Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Η τού Θεού Σοφία


Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Η εορτή τής Μεσοπεντηκοστής

Το ερώτημα πού τίθεται είναι πότε πρέπει να εορτάζεται ο Ναός τής τού Θεού Σοφίας.

Ο Καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης παρατηρεί ότι ο Ναός της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ήταν αφιερωμένος στον Λόγο του Θεού, την Σοφία του Θεού, δηλαδή το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και εκτιμάτο την ημέρα των Χριστουγέννων, που εορτάζεται ο νοητός ήλιος της Δικαιοσύνης. Για τον λόγο αυτό ο Ναός είναι προσανατολισμένος Νοτιοανατολικά σε γωνία 33,7 μοιρών, γιατί από εκεί ανέτειλε ο ήλιος «στο χειμερινό ηλιοστάσιο». Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι τα εγκαίνια και θυρανοίξια του Ναού εορτάζονταν γύρω από τα Χριστούγεννα. Τα πρώτα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537 και τα δεύτερα εγκαίνια μετά την κατάρρευση του τρούλου έγιναν στις 24 Δεκεμβρίου 563.

Υπήρχε αρχαιοτάτη συνήθεια να εορτάζει ο Ιερός Ναός κάθε έτος την ημέρα των εγκαινίων του. Έτσι, από το Συναξάριον της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι την 23η Δεκεμβρίου εορτάζονται τα εγκαίνια του Ναού της του Θεού Σοφίας. «Τη αυτή ημέρα (κγ’ Δεκεμβρίου) εορτάζομεν τα εγκαίνια της του Χριστού μεγάλης Εκκλησίας ήτοι της αγίας Σοφίας». «Εγκαινίοις καλοίς σε τοις εγκωμίοις, τιμά καλών κάλλιστα γης ναών όλον».

Ο Καθηγητής Βυζαντινής αρχαιολογίας Κωνσταντίνος Καλοκύρης έγραψε μελέτη εμπεριστατωμένη με τίτλο «Οι Ναοί της του Θεού Σοφίας και η καθιέρωση του χρόνου εορτασμού των» και υπότιτλο «Ο Χριστός, η Σοφία», πράγμα που μας ενδιαφέρει εδώ.

Η μελέτη αυτή γράφηκε με αφορμή τον εορτασμό του Καθεδρικού Ναού της του Θεού Σοφίας της Θεσσαλονίκης την ημέρα της Πεντηκοστής, ενώ από την «παρακολούθηση της σχετικής βιβλιογραφίας των εορτών» και των σχετικών κειμένων με την «του Θεού Σοφίαν» και τα αρχαιολογικά μνημεία σχημάτισε την γνώμη ότι «η εορτή αυτή (και επομένως και οι Ιεροί Ναοί που συνδέονται μαζί της) πρέπει να αφορά αποκλειστικά στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Οποίος πιστεύεται από την Εκκλησία ως “η Σοφία και ο Λόγος του Θεού”, και όχι το Άγιον Πνεύμα η το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Σύνδεση δε με αυτές τις ιδιότητες του Χριστού βρίσκουμε στο νόημα της εορτής της λεγομένης “Μεσοπεντηκοστής”, οπότε νομίζουμε ότι τότε θα πρέπει να εορτάζουν οι Ναοί “της του Θεού Σοφίας”».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι μετά την αντιμετώπιση του αρειανισμού, προκειμένου να εξαρθεί το Πρόσωπο του Χριστού ως «ομοούσιος τω Πατρί» και ως «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων Θεού Σοφία και Δύναμις», κτίσθηκαν πολλοί Ναοί, κυρίως από το τέλος του 4ου αιώνος, που αφιερώθηκαν στον Χριστό «ως την αγίαν του Θεού Σοφίαν». Μνημονεύει τους Ναούς: στην Κωνσταντινούπολη, στην Έδεσσα Μεσοποταμίας (Οσρόη), στην Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη (Πάνορμος), στην Σόφια Βουλγαρίας, στην Αχρίδα, στο Κίεβο, στην Τραπεζούντα, στον Μυστρά και αλλού. Μάλιστα, μνημονεύει μια επιγραφή στον ομώνυμο Ναό (της Αγίας Σοφίας) στον Μυστρά, που ανέφερε ότι είναι αφιερωμένη «τω παντοποιώ του Θεού Πατρός Λόγω».

Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ψηφιδωτό του 9ου αιώνος στον νάρθηκα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως που δίνει τον τύπο του Χριστού ως Σοφίας. Ο Χριστός παρουσιάζεται ένθρονος ως Σοφία του Θεού και μπροστά του «βρίσκεται πρηνής ένας αυτοκράτορας». Πιστεύεται ότι είναι ο Λέων ο ΣΤ’ που ονομάσθηκε Σοφός, ο οποίος ζητά να του δοθή η «εξουσία από τον Κύριο μαζί με την άνωθεν σοφία». Δεξιά και αριστερά του ενθρόνου Χριστού, «σε δυό μετάλλια» «εικονίζονται η Θεοτόκος και ένας σκηπτρούχος αρχάγγελος». Κατά την άποψη του καθηγητή Κωνσταντίνου Καλοκύρη, οι δύο αυτές μορφές –της Θεοτόκου και του αγγέλου– δεν θυμίζουν τον Ευαγγελισμό, όπως έχει υποστηριχθή από άλλον, αλλά τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο της Παλαιάς Διαθήκης, την Σοφία του Θεού, δηλαδή τον Χριστό, και την Παρθένο Θεοτόκο, από την οποία ενηνθρώπησε ο Χριστός, δηλαδή «από την οποία “η Σοφία-Χριστός ωκοδόμησε εαυτή οίκον”». Έτσι, αυτές οι δύο μορφές εκατέρωθεν του ενθρόνου Χριστού «συμπληρώνουν και επεξηγούν την παράσταση, του Χριστού ως Σοφίας». Υπενθυμίζει δε ότι κατά την παράδοση ο Ναός της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη συνδέθηκε με τον ύμνο «Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού…».

Επίσης, στο κείμενο αυτό αναφέρονται διάφοροι εικονογραφικοί τύποι του Χριστού ως «Μεγάλης Βουλής Αγγέλου» και ως «Σοφίας και Λόγου του Θεού».

Βεβαίως, ο Καθηγητής Καλοκύρης υποστηρίζει ότι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι στην «του Θεού Σοφίαν» πρέπει να εορτάζονται την Μεσοπεντηκοστή, όπως εξάγεται από την υμνογραφία της μεγάλης αυτής εορτής. Μάλιστα, ο ίδιος συνέταξε Απολυτίκιο, Κοντάκιο, Μεγαλυνάριο και Ειρμό για την σύνδεση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής με τον εορτασμό των Ναών που είναι αφιερωμένοι στην του Θεού Σοφίαν και καταλήγει το κείμενο αυτό με την πρόταση: «Επαφίεται, στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο να μελετήσει σοβαρώς το πράγμα και να τολμήσει ο,τι μέχρι σήμερα διατελεί σε εκκρεμότητα, δηλαδή την καθιέρωση του εορτασμού των ναών της “του Θεού Σοφίας” κατά την Μεσοπεντηκοστή».

Από ο,τι γνωρίζω η πρόταση αυτή δεν ευοδώθηκε, αλλά ανέλαβε να την υλοποιήση θαρραλέως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος, λαμβάνοντας αφορμή από το δικό μου βιβλίο Δεσποτικές εορτές, που γίνεται λόγος για το θέμα αυτό, όπως με βεβαίωσε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος. Έτσι, η κατά πάντα αξιόλογη αυτή θεολογική και εκκλησιαστική πρωτοβουλία είναι σημαντική και άξια παντός επαίνου.
Είναι αξιοπρόσεκτη και η πληροφορία του Καθηγητού Ιωάννη Φουντούλη ότι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν «η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως». Γράφει:
«Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αυτήν –την εορτή της Μεσοπεντηκοστής– και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Καί όμως κάποτε η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξη την Έκθεσι της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να ιδεί το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορος Λέοντος Στ’ του Σοφού (11 Μαίου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτιο για να μεταβή στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία.

Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Καί πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτιο.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασί της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράτασι του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους».

Πρέπει να δούμε λίγο την μεγάλη σημασία της εορτής της Μεσοπεντηκοστής, και γιατί τότε πρέπει να εορτάζεται ο Ναός της του Θεού Σοφίας.

