Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τοῦ
Μεγάλου, περὶ τῆς πλεονεξίας, καὶ τοῦ ρητοῦ του κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου «Καθελῶ
μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω».
Δύο εἶναι τὰ εἴδη τῶν πειρασμῶν. Ἢ οἱ θλίψεις βασανίζουν
τὶς καρδιὲς ὡς χρυσὸν στὴν κάμινον, ἐλέγχοντας διὰ τῆς ὑπομονῆς τὴν ἀκεραιότητά
των, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ αὐτὴ ἡ ἀφθονία τῆς ζωῆς λειτουργεῖ ὡς δοκιμαστήριο γιὰ
τοὺς περισσοτέρους. Διότι εἶναι ἐξίσου δυσκατόρθωτο νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ψυχὴ ἀνυποχώρητος
στὶς δύσκολες περιστάσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἀλαζονευθεῖ κάποιος ὅταν τὸν
δοξάζουν. Καὶ τοῦ μὲν πρώτου εἴδους τῶν πειρασμῶν παράδειγμα εἶναι ὁ μέγας Ἰώβ,
ὁ ἀκαταμάχητος αὐτὸς ἀθλητής, ὁ ὁποῖος ὑποδεχόμενος μὲ ἀκλόνητον καρδία καὶ
σταθερότητα λογισμῶν ὅλη τὴ βία τοῦ διαβόλου ἡ ὁποία σὰν χείμαρρος τοῦ ἐπετέθη,
τόσον ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἐφάνη, ὅσον μεγάλα καὶ ἀνυπέρβλητα ἐφαίνοντο
νὰ εἶχαν προβληθεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρό τα ἀγωνίσματα.
Παραδείγματα δὲ τῶν πειρασμῶν ποὺ ὀφείλονται στὴν εὐημερία τῆς ζωῆς εἶναι καὶ ἄλλα, εἶναι ὅμως καὶ ὁ πλούσιος αὐτὸς γιὰ τoν ὁποῖον ἠκούσαμε σήμερα νὰ ἀναγινώσκεται. Αὐτὸς εἶχε μὲν πλοῦτον, ἤλπιζε δὲ ὅτι θὰ ἀποκτήσει καὶ ἄλλον. Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δὲν τὸν κατέκρινεν ἐξ ἀρχῆς, ἀλλὰ τοῦ προσέθετε στὸν ὑπάρχοντα πλοῦτο καὶ ἄλλον, μήπως τυχὸν τοῦ προκαλοῦσε κάποτε κορεσμόν, καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐβοηθοῦσε τὴν ψυχήν του νὰ γίνει πιὸ κοινωνικὴ καὶ ἥμερη.
Διότι λέγει «ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου ἠφόρησεν ἡ χώρα, καὶ
διελογίζετο καθ’ ἐαυτόν, τί ποιήσω; Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω».
Γιατί ὅμως εἶχαν τόσην εὐφορία τὰ χωράφια ἑνὸς ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κανένα καλὸν δὲν
ἐπρόκειτο νὰ κάμει μὲ τὰ ἀγαθὰ ποῦ θὰ ἀπεκόμιζε; Γιὰ νὰ φανεῖ περισσότερον ἡ
μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ἡ καλοσύνη τοῦ φθάνει μέχρι καὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ.
Διότι «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηροὺς καὶ
ἀγαθούς». Ἡ καλοσύνη τοῦ ὅμως αὐτὴ ἐπισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία γιὰ τοὺς
πονηρούς. Ποτίζει μὲ τὶς βροχὲς τὴν γῆ ποὺ καλλιεργεῖται ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
πλεονεκτῶν. Ἔδωσε τὸν ἥλιο γιὰ νὰ θερμαίνει τοὺς σπόρους καὶ νὰ πολλαπλασιάζει
διὰ τῆς εὐφορίας τοὺς καρπούς. Καὶ ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν παρόμοια εἶναι.
Καταλληλότης τῆς γῆς, εὔκρατοι καταστάσεις τῶν ἀέρων, ἀφθονίες σπερμάτων, συνεργία
βοῶν καὶ ὅ,τι ἄλλο βοηθεῖ στὴν προαγωγὴ τῆς γεωργίας.
Τί εἴδους ὅμως εἶναι αὐτὰ ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον;
Ἡ πικρότης τοῦ ἤθους, ἡ μισανθρωπία, ἡ δυσκολία στὸ νὰ δώσει. Αὐτὰ ἀνταπέδωσεν ὁ
ἄνθρωπος γιὰ νὰ δείξει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν εὐεργέτην. Δὲν ἐνεθυμήθη τὴν
κοινὴν φύση, δὲν ἐθεώρησε ἀπαραίτητο νὰ διαμοιράσει τὸ περίσσευμά του στοὺς
πτωχούς, δὲν ἐλογάριασε καθόλου τὴν ἐντολὴ «μὴ ἀπόσχη εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ», καὶ «ἐλεημοσύναι
καὶ πίστεις μὴ ἐκλειπέτωσάν σε», καὶ «διαθρυπτε (νὰ διαμοιράζεις δηλαδὴ)
πεινώντι τὸν ἄρτον σου». Καὶ μολονότι ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τὸ
διαλαλοῦν, ὅμως δὲν εἰσηκούοντο ἀπὸ τὸν πλούσιον, ἀλλὰ οἱ μὲν ἀποθῆκες ἐκινδύνευαν
νὰ διαρραγοῦν στενοχωρούμενες ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθηκευμένων ἀγαθῶν, ἡ ἀμετάδοτος
καρδία ὅμως δὲν ἐχόρταινε. Διότι μὲ τὸ νὰ προσθέτει συνεχῶς τὰ νέα στὰ παλαιά,
καὶ νὰ αὐξάνει τὴν εὐπορία μὲ τὴν συγκομιδὴ κάθε ἔτους, περιέπεσε στὴν ἀδιέξοδον
αὐτὴν ἀμηχανίαν. Οὔτε ἐπέτρεπε δηλαδὴ νὰ ἐλαττωθοῦν τὰ παλαιὰ ἐξ αἰτίας τῆς
πλεονεξίας, οὔτε ἐπαρκοῦσε νὰ ἀποθηκεύσει τὰ νέα ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους των. Γι’
αὐτὸ καὶ οἱ ἰδέες τοῦ ἤσαν ἀλλεπάλληλοι καὶ οἱ φροντίδες ἀνυπέρβλητοι.
