Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ἡ πρόσκληση τῆς σταυρικῆς του ἀγάπης


Αρχιμανδρίτης Ἰωὴλ Κωνστάνταρος

Ὁμολογουμένως, τὸ σύμβολο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἀποτελεῖ τὴν συμπύκνωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό μας ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποία ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν ἀναφέρει λόγια ἀνθρώπινα, ἀλλὰ καταγράφει τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.  Ἐπειδὴ δὲ τὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλης σημασίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γι' αὐτὸ καὶ στὴν λειτουργική μας σύναξη, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, θὰ ἀκούσουμε τὸ ἀνάλογο εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. 

Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι σαφέστατοι καὶ δὲν χωρᾶ ἀλλοίωσις καὶ παρερμηνεία. Τονίζουν τὸ τί προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία μας. Δηλ. τὸ μέγιστο. Ὅ,τι ἀνώτερο καὶ πολυτιμώτερο, ποὺ οὐδέποτε θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του νὰ διανοηθεῖ καὶ νὰ συλλάβει.  Τὸν Υἱὸν Του τὸν Μονογενή! Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ....
γίνεται ἄνθρωπος ὥστε νὰ καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος κατὰ χάριν Θεός. 
  
Προσφέρει ὁ Θεὸς Πατὴρ τὸ “ἀπαύγασμα τῆς δόξης” Του (Ἑβρ. Α' 3), καὶ ὅπως ἀναφέρεται στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Οὐρανοφάντορος Μ. Βασιλείου, προσφέρεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι “σφραγὶς ἰσότυπος” πρὸς τὸν Πατέρα. 

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Νικόδημο. Τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν τάξη μὲν τῶν Φαρισαίων, ποὺ ἀποτελοῦσε μέλος τοῦ Συνεδρίου, ποὺ ὅμως διέθετε ἁγνὴ προαίρεση καὶ τελικῶς ἀποδέχθηκε αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συνειδητοποίησε δὲ καὶ πίστευσε στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σὲ τέτοιον βαθμὸ ὥστε τελικῶς ἀξιώνεται μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας νὰ γίνει Μυροφόρος καὶ νὰ ἐνταφιάσει τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 

Μέσα σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο ποὺ καταγράφει ὁ θεόπνευστος μαθητής, διαφαίνεται ἱστορικῶς ἡ πραγματικότητα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ μάλιστα παριστάνεται πολὺ χαρακτηριστικὰ στὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὄφις ποὺ ὑψώνει ὁ Μωυσῆς “ἐν τῇ ἐρήμω” δὲν εἶναι παρὰ ἡ προτύπωσις ἐκείνου ποὺ θὰ ἀκολουθήσει ὡς πραγματικὸ καὶ οὐσιαστικὸ γεγονός, αἰῶνες μετά, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐνανθρωπίσαντα Θεό. 

Ἡ Εὐαγγελικὴ φράσις “οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἴνα πᾶς  ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ' ἔχει ζωὴν αἰώνιον” (Ἰωάνν. Γ' 14-15), ὅτι δηλ. σύμφωνα μὲ τὸ μυστηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νὰ κρεμαστεῖ ψηλὰ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ προσλάβει ἔτσι τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας (χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει οὐδεμία πραγματικὴ σχέση μὲ αὐτή), γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ στὸν αἰώνιο θάνατο κανένας ἀπ' ὅσους πιστεύουν σ' αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια, ἡ φράση λοιπὸν αὐτή, δηλώνει τὴν διάσταση αὐτοῦ τοῦ Θεϊκοῦ σχεδίου. Τοῦ σχεδίου ποὺ προεικονίζεται καὶ προτυπώνεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πραγματοποιεῖται στὴν Καινὴ καὶ ἐνεργοποιεῖται ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν εὐλογημένο χῶρο τῆς χάριτος ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ “τριμεροῦς σταυροῦ τοῦ Χριστοὺ” σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ὀδυνηρὸ θάνατο ποὺ ἐπιφέρουν τὰ δήγματα τοῦ ὄφεως.
Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῶ. Γιὰ τούς πιστεύοντας, ἀγωνιζομένους καὶ ὁπλιζομένους τὴ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ὁ Σατανᾶς ἁπλῶς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ πειράζει καὶ ὄχι πλέον νὰ θανατώνει. 