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής βρίσκεται στο μέσον μεταξύ δύο μεγάλων εορτών, του Πάσχα που εορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού και της Πεντηκοστής που εορτάζουμε την κάθοδο του Παναγίου Πνεύματος στους Μαθητές και Αποστόλους, τους οποίους κατέστησε μέλη του Σώματος του Χριστού, οπότε έχουμε και την γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού. Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής συμπίπτει με την Ιουδαική εορτή της Σκηνοπηγίας που ήταν η τρίτη μεγάλη εορτή των Ιουδαίων. Είναι γνωστόν ότι οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα σε ανάμνηση της διάβασής τους από την Ερυθρά Θάλασσα, και την πορεία τους από την Αίγυπτο στην Γη της Επαγγελίας.


Όπως καί οι άλλες εορτές, έτσι καί η εορτή τής Σκηνοπηγίας καθορίσθηκε από τον ίδιο τον Μωϋσή, κατά εντολή τού Θεού, καί εορταζόταν γιά επτά ολόκληρες ημέρες. Γράφεται στό Λευϊτικό: «Καί ελάλησεν Κύριος πρός Μωϋσήν λέγων λάλησον τοίς υιοίς Ισραήλ λέγων τή πεντεκαιδεκάτη τού μηνός τού εβδόμου τούτου εορτή σκηνών επτά ημέρας τώ Κυρίω. Καί η ημέρα η πρώτη κλητή αγία πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε. επτά ημέρας προσάξετε ολοκαυτώματα τώ Κυρίω, καί η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, καί προσάξετε ολοκαυτώματα τώ Κυρίω εξόδιόν εστι, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε» (Λεϋιτ. κγ’, 33-36). Έτσι, τό τυπικό προέβλεπε θυσίες καί διάφορες εκδηλώσεις καί οι Ισραηλίτες ανέβαιναν στά Ιεροσόλυμα γιά νά εορτάσουν αυτό τό γεγονός. Τήν περίοδο αυτή τών επτά ημερών έστηναν σκηνές όπου μπορούσαν, στίς πλατείες, τίς αυλές καί στά δώματα τών σπιτιών τους καί έμεναν μέσα σέ αυτές σέ ανάμνηση τής ζωής τους στήν έρημο.

Κατά τήν διάρκεια τής εορτής τής Σκηνοπηγίας γίνονταν δύο συμβολικά γεγονότα. Τό ένα ήταν ότι κάθε πρωΐ έκαναν θυσίες ολοκαυτωμάτων καί έφεραν νερό από τήν Κολυμβήθρα τού Σιλωάμ, τό αναμείγνυαν μέ οίνον καί τό έχυναν πάνω στό θυσιαστήριο όπου είχαν γίνει οι θυσίες. Αυτό υπενθύμιζε τό νερό πού έπιναν οι πατέρες τους κατά τήν διάρκεια τής πορείας τους στήν έρημο μέ τήν θαυματουργική ενέργεια τού Μωϋσέως. Νά θυμηθούμε τήν πέτρα πού κτύπησε μέ τήν ράβδο του ο Μωϋσής καί έτρεξε πολύ νερό, καί τήν μετατροπή τών πικρών υδάτων τής Μερρά σέ γλυκύτατα προκειμένου νά γίνη πόσιμο νερό. Τό δεύτερο γεγονός ήταν ότι τήν πρώτη ημέρα τού εορτασμού άναπταν τίς λυχνίες στήν αυλή τών γυναικών, στόν Ναό, μέ τήν εσπερινή θυσία καί φαίνονταν σέ ολόκληρη τήν πόλη, αφού είχε ύψος 50 πήχεις. Καί αυτό ήταν ανάμνηση τής φωτεινής νεφέλης πού φώτιζε τούς Ισραηλίτες, κατά τήν διάρκεια τής νύκτας.