Τί νὰ κάμω; Ποῖος δὲν θὰ ἐλυπεῖτο αὐτὸν ποῦ εὑρίσκεται σὲ
τόσην στενοχωρία; Ταλαίπωρος ἐνώπιον τόσο μεγάλης εὐφορίας, ἐλεεινὸς ἐμπρὸς στὰ
παρόντα ἀγαθά, ἐλεεινότερος ἐνώπιόν των προσδοκωμένων. Δὲν τοῦ ἀποφέρει εἰσοδήματα
ἡ γῆ. Στεναγμοὶ μόνον τοῦ φυτρώνουν. Δὲν τοῦ συγκεντρώνει εὐφορία καρπῶν, ἀλλὰ
φροντίδες καὶ λύπες καὶ ἀμηχανίαν φοβερά. Θρηνεῖ ὅμοια μὲ τοὺς πτωχούς. Ἢ μήπως
δὲν ἐκβάλλει τὴν ἰδίαν φωνὴ καὶ ὁ στενοχωρούμενος γιὰ τὴν πτωχεία του; Τί νὰ
κάμω; Ἀπὸ ποῦ τροφές; Ἀπὸ ποῦ ἐνδύματα; Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ πλούσιος. Ἡ καρδία
τοῦ πονᾶ, ἡ μέριμνα τὸν κατατρώγει. Πράγματι, αὐτὸ ποὺ εὐφραίνει τοὺς ἄλλους, αὐτὸ
λυώνει τὸν πλεονέκτη. Δὲν χαίρεται ποὺ τὰ ἔχει ὅλα ἄφθονα καὶ στὴν διάθεσή του,
ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁ πλοῦτος ποὺ ρέει γύρω του κεντᾶ τὴν ψυχήν του, μήπως καθὼς
ξεχειλίζει ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες χυθεῖ καὶ πρὸς τοὺς ἔξω, καὶ γίνει ἀφορμὴ κάποιου
καλοῦ γιὰ τοὺς πτωχούς.
Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ πάθος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁμοιάζει μὲ
ἐκεῖνο τῶν γαστριμάργων, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν νὰ ἐκραγοῦν ἀπὸ τὴν πολυφαγία παρὰ
νὰ δώσουν κάτι ἀπὸ τὰ ὑπολείματα στοὺς ἐνδεεῖς. Συνειδητοποίησε, ἄνθρωπε, ποιός
σου τὰ ἔδωσε. Ἐνθυμήσου ποιὸς εἶσαι, τί διαχειρίζεσαι, ἀπὸ ποῖον τὰ ἔλαβες, γιὰ
ποῖον λόγον ἐπροτιμήθης ἀπὸ τοὺς πολλούς. Ἔγινες ὑπηρέτης τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ,
διαχειριστῆς γιὰ τοὺς συναννθρώπους σου. Μὴ νομίζεις ὅτι ὅλα ἔχουν ἑτοιμασθεῖ
γιὰ τὴν κοιλία τὴν ἰδική σου. Νὰ θεωρεῖς ὡς ξένα αὐτὰ ποὺ ἔχεις στὰ χέρια σου. Προσωρινῶς
σὲ εὐφραίνουν, ἔπειτα ξεγλιστροῦν σὰν τὸ νερὸ καὶ χάνονται. Θὰ ἀπαιτηθεῖ ὅμως
γι’ αὐτὰ νὰ δώσεις λόγο μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ἀλλὰ σὺ τὰ ἔχεις ἀμπαρώσει ὅλα μὲ
θύρες καὶ μοχλούς. Καὶ ἀφοῦ τὰ ἀσφάλισες καλά, ἐπαγρυπνεῖς μὲ τὶς φροντίδες
τους, καὶ σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ἀνόητον σύμβουλο τὸν ἑαυτό σου.
Τί νὰ κάμω; Εὔκολο ἦταν νὰ εἰπεῖς ὅτι θὰ χορτάσω αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν, θὰ ἀνοίξω
τὶς ἀποθῆκες καὶ θὰ καλέσω ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Θὰ μιμηθῶ τὸν Ἰωσὴφ στὸ κήρυγμα
τῆς φιλανθρωπίας, θὰ εἰπῶ λόγον μεγαλόψυχο. Ὅσοι στερεῖσθε τὸν ἄρτον ἐλᾶτε ἐδῶ,
νὰ λάβει ὁ καθένας ἀπὸ τὴν δωρεὰ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡσὰν ἀπὸ κοινὴν πηγήν, ὅσον
τοῦ εἶναι ἀρκετόν. Ἀλλὰ σὺ δὲν κάνεις ἔτσι. Τί δηλαδή; Φθονεῖς μάλιστα τοὺς ἀνθρώπους
γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, καὶ δημιουργεῖς μέσα στὴν ψυχή σου πονηροὺς
συλλογισμούς, φροντίζοντας ὄχι πῶς νὰ χορηγήσεις στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ
χρειάζεται, ἀλλὰ πῶς θὰ τὰ ἀποθηκεύσεις ὅλα, καὶ ἔτσι θὰ ἀποστερήσεις ὅλους ἀπὸ
τὴν ὠφέλεια ποὺ θὰ εἶχαν ἀπὸ αὐτά.