Μέσα σὲ τόνο καθαρὰ θριαμβευτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό, ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς ἐξόριστος στὴν Πάτμο καταγράφει τούτη τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀναπτερώνει τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ζῆλο γιὰ Σταυροαναστάσιμη πορεία. “Και ἐβλήθη ὁ δράκων, ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ ἐβλήθησαν” (Ἀποκαλ. ΙΒ' 9). Δηλ. ρίχθηκε ὁ δράκοντας ὁ μεγάλος, ὁ παλαιὸς ὄφις ποὺ παρέσυρε στὴν παράβασή του τοὺς πρωτοπλάστους, αὐτὸς ποὺ ὀνομάζεται διάβολος καὶ σατανᾶς, καὶ πλανᾶ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ρίχθηκε κάτω στὴ γῆ, καὶ μαζὶ μ' αὐτὸν ρίχθηκαν καὶ οἱ σκοτεινοὶ ἄγγελοί του. 

Ἀλλὰ ὁ Θεολόγος μαθητὴς δὲν σταματᾶ σὲ αὐτὴν μόνο τὴν διαπίστωση. Θέλει μέσα στὸ εὐαγγελικὸ κείμενο νὰ ἀποτυπώσει τὴν ἀνέκφραστη καὶ ἀνερμήνευτη ἀγάπη ποὺ διὰ τοῦ ὀργάνου τοῦ Σταυροῦ, περιβάλλει ὁ Θεὸς τὴν εἰκόνα του, τὸν ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ καὶ προσθέτει: “οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν τοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, μὴ ἀποληται, ἀλλ' ἔχη ζωὴν αἰώνιον” (Ἰωὰν Γ' 16). Ὁ στίχος αὐτὸς ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ διαλόγου μεταξύ του Κυρίου καὶ τοῦ Νικοδήμου. Εἶναι δὲ τόσο σπουδαίας σημασίας ὥστε ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς “ἡ Βίβλος ἐν μικρογραφία”. Πράγματι συμπυκνώνει ὅλο το σχέδιο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ συμπεριλαμβάνει ὁλόκληρη τὴν θεία οἰκονομία καὶ τὴν πραγματοποίησή της. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ὅταν συνειδητοποιεῖται χαρίζει μεγάλη ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ πρὸς τὸν πιστὸ ποὺ κάποιες φορὲς αἰσθάνεται νὰ κουράζεται ἢ καὶ νὰ λιποψυχεῖ μέσα στὸ στάδιο τοῦ ἀγώνα. 

Ὄντως, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τονίζει μέσω τοῦ Νικοδήμου πρὸς τὴν κάθε καλοδιάθετη ὕπαρξη. Μὴ σοῦ φαίνεται παράδοξο ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ ὑψωθεῖ ἐπάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ γιὰ τὴ σωτηρία σου. Διότι τόσο πολύ, τόσο ὑπερβολικῶς ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ὥστε παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο Υἱό Του, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ σὲ θάνατο αἰώνιο ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. 

Ἑπομένως, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἐξοστρακίζει κάθε φόβο καὶ κάθε ἐμπόδιο ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ πλησιάσει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν φοβίσει καὶ νὰ τὸν ἀποτρέψει στὸ πλησίασμα, στὴν ἐπικοινωνία, στὴν μετοχή, στὴν ταύτιση τῆς θελήσεώς του μὲ τὸν Θεό, δηλ. στὸν ἐξαγιασμό του. Καὶ γιὰ νὰ γίνει περισσότερο κατανοητὴ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα, ὁ τελευταῖος στίχος ξεκαθαρίζει: “οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἴνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ' ἴνα σωθῆ ὁ κόσμος δὶ' αὐτοὺ” (Ἰωάν. Γ' 17). Ναί, δὲν ἀπέστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱό του στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος διὰ μέσω αὐτοῦ. 