Τό Ευαγγέλιο τού Ιωάννη στά ζ’ καί η’ κεφάλαια περιγράφει ότι καί ο Χριστός ανέβηκε στά Ιεροσόλυμα γιά νά εορτάση τήν εορτή τής Σκηνοπηγίας. Γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ήδη δέ τής εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις τό ιερόν καί εδίδασκε» (Ιω’ ζ’, 14). Εδίδασκε ως εξουσίαν έχων καί ως Υιός τού Θεού Πατρός. «καί εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες πώς ούτος γράμματα οίδε μή μεμαθηκώς;». Καί ο Χριστός φανέρωσε τήν θεότητά Του: «η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά τού πέμψαντός με εάν τις θέλη τό θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί τής διδαχής, πότερον εκ τού Θεού εστιν ή εγώ απ εμαυτού λαλώ» (Ιω. ζ’, 15-17). Εδώ σαφέστατα δηλώνεται ότι ο Χριστός είναι η Σοφία τού Θεού καί δέν έχει σχέση μέ τήν σοφία τών ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σέ πολλά τροπάρια τής εορτής τής Μεσοπεντηκοστής τονίζεται ο Χριστός ως η Σοφία τού Θεού. Γιά παράδειγμα: «εν τώ Ιερώ επέστης η σοφία τού Θεού μεσούσης τής εορτής» (ιδιόμελο Εσπερινού) «αγνοούντες (οι Ιουδαίοι) ότι σύ εί η σοφία η κατασκευάσασα τόν κόσμον» (δοξαστικό Εσπερινού) «η σοφία τού Θεού, τής εορτής μεσούσης, καθώς γέγραπται, τώ Ιερώ επέστη καί εδίδασκεν ότι όντως αυτός ήν ο Μεσσίας Χριστός, δι’ ού η σωτηρία (ωδή η’ κανόνος) «η σοφία καί δύναμις, τού Πατρός τό απαύγασμα, Λόγος ο άΐδιος καί Υιός τού Θεού, εν Ιερώ παρεγένετο σαρκί καί εδίδασκεν…» (τροπάρια Αίνων) κλπ. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι ότι τό τρίτο ανάγνωσμα τού εσπερινού τής εορτής είναι ειλημμένο από τίς Παροιμίες Σολομώντος πού αναφέρεται στήν Σοφία τού Θεού.

Στό όλο κείμενο τών δύο αυτών κεφαλαίων τού Ευαγγελιστού Ιωάννου παρουσιάζεται η σφοδρή σύγκρουση τού Χριστού μέ τούς Γραμματείς, Φαρισαίους καί τούς Ιουδαίους. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Άλλοι έλεγαν: «Ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης», «ούτός εστιν ο Χριστός» (Ιω. ζ’, 40-41), «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιω. ζ’, 46) καί άλλοι έλεγαν ότι είναι Σαμαρείτης καί έχει δαιμόνιο (Ιω. η’, 48). Τό γεγονός είναι ότι «σχίσμα ούν εν τώ όχλω εγένετο δι’ αυτόν» (Ιω. ζη’, 43). Μάλιστα δέ επιχείρησαν νά Τόν συλλάβουν καί νά Τόν σκοτώσουν.

Τό σημαντικό πού μάς ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο Χριστός έλαβε αφορμή από τά δύο συμβολικά γεγονότα πού έκαναν οι Ιουδαίοι κατά τήν εορτή τής Σκηνοπηγίας γιά νά τονίση δύο μεγάλες αλήθειες. Από τήν μεταφορά νερού από τήν κολυμβήθρα τού Σιλωάμ καί τήν έκχυση στό θυσιαστήριο ο Χριστός δίδαξε ότι Αυτός είναι τό ύδωρ τό ζών πού ξεδιψά τόν άνθρωπο. Γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εν δέ τή εσχάτη ημέρα τή μεγάλη τής εορτής (τής Σκηνοπηγίας) ειστήκει ο Ιησούς καί έκραξε λέγων εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με καί πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ τής κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Καί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει ότι αυτό τό είπε «περί τού Πνεύματος ού έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. ζ’, 37-39). Επίσης, από τό γεγονός πού άναβαν φωτιά γιά νά φαίνεται σέ όλη τήν πόλη ο Χριστός διακήρυξε ότι Αυτός είναι τό φώς τού κόσμου. Κατά τόν όρθρο τής επομένης ημέρας ο Χριστός ήλθε πάλιν στό Ιερό, αφού είχε διανυκτερεύσει στό όρος τών Ελαιών καί διακήρυξε: «Εγώ ειμι τό φώς τού κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μή περιπατήση εν τή σκοτία αλλ’ έξει τό φώς τής ζωής» (Ιω. η’, 12).