Παρουσιάσθησαν ἐκεῖνοι ποὺ ἀπαιτοῦν τὴν ψυχήν του, καὶ ἐκεῖνος
συζητοῦσε μὲ τὴν ψυχήν του γιὰ τὰ φαγητά. Αὐτὴ τὴν νύχτα τὸν παρελάμβαναν, καὶ
αὐτὸς ἐφαντάζετο πολυχρόνιο τὴν ἀπόλαυση. Τοῦ ἐπετράπη ὅμως νὰ κάνει ὅλες αὐτὲς
τὶς σκέψεις καὶ νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἐσωτερική του διάθεση, ὥστε νὰ δεχθεῖ ἀπόφασιν
ἀνάλογον μὲ τὴν προαίρεσή του.
Αὐτὸ ὅμως μὴν τὸ πάθεις ἐσύ. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον
ἔχει γραφεῖ. Γιὰ νὰ ἀποφύγωμε τὴν ἐξομοίωση μὲ ἐκεῖνον. Τὴν γῆ νὰ μιμηθεῖς, ὢ ἄνθρωπε.
Νὰ καρποφορήσεις ὅπως ἐκείνη, μὴ φανεῖς κατώτερος ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δὲν ἔχει ψυχήν.
Ἐκείνη λοιπὸν ἐκτρέφει τοὺς καρποὺς ὄχι γιὰ ἰδικὴν τῆς ἀπόλαυσιν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει
ἐσένα. Ἐνῶ σὺ τὸν καρπὸ τῆς ἀγαθοεργίας σου, γιὰ τὸν ἐαυτόν σου τὸν
συγκεντρώνεις. Διότι οἱ δωρεὲς τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐπιστρέφουν στοὺς δωρητᾶς. Ἔδωσες
στὸν πεινασμένον; Αὐτὸ ποὺ ἐδόθη γίνεται ἰδικό σου, καὶ μάλιστα ἐπανέρχεται ἐπηυξημένον.
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ σίτος, ὅταν πέσει στὴν γῆ γίνεται κέρδος γιὰ τὸν σπορέα, ἔτσι καὶ
ὁ ἄρτος ποὺ κατετέθη στὸν πεινασμένον, ἀποδίδει ὕστερα μεγάλον κέρδος. Ἅς σου
γίνει λοιπὸν τὸ τέλος τῆς γεωργίας ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. Διότι λέγει
«σπείρατε ἐαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην». Γιατί λοιπὸν ἀδημονεῖς, γιατί κόπτεσαι, ἀγωνιζόμενος
νὰ περικλείσεις τὸν πλοῦτο μὲ πηλὸ καὶ πλίνθους; «Κρεῖσσον ὄνομα καλὸν ὑπὲρ πλοῦτον
πολύν».
Ἐὰν ὅμως θαυμάζεις τὰ χρήματα γιὰ τὴν δόξα ποὺ ἀπολαμβάνεις
χάριν αὐτῶν, σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεῖ το νὰ ἀποκαλεῖσαι
μυρίων τέκνων πατέρας, παρὰ νὰ ἔχεις μυρίους στατῆρες στὸ βαλάντιόν σου. Διότι
τὰ χρήματα θὰ τὰ ἐγκαταλείψεις ἐδῶ καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, ἐνῶ τὴν ὑπόληψη γιὰ
τὰ καλὰ ἔργα θὰ τὴν προσκομίσεις στὸν Δεσπότην, ὅταν ὁλόκληρος λαὸς θὰ σὲ
περικυκλώσει ἐνώπιόν του κοινοῦ Κριτοῦ, καὶ θὰ σὲ ἀποκαλοῦν τροφέα καὶ εὐεργέτην
καὶ μὲ ὅλα τα ὀνόματα τῆς φιλανθρωπίας. Δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ διαθέτουν μέσα
στὰ ἀμφιθέατρα τὸν πλοῦτο τους πρὸς τοὺς ἀθλητᾶς τοῦ παγκρατίου, καὶ στοὺς ἠθοποιούς,
καὶ σὲ ὁρισμένους θηριομάχους ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους θὰ σιχαίνετο κανεὶς καὶ νὰ
τοὺς ἀντικρύσει, καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν τιμὴ τῆς στιγμῆς καὶ γιὰ τὶς ζητωκραυγὲς καὶ
τὰ χειροκροτήματα τοῦ λαοῦ. Καὶ σὺ ποῦ μέλλεις νὰ ἀπολαύσεις τόσην μεγάλη
δόξαν, εἶσαι τόσο μικροπρεπὴς ὅταν πρόκειται γιὰ παρόμοιες δαπάνες; Ὁ Θεὸς θὰ εἶναι
αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ὑποδεχθεῖ, ἄγγελοι θὰ σὲ ἐπευφημοῦν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
κτίσεως κόσμου θὰ σὲ μακαρίζουν. Δόξα αἰώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία τῶν
οὐρανῶν θὰ εἶναι γιὰ σὲ τὰ ἔπαθλα τῆς καλῆς διαχειρίσεως τῶν φθαρτῶν αὐτῶν
πραγμάτων. Ὅμως γιὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν φροντίζεις, ἀφοῦ ἡ μέριμνά σου γιὰ τὰ
παρόντα σὲ ἔκαμε νὰ περιφρονεῖς τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθά. Ἐμπρὸς λοιπόν, διάθεσε τὸν
πλοῦτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος καὶ λαμπρός, ὅσον ἀφορᾶ στὶς δαπάνες γι’ αὐτοὺς
ποὺ ἔχουν ἀνάγκην. Ἃς λεχθεῖ καὶ γιὰ σέ: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ
δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰώνα».
Μὴν αὐξάνεις τὶς τιμὲς ἐκμεταλλευόμενος τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων.
