή την καρδιά του και να μας δώσει ολόκληρη τη χάρη που θα του ζητήσουμε.
Και ήδη, από τη μέρα εκείνη που αυτός κατέφυγε εδώ, δεν σημειώθηκε μικρή
μεταβολή στις διαθέσεις του βασιλέως. Γιατί, σαν έμαθε ο βασιλεύς πώς κατέφυγε
σε τούτο το ιερό άσυλο, έβγαλε λόγο μακρό μπροστά στο στρατόπεδο, που του
ζητούσαν να τον αποκεφαλίσει εξαιτίας των εγκλημάτων του, και γαλήνευσε τον
στρατιωτικό θυμό. Και είπε ότι δεν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, αλλά και τα
κατορθώματα του να λογαριασθούν, δείχνοντας έτσι ότι ένιωθε την αγανάκτηση
τους, αλλά και ανθρώπινη κατανόηση. Κι όταν πάλι ήλθαν έως εδώ για να
εκδικηθούν τον βασιλέα τους, μ’ άγριες φωνές και έξαλλες χειρονομίες και
σείοντας τα δόρατα, αυτός εδώ αφήνοντας να ρέουν τα δάκρυα από τα ημερότατα
μάτια του και δείχνοντας τους την ιερά τράπεζα όπου είχε καταφύγει, κόπασε την
οργή τους.
Αλλ’ ας
προσθέσουμε κι εμείς τώρα τη δική μας συμπεριφορά. Ποιας συγχωρήσεως θα είσαστε
άξιοι, αν ο βασιλεύς που υβρίσθηκε δεν μνησικακεί, και σεις που τίποτε τέτοιο
δεν πάθατε θα φανερώνατε τόση οργή; Και πώς, σαν διαλυθεί αυτή η σύναξη και
παύση αυτό το θέαμα, θα προσεγγίσετε τα άγια μυστήρια και θα φέρετε στα χείλη
σας την προσευχή εκείνη που ο Κύριος μάς πρόσταξε να λέμε: «ἄφες ἡμῖν… (καθώς)
καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματ. 6, 12) αν απαιτητέ τιμωρία;
Έκανε μεγάλες αδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δεν θα το
αρνηθούμε ούτε εμείς. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός δικαστηρίου, αλλά ελέους· όχι
ευθύνης, αλλά φιλανθρωπίας· όχι ανακρίσεως, αλλά συγχωρήσεως· όχι
καταδικαστικής ψήφου, αλλά οίκτου και χάριτος. Ας μη φλογίζεται λοιπόν κανένας
από οργή, ας μη προβάλλει εμπόδια, αλλά καλύτερα ας δεηθούμε στον φιλάνθρωπο
Θεό να δώσει σε τούτο το πλάσμα του προθεσμία ζωής, να εξαρπάσει από τη σφαγή
που το απειλεί για να πληρώσει τα φταιξίματα που έκαμε, και όλοι μαζί ας
προσέλθουμε στον φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας εξ ονόματος της Εκκλησίας, εξ
ονόματος του θυσιαστηρίου, να μάς χαρίσει αυτό τον άνθρωπο που πρόσπεσε στην
άγια Τράπεζα.
Αν το πράξουμε αυτό, και ο βασιλεύς θα το δεχθεί και ο
Θεός πριν και πάνω από τον βασιλέα θα το επαινέσει και μεγάλη αμοιβή θα μάς
αποδώσει για τη φιλανθρωπία που θα δείξουμε. Γιατί, καθώς αποστρέφεται και
μισεί τον ωμό και απάνθρωπο, έτσι στον ελεήμονα και φιλάνθρωπο είναι προσηνής
και γεμάτος φίλτρο. Και αν μεν αυτός είναι δίκαιος, του πλέκει λαμπρότερα
στέφανα· αν δε αμαρτωλός, παρατρέχει τα αμαρτήματα, αμείβοντας τη συμπάθεια που
έδειξε ο αμαρτωλός, στον συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν»
(Πρ. Ωσηέ 6,6 και Ματ. 9,13). Και παντού της Γραφής βλέπει το Θεό να ζητά
ακριβώς αυτό και να το λέγει λύση των αμαρτημάτων.
Έτσι λοιπόν, κι εμείς τώρα θα τον κάνουμε ίλεω, έτσι θα
λύσουμε και τα δικά μας φταιξίματα, έτσι θα στολίσουμε την Εκκλησία, έτσι και ο
φιλάνθρωπος βασιλεύς θα μάς επαινέσει, καθώς είπα προηγουμένως, και όλος ο
λαός θα μάς χειροκροτήσει και τα πέρατα της οικουμένης θα μάθουν τη φιλανθρωπία
και την ημερότητα της πόλεως αυτής, και θα γεμίσει η γη από το κήρυγμα του
παραδείγματος μας.
Για να απολαύσουμε, λοιπόν, τα τόσα αυτά αγαθά, ας
προσπέσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας δεηθούμε, ας αρπάξουμε από τα νύχια του
κινδύνου τον αιχμάλωτο, τον φυγάδα, τον ικέτη, για να πετύχουμε κι οι ίδιοι των
μελλόντων αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η
δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδική έκδοση Ιερού
Ναού Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών
Τεύχος 21
Νεόμβριος 2010
Πηγή: Το κανδυλάκι