Από αυτήν την ομολογία φαίνεται σαφέστατα ότι ο Χριστός ήταν εκείνος πού βοηθούσε τούς Ισραηλίτες κατά τήν πορεία τους από τήν γή τής Αιγύπτου στήν γή τής Επαγγελίας, αφού όλες οι αποκαλύψεις τού Θεού στήν Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις τού ασάρκου Λόγου. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία τήν οποία δίνει ο Απόστολος Παύλος σέ όλη αυτήν τήν πορεία τού Ισραηλιτικού λαού: «Ου θέλω δέ υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό τήν νεφέλην ήσαν, καί πάντες διά τής θαλάσσης διήλθον, καί πάντες εις τόν Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τή νεφέλη καί εν τή θαλάσση, καί πάντες τό αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, καί πάντες τό αυτό πόμα πνευματικόν έπιον έπινον γάρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δέ πέτρα ήν ο Χριστός» ( Α’ Κορ. ι’, 1-4). Η ερμηνεία τής Παλαιάς Διαθήκης είναι χριστολογική καί χριστοκεντρική.

Καί η λατρεία συντονίζεται σέ όλη αυτήν τήν θεολογία τής Εκκλησίας ότι ο Χριστός εξακολουθεί νά ηγήται τού νέου λαού τής Χάριτος, τού νέου Ισραήλ καί νά τόν καθοδηγή πρός τήν Γή τής Επαγγελίας. Είναι χαρακτηριστικό τό απολυτίκιο τής εορτής: «Μεσούσης τής Εορτής διψώσάν μου τήν ψυχήν ευσεβείας πότισον νάματα ότι πάσι, Σωτήρ εβόησας ο διψών ερχέσθω πρός με καί πινέτω, η πηγή τής ζωής, Χριστέ ο Θεός, δόξα σοι». Ο άνθρωπος διψά γιά αγάπη, δικαιοσύνη, γιά Θεό, καί ο Χριστός πού είναι όχι απλώς τό ύδωρ τό ζών, αλλά καί η πηγή τής ζωής μπορεί νά ξεδιψάση τόν ταλαιπωρημένο άνθρωπο.


Καί στό εξαποστειλάριο ψάλλουμε: «Ο τόν κρατήρα έχων τών ακενώτων δωρεών, δός μοι αρύσαθαι ύδωρ εις άφεσιν αμαρτιών ότι συνέχομαι δίψη, εύσπλαχνε μόνε οικτίρμον». Εδώ λέγεται ότι συνεχόμαστε από δίψα πνευματική. Καί αυτήν τήν δίψα μόνον ο Χριστός μπορεί νά ικανοποιήση, πού έχει τόν κρατήρα τών ακενώτων δωρεών.

Όταν, όμως, κάνουμε λόγο γιά τόν Χριστό δέν μπορούμε νά Τόν διαχωρίσουμε από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, γι’ αυτό ο Χριστός ενεργεί μέσα στήν Εκκλησία. Οπότε, μέσα στήν Εκκλησία ο άνθρωπος θά βρή ανάπαυση καί θά ξεδιψάση από τήν αφόρητη πείνα καί δίψα πού τόν διακατέχει.

Επομένως, κατά την διάρκεια αυτής τής μεγάλης εορτής τής Μεσοπεντηκοστής, πού υμνείται ο Χριστός ως τό ύδωρ τό ζών καί τό φώς τού κόσμου, πού είναι η Σοφία τού Θεού, πρέπει νά εορτάζεται καί η Αγία Σοφία, αλλά και αυτός ο Ιερός Ναός γιά νά δείχνη τήν προοπτική τής Εκκλησίας στούς ευσεβείς Χριστιανούς νά είναι συνδεδεμένοι μέ τόν Χριστό πού είναι το ύδωρ και τό φως τού κόσμου, καί πού γεμίζει τόν άνθρωπο μέ τήν σοφία Του καί τήν δύναμή Του. Έτσι, οι Χριστιανοί, πού θά εορτάζουν αυτό τό γεγονός, θά αναζητούν από τόν Χριστό τό φώς καί τό ύδωρ τό ζών, θά ζητούν νά τούς γεμίση από τήν δική Του σοφία.