Μὴ περιμένεις πότε θὰ ὑπάρξει ἔλλειψις σίτου γιὰ νὰ ἀνοίξεις τὶς σιταποθῆκες. «Ὁ
γὰρ τιμιουλκῶν (ποὺ αὐξάνει δηλαδὴ τὴν τιμὴ) σίτον, δημοκατάρατος». Μὴν
περιμένεις λιμοκτονία γιὰ νὰ κερδίσεις χρυσόν, οὔτε κοινὴν στέρηση γιὰ νὰ πλουτίσεις
ὁ ἴδιος. Μὴ καπηλευθεῖς ἀνθρώπινες συμφορές, μὴν ἐκμεταλλευθεῖς τὴν ὀργὴν αὐτὴν
τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρηματικὴν περιουσία. Μὴν ἐρεθίσεις τὰ τραύματα ἐκείνων
ποὺ ἔχουν πληγωθεῖ ἀπὸ τὶς μάστιγες. Σὺ ὅμως ἀποβλέπεις στὸ χρῆμα, καὶ στὸν ἀδελφὸ
δὲν προσβλέπεις. Καὶ γνωρίζεις μὲν τὴν σημασία ποὺ ἔχει τὸ χάραγμα τοῦ κάθε
νομίσματος, καὶ ξεχωρίζεις τὸ γνήσιον ἀπὸ τὸ πλαστόν, ἀγνοεῖς ὅμως ἐντελῶς τὸν ἀδελφὸ
στὴν ὥρα τῆς ἀνάγκης. Καὶ σὲ ὑπερευχαριστεῖ μὲν τὸ ὡραῖο χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, δὲν ὑπολογίζεις
ὅμως πόσο σὲ ἐπυβαρύνει ὁ στεναγμὸς τοῦ πτωχοῦ. Πῶς νὰ σοῦ κάμω γνωστά τα
βάσανά του; Ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρατηρήσει τὰ ὅσα ὑπάρχουν μέσα στὸν οἶκο του,
βλέπει ὅτι ὁ μὲν χρυσὸς οὔτε ὑπάρχει, οὔτε πρόκειται νὰ ὑπάρξει ποτέ. Τὰ σκεύη
δὲ καὶ τὸ ἔνδυμά του εἶναι τοιαῦτα ὥστε ἂν κάποιος πτωχὸς θελήσει νὰ τὰ ἀποκτήσει,
ἀξίζουν ὅλα μαζὶ ὀλίγους ὀβολούς. Τί λοιπόν; Στρέφει τώρα τὸ βλέμμα στὰ παιδιά
του γιὰ νὰ ὁδηγήσει αὐτὰ στὴν ἀγορά, καὶ νὰ εὕρει ἀπὸ ἐκεῖ ἀνακούφισιν ἀπὸ τὸν
θάνατον.
Ἀναλογίσου ἐδῶ τί ἀγώνας γίνεται μεταξύ της ἀνάγκης ποὺ
δημιουργεῖ ἡ πείνα καὶ τῆς πατρικῆς στοργῆς. Ἡ πείνα ἀπειλεῖ μὲ τὸν πιὸ οἰκτρὸν
θάνατον, ἐνῶ ἡ φύσις τὸν ὠθεῖ νὰ ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὰ τέκνα του. Καὶ ἀφοῦ πολλὲς
φορὲς ὅρμησε νὰ τὸ πραγματοποιήσει καὶ ἄλλες τόσες ὀπισθοχώρησε, τελικῶς ὑπέκυψε
ἀφοῦ τὸν ἐξεβίασε τόσον ἀμείλικτα ἡ ἀνάγκη. Καὶ τί συλλογίζεται τώρα ὁ πατέρας;
Ποῖον νὰ θυσιάσω πρώτον; Ποῖον θὰ ἰδεῖ μὲ εὐχαρίστησιν ὁ σιτοπώλης; Νὰ ἔλθω στὸν
μεγαλύτερον; Ἐντρέπομαι ὅμως τὰ πρεσβεία του. Ἀλλὰ τὸν μικρό μου; Λυποῦμαι ὅμως
τὴν ἡλικία του, ποὺ δὲν γνωρίζει ἀπὸ συμφορές. Ὁ ἕνας ἔχει φανερά τα
χαρακτηριστικά των γονέων του, ὁ ἄλλος ἔχει καλὴν ἐπίδοση στὰ μαθήματα. Ἀλλοίμονο,
τί ἀδιέξοδο; Τί θὰ γίνω; Ποῖον θὰ ἀδικήσω; Ποίου θηρίου τὴν καρδία νὰ ἀναλάβω;
Πῶς νὰ λησμονήσω τὴν φύση; Ἐὰν τοὺς κρατήσω ὅλους, θὰ τοὺς ἰδῶ ὅλους νὰ ἀφανίζωνται
ἀπὸ τὴν πείνα. Ἐὰν διαθέσω πρὸς ἀνταλλαγὴν τὸν ἕνα, μὲ ποίους ὀφθαλμοὺς θὰ ἀντικρύσω
τοὺς ὑπολοίπους, ἀφοῦ ἤδη θὰ μὲ ὑποπτεύωνται γιὰ ἔλλειψιν ἐμπιστοσύνης; Πῶς θὰ
κατοικῶ ἐδῶ μέσα, ἀφοῦ μόνος μου κατέστησα τὸν ἐαυτόν μου ἄτεκνο; Πῶς θὰ
πλησιάσω σὲ τραπέζι ποῦ θὰ ἔχει γεμίσει μὲ τὸν τρόπον αὐτόν;
Καὶ αὐτὸς μὲν ἔρχεται μὲ ἄφθονα δάκρυα νὰ πωλήσει τὸ πιὸ
ἀγαπημένο ἀπὸ τὰ παιδιά του, σὺ ὅμως δὲν λυγίζεις ἀπὸ τὴν συμφοράν, οὔτε ἀναλογίζεσαι
τὴν φύσιν. Ἀλλὰ ἐνῶ λιμοκτονία συνθλίβει τὸν ταλαίπωρο, σὺ ἀναβάλλεις καὶ εἰρωνεύεσαι,
καὶ ἔτσι τοῦ κάνεις διαρκεστέρα τὴν συμφορά. Καὶ αὐτὸς μὲν προσφέρει τὰ σπλάχνα
του ὡς ἀντίτιμο τῶν τροφῶν, τὸ ἰδικό σου ὅμως χέρι δὲν ξηραίνεται ὑποδεχόμενο
τιμήματα τοιούτων συμφορῶν, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίζεσαι γιὰ περισσότερον κέρδος.
