Ἡ Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό νησί τοῦ
Βαλαάμ στήν λίμνη Λατόγκα κατά τά χρόνια της ἀκμῆς τῆς ὀνομάστηκε ὁ Ἄθωνας τοῦ
Βορρᾶ. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, οἱ κτήτορές της ἦταν ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ὅσιος
Σέργιος καί ὁ ντόπιος μαθητής τοῦ Ὅσιος Γερμανός.
Τό πότε ἱδρύθηκε τό μοναστήρι, δέν τό γνωρίζουμε ἀκριβῶς,
ἐπειδή κατά τήν ἱστορία της ἡ Μονή καταστράφηκε πολλές φορές, καί ἑπομένως τά ἀρχαῖα
ντοκουμέντα δέν ἔχουν σωθεῖ. Λόγου χάριν ἦταν ἐρειπωμένο σχεδόν ὅλο τόν ΙΣΤ' αἰώνα,
ἕως ὅτου μέ τήν ἐντολή τοῦ Τσάρου Πέτρου τοῦ Μεγάλου ξανακτίστηκε ἀπό τόν Ἡγούμενο
Ναζάριο πρώην μοναχό της Μονῆς Σαρώφ. Πάντως σύμφωνα μέ τήν σύγχρονη ἐρευνᾶ ἡ
Μονή ἄρχισε νά λειτουργεῖ τό ἀργότερο στόν ΙΔ' αἰώνα.
Στά τέλη τοῦ ΙΘ' αἰῶνος καί οἱ ἀρχές τοῦ Κ' αἰῶνος ἦταν ἡ περίοδος ἀκμῆς γία τήν Μονή. Ἕκτος της κυρίως Μονῆς στά νησιά τῆς Λατόγκας ὑπῆρχαν περισσότερες ἀπό δέκα Σκῆτες πολλά ἐρημητήρια. Ἡ Μονή ἀριθμοῦσε πάνω ἀπό 400 μοναχούς καί ἑκατοντάδες δοκίμους, ἔτσι πού ὁ ἀριθμός τῶν κατοίκων τῆς Μονῆς ὑπερέβαινε τά 1000 ἄτομα. Τό Βαλαάμ ἔγινε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα μοναστήρια τῆς Ρωσίας μαζί μέ τήν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ὅσιου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ κοντά στήν Μόσχα, τήν Μονή Σπηλαίων στό Κίεβο καί τήν Μονή Σολόφκυ στόν Ἀρκτικό Ὠκεανό.
Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βαλαάμ ὡς κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
τήν μεταλαμπάδευση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Καρέλιας.
Πολλοί μοναχοί μέ ἀφετηρία τό Βαλααμ ἵδρυσαν τόν μεσαίωνα δεκάδες μοναστηράκια
σέ διάφορες περιοχές τῆς Καρέλιας. Μερικά ἀπό αὐτά ξανανοιξαν μετά τήν πτώση τοῦ
κομμουνισμοῦ, ὅπως ἡ Μονή Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὅσιου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ.
Κατά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τό Βαλααμ ἀναγκάστηκε νά
παραδώσει τούς δοκίμους μοναχούς του στόν στρατό. Ἀκολούθησε ἡ Ρωσική ἐπανάσταση
καί ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Φινλανδίας. Τό μοναστήρι παρέμεινε στά σύνορά του
νεοσύστατου Φινλανδικοῦ κράτους καί ἔτσι οἱ διωγμοί πού ξεσπασαν στήν
Σοβιετική Ἕνωση, δέν τό πείραξαν. Ὅμως ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν ἄρχισε νά
λιγοστεύει. Ὅταν ἡ Σοβιετική Ἕνωση κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπιτέθηκε στήν
Φινλανδία καί οἱ μοναχοί μεταφέρθηκαν στά κεντρικά μέρη τῆς Φινλανδίας, ὁ ἀριθμός
τούς ἦταν πιά μόνο γύρω στά 200 ἄτομα.
Ή Ι. Μ. Βαλααμ συνέχισε τήν λειτουργία της στό δῆμο
Χεϊνάβεσι. ὁπού ἡ Ἀδελφότητα ἀγόρασε ἕνα μεγάλο ἀγρόκτημα γιά τήν Μονή, ποῦ ὀνομάστηκε
Νέο Βαλααμ.
Στή ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 στό Νέο Βαλααμ ζοῦσαν
μόνο τέσσερες ἡλικιωμένοι μοναχοί γύρω ἡ πάνω των 80 ἐτῶν. Τό τέλος τῆς Μονῆς
φαινόταν ἤδη ἀπειλητικά στόν ὁρίζοντα, ὅταν μέ τήν φροντίδα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Παύλου, πρώην μοναχοῦ του Παλαιοῦ Βαλααμ, κτίστηκε τό νέο πέτρινο Καθολικό της
Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἄρχισε ἡ προσέλευση νέων μοναχῶν. Τά τελευταῖα
30 χρόνια ὁ μέσος ἀριθμός τῶν μοναχῶν εἶναι περίπου δέκα, ἄν καί ἕνα διάστημα ἦταν
σχεδόν εἴκοσι. Νά ἀναφέρουμε ὅτι τρεῖς ἀπό τούς τέσσερες Μητροπολίτες τῆς
Φινλανδικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι πρώην μοναχοί του Νέου Βαλααμ.