Η πορεία από τήν Ανάσταση στήν Πεντηκοστή

Είναι σημαντική η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε. Είμαστε ακριβώς στο μέσον μεταξύ τού Πάσχα καί τής Πεντηκοστής, εξ ού καί Μεσοπεντηκοστή. Καί αυτό έχει τήν δική του σημασία.
Τά γεγονότα τής θείας Οικονομίας είναι ενοποιημένα, αλλά εορτολογικά τά εορτάζουμε διαφορετικά γιά νά εμβαθύνουμε σέ αυτά καί νά μιμηθούμε τό πνευματικό τους νόημα. Όλο τό έτος είναι διαρθρωμένο στούς σταθμούς τής θείας Οικονομίας, καί είναι γεγονός ότι η Εκκλησία μέ τόν τρόπο αυτό μάς ετοιμάζει πάντοτε μέ νηστεία, προσευχή, αλλά καί μέ τίς λατρευτικές της συνάξεις γιά νά συμμετάσχουμε σέ αυτά.
Ο Απόστολος Παύλος έχει γράψει: «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’, 20). Ο Χριστιανός ζή τήν σταύρωση τού Χριστού όταν σταυρώνεται ως πρός τά πάθη καί στήν συνέχεια βιώνη τήν ανάσταση τού Χριστού. Ο ίδιος Απόστολος στήν πρός Ρωμαίους επιστολή του αναφέρεται στό Μυστήριο τού Βαπτίσματος ως συμμετοχής στόν σταυρό, τήν ταφή καί τήν ανάσταση τού Χριστού: «ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά τής δόξης τού πατρός, ούτω καί ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’, 4).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προτρέπει τούς Χριστιανούς νά βιώσουν όλους τούς σταθμούς τής θείας Οικονομίας. «Διά πασών όδευσον αμέμπτως τών ηλικιών Χριστού καί δυνάμεων, ως Χριστού μαθητής». Καί στήν συνέχεια προτρέπει: «Καθαρίσου, κάμε περιτομή, αφαίρεσε τό κάλυμμα πού έχεις από τήν δημιουργία. Ύστερα δίδαξε στό ιερό, διώξε από εκεί τούς εμπορευομένους τόν οίκο τού Θεού, άφησε νά σέ λιθοβολήσουν, άν θά πρέπει νά τό πάθης. Γνωρίζω καλά ότι θά ξεφύγης ανάμεσα από αυτούς οι οποίοι σέ λιθοβολούν, ως Θεός. Διότι ο Λόγος δέν λιθοβολείται. Άν σέ οδηγήσουν μπροστά στόν Ηρώδη, μήν τού δώσης απάντηση στά περισσότερα. Θά σεβασθή τήν σιωπή σου περισσότερο από όσον θά σεβασθή τούς πολλούς λόγους τών άλλων. Άν σέ μαστιγώσουν ζήτησε νά εκτελέσουν ολόκληρη τήν ποινή. Φρόντισε νά γευθής χολή, πιές τό ξύδι, ζήτησε εμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα καί ύβρεις, στεφανώσου μέ τά αγκάθια τού δυσκόλου δρόμου τού Θεού, ενδύσου τό κόκκινο ένδυμα, δέξου τό καλάμι, άφησε νά σέ προσκυνήσουν εκείνοι οι οποίοι ειρωνεύονται τήν αλήθεια». Καί συνεχίζει: «Τέλος συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι προθύμως, ίνα καί συναναστής καί συνδοξασθής καί συμβασιλεύσης, Θεόν ορών όσον εστί, καί ορώμενος, τόν εν Τριάδι προσκυνούμενόν τε καί δοξαζόμενον, όν καί νύν τρανούσθαι ημίν ευχόμεθα, όσον εφικτόν τοίς δεσμίοις τής σαρκός, εν Χριστώ Ιησού τώ Κυρίω ημών».