Φιλονικεῖς γιὰ νὰ λάβεις ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα καὶ νὰ δώσεις ὀλιγοτέρα, ἐπιβαρύνοντας
μὲ κάθε τρόπο τὴν συμφορὰν αὐτοῦ του δυστυχοῦς. Οὔτε τὰ δάκρυα τοῦ πόνου οὔτε ὁ
στεναγμός σου μαλακώνουν τὴν καρδίαν, ἀλλὰ μένεις ἄκαμπτος καὶ ἀμείλικτος. Ὅλα
τα βλέπεις ὡς χρυσά, τὰ φαντάζεσαι ὅλα χρυσά, αὐτὸ εἶναι τὸ ὀνειρό σου ὅταν
κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἡ ἔννοιά σου ὅταν ξυπνᾶς. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ μανιακοὶ δὲν βλέπουν τὰ
ἴδια τὰ πράγματα, ἀλλὰ φαντάζονται αὐτὰ ποὺ τοὺς ὑπαγορεύει τὸ πάθος, ἔτσι καὶ ἡ
δική σου ψυχή, ποὺ ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν φιλοχρηματία, τὰ βλέπει ὅλα ὡς χρυσὸν
καὶ ὡς ἄργυρον. Πιὸ εὐχαρίστως θὰ ἔβλεπες τὸν χρυσὸ παρὰ τὸν ἥλιον. Εὔχεσαι ὅλα
νὰ μετατραποῦν σὲ χρυσάφι, καὶ εὑρίσκεις βέβαια τρόπους νὰ τὸ κατορθώσεις ὅσον
σου εἶναι δυνατόν.
Διότι τί δὲν μηχανεύεσαι γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρυσόν; Ὁ
σίτος σου γίνεται χρυσός, ὁ οἶνος στερεοποιεῖται καὶ γίνεται χρυσός, τὸ μαλλὶ
γιὰ σένα γίνεται χρυσός, κάθε ἐμπορικὴ συναλλαγή, κάθε νέα ἰδέα χρυσόν σου ἀποφέρει.
Ὁ ἴδιος ὁ χρυσὸς ἄλλον χρυσὸ γεννᾶ, ἀφοῦ πολλαπλασιάζεται μὲ τὰ δάνεια ποὺ
δίδεις, καὶ ὅμως δὲν χορταίνεις, ἡ ἐπιθυμία δὲν εὑρίσκει τέλος.
Στὰ λαίμαργα παιδιὰ πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπουμε ἀφειδῶς νὰ
τρώγουν ὅσον καὶ ὅ,τι ἐπιθυμοῦν, ὥστε μὲ τὸν ὑπερβολικὸν χορτασμό, νὰ τοὺς
προκαλέσουμε ἀποστροφή. Μὲ τὸν πλεονέκτην ὅμως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ὅσον
περισσότερα ἀποκτᾶ τόσον πιὸ πολλὰ ἐπιθυμεῖ. «Πλοῦτος ἐὰν ρέει, μὴ προστίθεσθε
(μὴν προσκολλᾶτε δηλαδὴ) τὴν καρδίαν». Σὺ ὅμως κρατεῖς τὸν πλοῦτο ποὺ συνεχῶς αὐξάνεται,
καὶ περιφράσσεις ὅλες τὶς διεξόδους. Ἔπειτα μὲ τὸ νὰ κρατῆται καὶ νὰ λιμνάζει,
τί σου προξενεῖ; Ἀχρηστεύει τὶς ἀσφάλειες, καὶ μάλιστα βιαίως τώρα ποὺ ἔχει ἀμπαρωθεῖ,
καὶ πλημμυρίζει. Καταστρέφει τὶς ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου, κατεδαφίζει τὰ
χρηματοκιβώτια, ὡσὰν νὰ ἐπέδραμε κάποιος ἐχθρός. Ἀλλὰ θὰ οἰκοδομήσει
μεγαλύτερες; Ἀμφίβολον εἶναι ἐὰν καὶ αὐτὲς δὲν τὶς παραδώσει στὸν κληρονόμο τοῦ
κρημνισμένες. Διότι εἶναι δυνατὸν γρηγορότερα νὰ ἐγκαταλείψει αὐτὸς τὴν παροῦσα
ζωήν, παρὰ νὰ χτισθοῦν ἐκεῖνες σύμφωνα μὲ τὰ σχέδια τῆς πλεονεξίας.
Ἀλλὰ ἐκείνου μὲν τὸ τέλος εἶναι ἀνάλογον μὲ τοὺς κακοὺς
σχεδιασμούς του. Σεῖς ὅμως, ἐάν μου ἔχετε ἐμπιστοσύνην, ἀνοῖξτε ὅλες τὶς θύρες
τῶν χρηματοκιβωτίων, καὶ ἀφῆστε νὰ ρέει ἄφθονος ὁ πλοῦτος. Ὅπως σὲ ἕνα μεγάλο
ποτάμι ποὺ διοχετεύεται μὲ πολυάριθμα κανάλια στὴν πολύκαρπο γῆ, ἔτσι καὶ σεῖς ἀφῆστε
τὸν πλοῦτο νὰ διαμοιρασθεῖ μέσα ἀπὸ διαφόρους δρόμους στὶς οἰκίες τῶν πτωχῶν. Τὰ
πηγάδια ὅταν ἀντλοῦνται δίδουν ἀφθονώτερο νερό, ἐνῶ ὅταν ἐγκαταλείπωνται
σαπίζουν καὶ στερεύουν. Ὁμοίως καὶ ὁ πλοῦτος, ὅταν μένει στάσιμος εἶναι ἄχρηστος,
ἐνῶ ὅταν κινεῖται καὶ μεταδίδεται γίνεται κοινωφελὴς καὶ καρποφόρος. Ώ, πόσο
μεγάλος θὰ εἶναι ὁ ἔπαινος ἀπὸ τοὺς εὐεργετουμένους! Μὴν τὸν καταφρονήσεις. Καὶ
πόσο μεγάλος ὁ μισθὸς ἀπὸ τὸν δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μὴν ἀπιστήσεις.