Ὁ ἄνθρωπος, μέσα στὸ δράμα τῆς ἀποστασίας του δὲν μποροῦσε νὰ κατορθώσει τίποτε. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στὸν Θεό, ἀφοῦ σ' αὐτὸν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς πραγματοποιήσεως τῆς σωτηρίας. Ἔτσι λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν πρώτη του παρουσία ὁ Χριστός, δὲν ἦλθε γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ταπείνωσις τοῦ Χριστοῦ, δέχεται ὅλες τὶς ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Φυσικὰ ὑπάρχει καὶ ἡ δευτέρα παρουσία ποὺ ἐκεῖ τα πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά. Ὅμως γιὰ τοὺς συνειδητοὺς πιστοὺς ποὺ ἀποδέχονται τώρα τὸν Χριστὸ ὡς λυτρωτή, δὲν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν στὸ μέλλον ὡς κριτή. 

Ἀλλὰ ὅταν κανεὶς δέχεται στὴν ὅλη του ὕπαρξη τέτοιου εἴδους ἀγάπη, εἶναι δυνατὸν νὰ περιφρονήσει τὴν πρόσκληση καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσωπική του ἀποδοχή, δηλ. τὸ ναὶ στὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ; Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, μὲ τί ἀλήθεια χαρακτηρισμὸ νὰ ἀποδώσει κανεὶς τὴν παραφροσύνη τῆς ἀρνήσεως; 

Ἃς κλείσουμε ὅμως μὲ μιὰ μεγάλη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ ὅσο ἐλάχιστοι καὶ ἀπέδειξε ὅτι αὐτὴ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης, τίποτε στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σβήσει. 

Πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν θεοφόρο. Ἀποστέλλει μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ μιλᾶ ἀπὸ μόνη της. “...καλὸν μοὶ ἀποθανεῖν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, ἢ βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς... τὸν τοῦ Θεοῦ θέλοντα εἶναι κόσμω μὴ χαρίσησθε... ἄφετε μὲ καθαρὸν φῶς λαβεῖν• ἐκεῖ παραγενόμενος ἄνθρωπος ἔσομαι. Ἐπιτρέψατε μοὶ μιμητὴν εἶναι τοῦ πάθους τοῦ Θεοῦ μου, εἰ τὶς αὐτὸν ἐν ἐαυτῶ ἔχει νοησάτω ὃ θέλω, καὶ συμπαθείτω μοί, εἰδῶς τὰ συνέχοντα μέ”. Δηλ. Εἶναι ὡραῖο γιὰ μένα νὰ πεθάνω χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρὰ νὰ βασιλεύω τῆς οἰκουμένης. Αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ ἀνήκει στὸν Θεό, μὴ τὸν χαρίσετε στὸν κόσμο. Ἀφῆστε μὲ νὰ ἀπολαύσω φῶς καθαρό. Ὅταν φθάσω ἐκεῖ (κοντὰ στὸ καθαρὸ φῶς τοῦ Θεοῦ), τότε θὰ εἶμαι ἄνθρωπος. Δῶστε μου τὴν ἄδεια νὰ μιμηθῶ τὸ (σταυρικὸ) πάθος τοῦ Θεοῦ μου. Ὅποιος τὸν ἔχει μέσα του, ἃς καταλάβει ἐκεῖνο ποὺ θέλω, καὶ ἃς μὲ συμπαθήσει, ἀφοῦ ἔχει πείρα ἐκείνων ποὺ μὲ συνέχουν. 

Τὸ λοιπὸν ἀδελφοί, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀποδείξουμε ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴν πρόσκληση τῆς σταυρικῆς Του ἀγάπης.
Ἀμήν.