Αυτή η μίμηση τού Χριστού από τούς Χριστιανούς δέν είναι εξωτερική, αλλά μυστική, διά τών Μυστηρίων τής Εκκλησίας καί τής κατά Χριστόν ασκήσεως. Καί δέν σταματά τήν ημέρα τής Αναστάσεως τού Χριστού, αλλά συνεχίζει καί μετά από αυτήν. Αυτήν τήν περίοδο είμαστε στό μέσον τού Πεντηκοσταρίου, καί αφού πανηγυρίσαμε τήν Ανάσταση τού Χριστού, οδεύουμε πρός τήν Πεντηκοστή. Η Ανάσταση τού Χριστού υποδηλώνει τήν ανάστασή μας από τά έργα τής αμαρτίας καί η Πεντηκοστή είναι η έλευση τού Παναγίου Πνεύματος μέσα στήν ύπαρξή μας. Σέ ένα τροπάριο τού εσπερινού τής εορτής τής Μεσοπεντηκοστής γράφει ο ιερός υμνογράφος: «Πάρεστιν η μεσότης ημερών, τών εκ σωτηρίου αρχομένων Εγέρσεως, Πεντηκοστή δέ τή θεία σφραγιζομένων».

Καί τά δύο αυτά γεγονότα –Πάσχα καί Πεντηκοστή– υποδεικνύουν τά δύο βασικά Μυστήρια τής Εκκλησίας, ήτοι τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα. Μέ τό Μυστήριο τού Βαπτίσματος, πού είναι εισαγωγικό Μυστήριο, μέσα στό Σώμα τού Χριστού, καθαρίζεται τό κατ’ εικόνα, ο Χριστιανός βιώνει τήν πνευματική ανάσταση από τά έργα τής αμαρτίας, καί μέ τό Μυστήριο τού Χρίσματος λαμβάνει τίς ενέργειες τού Αγίου Πνεύματος, ουσιαστικά ο Χριστιανός ζή τήν δική του Πεντηκοστή. Επειδή, όμως, βαπτιζόμαστε σέ βρεφική ηλικία καί δέν καταλαβαίνουμε τότε τίς επιδράσεις πού έχουν τά Μυστήρια αυτά στόν πνευματικό μας οργανισμό, γι’ αυτό μέ τόν προσωπικό μας αγώνα μέσα στήν εκκλησιαστική ζωή αισθανόμαστε τήν ανανέωση τής Χάριτος τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος.

Έτσι, η περίοδος από τήν Ανάσταση τού Χριστού μέχρι την Πεντηκοστή μας υπενθυμίζει τήν πορεία μας προς την βίωση τής Πεντηκοστής πού είναι θέωση τού ανθρώπου. Ο Ισραηλικός λαός εξήλθε από την δουλεία τής Αιγύπτου και δια τής Ερυθράς Θαλάσσης πέρασε στην έρημο, ώστε νά καταλήξει στην Γή τής Επαγγελίας. Πρόκειται για μια πορεία ελευθερωτική, οδυνηρή, αλλά και ευλογημένη, αφού οι Ισραηλίτες έλαβαν πολλές ευλογίες από τόν Θεό. Ο Ισραηλιτικός λαός είχε ως ηγέτη τόν Μωϋσή, αλλά και την συνεχή Πρόνοια τού Θεού πού τού έδινε τά πάντα. Αυτή η πορεία υπενθυμίζει και την δική μας πορεία από το Βάπτισμα, πού είναι η αρχή τής πνευματικής ζωής, προς την Πεντηκοστή πού είναι πνευματική Γη τής Επαγγελίας, δηλαδή η θέωση, η θεωρία τού Θεού. Έχουμε και εμείς τον δικό μας Μωϋσή, πού είναι οι πνευματικοί μας Πατέρες, οι Επίσκοποι πού στέκονται καί αγρυπνούν πάνω στόν δικό τους χώρο υπέρ τού λαού.

Όλοι οι άγιοί μας, όπως τό βλέπουμε καί στον άγιο Σεραφείμ τού Σαρώφ, λένε ότι σκοπός τής πνευματικής ζωής είναι νά λάβουμε τό Άγιον Πνεύμα καί νά γίνουμε καί εμείς ναός τού Αγίου Πνεύματος. Φαντασθήτε τό σώμα σας ως ένα ζωντανό ναό, πού στό κέντρο έχει τό ιερό Βήμα, καί τήν Αγία Τράπεζα, τήν καρδιά, όπου υπάρχει η Χάρη τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος καί καλούμαστε νά κάνουμε αδιάλειπτη λατρεία καί δοξολογία στόν Τριαδικό Θεό. Έτσι, λοιπόν, καί εμείς βρισκόμαστε σέ μιά διαρκή πορεία πρός τήν θέωση καί τόν αγιασμό.