Πάντοτε νὰ σὲ συντροφεύει τὸ παράδειγμα τοῦ
κατηγορουμένου πλουσίου. Αὐτός, μὲ τὸ νὰ φυλάσσει τὰ παρόντα καὶ νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ
τὰ ἐλπιζόμενα, καὶ ἐνῶ ἀγνοεῖ ἐὰν αὔριο θὰ ζεῖ, ἁμαρτάνει ἀπὸ τὴν σημερινὴν ἡμέρα
μεριμνώντας γιὰ τὴν αὐριανήν. Ἀκόμη δὲν ἦλθεν ὁ ζητιάνος καὶ προκαταβολικῶς ἐδείκνυε
τὴν ἀγριότητα. Δὲν συνέλεξε ἀκόμη τοὺς καρπούς, καὶ εἶχεν ἤδη τὸ κατακρίμα τῆς
πλεονεξίας. Ἡ γῆ μὲν ἐχαιρέτιζε μὲ τὰ προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα
τοῦ σπαρμένου σίτου, ἐπαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Ἐπάνω στὰ κλήματα, παρεῖχε
τὴν ἐλαία κατάφορτη ἀπὸ καρπούς, καὶ ὑποσχόταν κάθε τρυφὴν ἀπὸ τὰ καρποφόρα
δένδρα. Ἐκεῖνος ὅμως ἀνίκανος γιὰ κάθε καλὸ καὶ ἄκαρπος. Ἐνῶ ἀκόμη δὲν τὰ εἶχε,
φθονοῦσε ἤδη αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Μολονότι ὑπάρχουν τόσοι κίνδυνοι ἀπὸ τὴν
συγκομιδὴν τῶν καρπῶν. Διότι καὶ τὸ χαλάζι τσακίζει καὶ ὁ καύσωνας ἁρπάζει μέσα
ἀπὸ τὰ χέρια καὶ βροχὴ ποὺ διαφεύγει παράκαιρα ἀπὸ τὰ σύννεφα ἀφανίζει τοὺς
καρπούς. Ἐσὺ λοιπὸν ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι στὸν Κύριο νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ δωρεά,
καθιστᾶς ἐκ τῶν προτέρων ἀνάξιον τὸν ἐαυτόν σου νὰ ὑποδεχθεῖς αὐτὰ πού σου ἐδείχθησαν.
Καὶ σὺ μὲν συνομιλεῖς κρυφὰ μὲ τὸν ἐαυτόν σου, τὰ λόγια
σου ὅμως αὐτὰ ἐλέγχονται στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ ἐκεῖ σου ἔρχονται οἱ ἀπαντήσεις.
Ποία εἶναι ὅμως αὐτὰ ποῦ λέγει; «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ἀποκείμενα. Φάγε, πίε,
εὐφραίνου καθ’ ἡμέραν». Ὢ τί παραλογισμός. Ἐὰν εἶχες ψυχὴν χοίρου, τί ἄλλο
καλλίτερο θὰ ἠμποροῦσες νὰ τῆς εὐαγγελισθεῖς; Τόσον κτηνώδης εἶσαι, τόσον ἀναίσθητος
γιὰ τὰ ἀγαθά της ψυχῆς, ὥστε νὰ τῆς προσφέρεις γιὰ νὰ τὴν περιποιηθεῖς βρώματα
τῆς σαρκός; Αὐτὰ ποῦ προορίζονται γιὰ τὸν ἀφεδρώνα, ἐσὺ τὰ παραπέμπεις στὴν
ψυχή; Ἐὰν μὲν ἔχει ἀρετήν, ἐὰν εἶναι πλήρης ἀγαθῶν ἔργων, ἐὰν ἔχει προσοικειωθεῖ
τὸν Θεόν, ἔχει πολλὰ ἀγαθά, καὶ ἃς εὐφραίνεται μὲ τὴν καλὴν εὐφροσύνην τῆς ψυχῆς.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ φρόνημά σου εἶναι γήινο καὶ ἔχεις θεὸν τὴν κοιλία καὶ εἶσαι ὅλος
σάρκινος, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, ἄκουε τὴν προσωνυμία πού σου ἁρμόζει, τὴν ὁποία
δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
«Ἄφρον, ταύτη τὴ νυκτὴ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτούσιν ἀπό σου.
Ἃ δὲ ἠτοίμασας, τίνι ἔσται;». Ἡ γελοιοποίησις τῆς ἀπερισκεψίας εἶναι κακὸν
μεγαλύτερον ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλαση. Αὐτὸς ποῦ πρόκειται ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἁρπαγεῖ
ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτή, τί συλλογίζεται; «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω».
Πολὺ καλὰ κάμνεις, θὰ ἠμποροῦσα νὰ τοῦ εἰπῶ. Ἀξίζει πράγματι νὰ καταστραφοῦν τὰ
ταμεῖα τῆς ἀδικίας. Κατεδάφισε μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ κακῶς ἔχεις οἰκοδομήσει.
Ἰσοπέδωσε τὶς σιταποθῆκες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ποτὲ κανεὶς δὲν ἔφυγε παρηγορημένος. Ἐξαφάνισε
κάθε οἴκημα ποὺ ἀσφαλίζει τὴν πλεονεξίαν, ἀπομάκρυνε τὴν στέγην, γκρέμισε τοὺς
τοίχους, δεῖξε στὸν ἥλιο τὸν μουχλιασμένον σίτο, βγάλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν
δεσμευμένον πλοῦτο, φέρε στὸ φῶς τὰ σκοτεινὰ καταγώγια τοῦ μαμωνᾶ. «Καθελῶ μου
τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὲς τὶς γεμίσεις, τί ἄλλο
ἄραγε θὰ διανοηθεῖς; Ἢ μήπως θὰ τὶς καταστρέψεις καὶ πάλι θὰ τὶς οἰκοδομήσεις;
Καὶ τί εἶναι πιὸ ἀνόητον ἀπὸ αὐτά, νὰ κοπιάζεις ἀδιάκοπα, νὰ βιάζεσαι νὰ οἰκοδομήσεις,
καὶ νὰ τὰ καταστρέφεις πάλι μὲ βιασύνην; Ἐὰν θέλεις, ἔχεις ἀποθῆκες, τὶς οἰκίες
τῶν πτωχῶν. Θησαύρισε γιὰ τὸν ἐαυτόν σου θησαυρὸ στὸν οὐρανόν. Αὐτὰ ποὺ ἐναποτίθενται
ἐκεῖ οὔτε ὁ σκόρος τὰ κατατρώγει οὔτε ἡ σῆψις τὰ ἀφανίζει οὔτε τὰ κλέπτουν οἱ
λησταί.
Ἀλλὰ θὰ δώσω σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ὅταν γεμίσω τὶς
δεύτερες ἀποθῆκες. Ἔχεις ἐξασφαλίσει λοιπὸν τὴν μακροζωία. Κοίταξε μὴ σὲ
προλάβει αὐτὸς ποὺ ἐπείγεται νὰ σὲ παραλάβει λόγω προθεσμίας. Ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ ἀποδεικνύει
πονηρίαν καὶ ὄχι καλωσύνην. Διότι ὑπόσχεσαι ὄχι γιὰ νὰ δώσεις κατόπιν, ἀλλὰ γιὰ
νὰ ἀποφύγεις τὸ παρόν. Τί σὲ ἐμποδίζει νὰ τὰ δώσεις τώρα; Δὲν ἔχεις τὸν πτωχὸν ἐνώπιόν
σου; Δὲν εἶναι πλήρεις οἱ ἀποθῆκες; Καὶ ὁ μισθὸς δὲν εἶναι ἕτοιμος; Δὲν εἶναι
ξεκάθαρη ἡ ἐντολή; Ὁ πεινασμένος λιώνει, ὁ γυμνὸς παγώνει, ὁ ὀφειλέτης ἄγχεται,
καὶ σὺ ἀναβάλλεις τὴν ἐλεημοσύνην γιὰ τὴν ἐπαύριον; Ἄκου τoν Σολομώντα: «Μὴ εἴπεις,
ἐπανελθῶν ἐπάνηκε (πήγαινε καὶ ξαναγύρισε δηλαδή), αὔριον δώσω… οὐ γὰρ οἶδα τί
τέξεται ἡ ἐπιούσα». Τί παραγγέλματα περιφρονεῖς φράζοντας τὰ ὦτα σου μὲ τὴν
φιλαργυρία; Πόσην εὐγνωμοσύνην ἔπρεπε νὰ χρεωστᾶ στὸν εὐεργέτη, καὶ νὰ εἶσαι
χαρούμενος καὶ νὰ λαμπρύνεσαι μὲ τὴν τιμήν, διότι ὁ ἴδιος δὲν ἐνοχλεῖς τὶς
θύρες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ἐκεῖνοι κρούουν τὶς ἰδικές σου; Τώρα ὅμως εἶσαι κατηφὴς
καὶ ἀμίλητος, ἀποφεύγεις τὶς συναντήσεις, μὴ τυχὸν ἀναγκασθεῖς νὰ βγάλεις ἔστω
καὶ τὸ παραμικρὸν ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἕνα λόγο γνωρίζεις. Δὲν ἔχω, δὲν θὰ δώσω, εἶμαι
πτωχός. Εἶσαι πράγματι πτωχὸς καὶ στερημένος ἀπὸ κάθε ἀγαθόν. Πτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη,
πτωχὸς ἀπὸ φιλανθρωπία, πτωχὸς ἀπὸ πίστη στὸν Θεόν, πτωχὸς ἀπὸ ἐλπίδα αἰωνία.
Κάμε συμμετόχους στὰ τρόφιμα τοὺς ἀδελφούς σου ἐκεῖνο ποὺ αὔριο σαπίζει, δῶσε τὸ
σήμερα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ στερεῖται. Ἡ χειροτέρα μορφὴ πλεονεξίας εἶναι το νὰ μὴ
δίδει κάποιος στοὺς ἐνδεεῖς οὔτε ἀπὸ τὰ φθειρόμενα.
Καὶ ποῖον, λέγει, ἀδικῶ, μὲ τὸ νὰ κρατῶ γιὰ τoν ἐαυτόν
μου αὐτὰ ποῦ μου ἀνήκουν; Ποία, εἰπέ μου, εἶναι αὐτὰ ποῦ σου ἀνήκουν; Ἀπὸ ποῦ τὰ
ἔλαβες, καὶ τὰ ἔφερες στὴν ζωὴν αὐτήν; Ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ποὺ εὑρίσκει στὸ
θέατρο θέση μὲ καλὴν θέαν, ἐμποδίζει ἔπειτα τοὺς εἰσερχομένους, θεωρώντας ὡς ἰδικὸ
τοῦ αὐτὸ ποὺ προορίζεται γιὰ χρῆσιν κοινήν, ἔτσι εἶναι καὶ οἱ πλούσιοι. Ἀφοῦ ἐκυρίευσαν
ἐκ τῶν προτέρων τα κοινὰ ἀγαθά, τὰ ἰδιοποιοῦνται ἁπλῶς ἐπειδὴ τὰ ἐπρόλαβαν. Ἐὰν
ὁ καθένας ἐκρατοῦσε ἐκεῖνο ποὺ ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν του, καὶ ἄφηνε
τὸ περίσσευμα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ χρειάζεται, κανεὶς δὲν θὰ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ καὶ
κανεὶς πτωχός. Γυμνὸς δὲν ἐξῆλθες ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας σου; Πάλι γυμνὸς δὲν
θὰ ἐπιστρέψεις στὴν γῆ; Τὰ παρόντα λοιπὸν ἀπὸ ποῦ τὰ ἔχεις; Ἐὰν μὲν λέγεις ὅτι
μόνα τους ἦλθαν, εἶσαι ἄθεος, ἀφοῦ δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν δημιουργόν, οὔτε εὐχαριστεῖς
τὸν Σωτήρα. Ἐὰν ὅμως ὁμολογεῖς ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰπὲ μᾶς τὸν λόγο γιὰ τὸν
ὁποῖον τὰ ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεὸς ποῦ διανέμει ἄνισά τα βιοτικά, εἶναι ἄδικος;
Γιατί ἐνῶ σὺ πλουτεῖς, ἐκεῖνος εἶναι πτωχός; Γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ
λάβεις ἐσὺ τὸν μισθὸν τῆς καλοσύνης καὶ τῆς καλῆς διαχειρίσεως, καὶ ἐκεῖνος νὰ
τιμηθεῖ μὲ τὰ μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς. Σὺ ὅμως ἀφοῦ τὰ περιέλαβες ὅλα στὴν ἀχόρταγον
ἀγκάλη τῆς πλεονεξίας, νομίζεις ὅτι κανέναν δὲν ἀδικεῖς ὅταν ἀποστερεῖς τόσους
πολλούς; Ποῖος εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτὸς ποὺ δὲν μένει στὴν αὐτάρκεια. Ποῖος εἶναι
ὁ ἅρπαγας; Αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ ὅσα ἀνήκουν στὸν καθένα. Καὶ σὺ δὲν εἶσαι
πλεονέκτης; Δὲν εἶσαι ἅρπαγας, ὅταν αὐτὰ ποῦ ἐδέχθης γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθεῖς, αὐτὰ
σὺ τὰ ἰδιοποιεῖσαι; Ἢ θὰ ὀνομασθεῖ λωποδύτης ἐκεῖνος ποῦ ἀπογυμνώνει τὸν ἐνδεδυμένον,
αὐτὸς δὲ ποῦ δὲν ἐνδύει τὸν γυμνόν, ἐνῶ ἠμπορεῖ νὰ τὸ κάμει, ἀξίζει νὰ ὀνομασθεῖ
ἀλλιῶς; Ὁ ἄρτος ποὺ κρατᾶς ἐσὺ ἀνήκει σ’ αὐτὸν ποὺ πεινᾶ, τὸ ἔνδυμα ποὺ σὺ
φυλάσσεις στὶς ἀποθῆκες ἀνήκει στὸν γυμνόν, τὸ ὑπόδημα ποὺ σὺ ἀφήνεις νὰ
σαπίσει ἀνήκει στὸν ἀνυπόδητον. Τὸ χρῆμα ποὺ ἔχεις ἐσὺ κρυμμένο ἀνήκει σ’ αὐτὸν
ποὺ τὸ χρειάζεται. Ὥστε ἀδικεῖς τόσους, ὅσους ἠμποροῦσες νὰ εὐεργετήσεις.
Καλά τα λόγια, λέγει, ἀλλὰ καλλίτερος ὁ χρυσός. Ὅπως
δηλαδὴ συμβαίνει μὲ αὐτοὺς ποὺ συζητοῦν μὲ τοὺς ἀκολάστους περὶ ἐγκρατείας.
Πράγματι καὶ ἐκεῖνοι ὅταν ἐξυβρίζεται ἡ πόρνη, φλέγονται πρὸς τὴν ἐπιθυμία,
μόνον μὲ τὴν ἐνθύμηση. Πῶς νὰ σοῦ καταστήσω γνωστά τα βάσανα τοῦ πτωχοῦ, ὥστε νὰ
μάθεις πόσο μεγάλοι στεναγμοὶ εὑρίσκονται πίσω ἀπὸ τοὺς θησαυρούς σου; Ὢ πόσον
ποθητὸς θὰ σοῦ φανεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὁ λόγος αὐτός: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι
τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν. Ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατε μέ, γυμνὸς ἤμην καὶ
περιεβάλετε μέ». Ἀλλὰ πόσον μεγάλη φρίκη καὶ ἱδρώτας καὶ σκοταδισμὸς θὰ σοῦ
προκληθοῦν ὅταν ἀκούσεις τὴν καταδίκη: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ
σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα
γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν. Ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατε μέ, γυμνὸς ἤμην καὶ οὐ
περιεβάλλετε μέ». Διότι ἐκεῖ δὲν κατηγορεῖται ὁ ἅρπαγας, ἀλλὰ κατακρίνεται ὅποιος
δὲν μοιράζεται τὰ ἀγαθά του μὲ τὸν πλησίον.
Ἐγὼ μὲν εἶπα ὅσα ἐθεώρησα ὅτι συμφέρουν. Γιὰ σένα δέ, ἐὰν
πεισθεῖς, εἶναι ὁλοφάνερά τα ἀγαθὰ ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες σὲ ἀναμένουν. Ἐὰν
ὅμως παρακούσεις, ἡ ἀπειλὴ ἔχει ἤδη γραφεῖ. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία σου εὔχομαι
νὰ διαφύγεις, ἀφοῦ πρῶτα ἀποκτήσεις καλλίτερον φρόνημα, γιὰ νὰ σοῦ γίνει λύτρον
ὁ ἴδιος ὁ πλοῦτος σου, καὶ νὰ εὕρεις ἐκεῖ ἕτοιμά τα οὐράνια ἀγαθά, μὲ τὴν χάριν
αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐκάλεσεν ὅλους στὴν Βασιλείαν του, «ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς
αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 375
καὶ ἑξῆς.Ἐπιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλᾶς. Ὀρθόδοξη Πορεία, Ἀκτίνες