Στό δοξαστικό τών αίνων τής εορτής τής Μεσοπεντηκοστής ψάλλουμε: «Φωτισθέντες, αδελφοί, τή Αναστάσει τού Σωτήρος Χριστού καί φθάσαντες τό μέσον τής εορτής τής δεσποτικής γνησίως φυλάξωμεν τάς εντολάς τού Θεού, ίνα άξιοι γενώμεθα καί τήν Ανάληψιν εορτάσαι, καί τής παρουσίας τυχείν τού Αγίου Πνεύματος».

Τό συμπέρασμα είναι ότι Σοφία τού Θεού λέγεται τό Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος καί πρός δόξαν Του ανηγέρθη ο Ιερός Ναός τής τού Θεού Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη –πού είναι πλημμυρισμένος μέσα στό φώς– καί έγινε τό πρότυπο καί άλλων Ιερών Ναών πού κτίσθηκαν σέ όλα τά μέρη τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ιερός Ναός τής τού Θεού Σοφίας πρέπει νά εορτάζεται κατά τήν μεγάλη εορτή τής Μεσοπεντηκοστής, διότι όλο τό περιεχόμενο τών τροπαρίων τής εορτής αυτής αναφέρεται στήν Σοφία τού Θεού. Ο άνθρωπος αποκτά τήν κατά Θεό σοφία μέ τήν σύνδεσή του μέ τόν Χριστό εν Αγίω Πνεύματι καί όταν φθάση μέ τήν Χάρη τού Θεού στήν θεοπτία, βιώνει τήν Πεντηκοστή, πού είναι ο ύψιστος βαθμός τής θεωρίας-θέας τού Θεού.

Τελειώνοντας αυτήν τήν ομιλία θά ήθελα νά επαινέσω τήν πρωτοβουλία γιά τήν καθιέρωση αυτού τού μεγαλοπρεπούς Ιερού Ναού στό όνομα τής τού Θεού Σοφίας καί γιά τόν καθορισμό νά εορτάζη κατά τήν εορτή τής Μεσοπεντηκοστής, αυτήν τήν ευλογημένη περίοδο. Αυτό δηλώνει ότι η θεολογία είναι τό κέντρο τής Εκκλησίας, αυτή είναι η ζωή καί η φωνή τής Εκκλησίας καί, βέβαια, ο Χριστός είναι η Σοφία τού Θεού, είναι Αυτός πού φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τόν κόσμον» (Ιω. α’, 9).

Αυτή η αναφορά στόν Χριστό είναι τό σπουδαιότερο γεγονός στήν ζωή μας. Καί μάλιστα όταν ζούμε σέ μιά εποχή πού υπάρχουν πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι όχι μόνο δέν πιστεύουν στόν Χριστό, αλλά στήν θέση τους έχουν τοποθετήσει άλλες θεότητες, ανθρώπους πού τούς θεοποιούν καί στήν πραγματικότητα καθοδηγούνται από τόν ίδιο τόν Αντίχριστο. Ο Χριστός είναι τό Αρνίον τής Αποκαλύψεως, πού φαίνεται μέν ανίσχυρο, αλλά νίκησε τόν θάνατο, καί νικά τό θηρίον τής Αποκαλύψεως. Αυτό είναι τό βαθύτερο μήνυμα αυτής τής εορτής, ότι, δηλαδή, πρέπει νά είμαστε οι άνθρωποι τού Αρνίου τής Αποκαλύψεως καί όχι οι άνθρωποι τού θηρίου τής Αποκαλύψεως, πρέπει νά είμαστε οι άνθρωποι τής Σοφίας τού Θεού καί όχι οι άνθρωποι τών ανοήτων ψευδοπροφητών.

Αυτός ο Ναός θά δείχνει την ευλάβεια όλων των Κυπρίων στον Χριστό, τήν Σοφία τού Θεού, ότι θέλουν νά φωτίζωνται από τήν Σοφία τού Θεού καί ότι επιθυμούν νά ανεβούν στό ύψος τής Αγια-Σοφιάς, πού είναι το φώς πού την περιβάλλει, εννοώ το άκτιστο Φώς τού Θεού. Επίσης, φανερώνει ότι ο Χριστός «εξήλθε νικών καί ίνα νικήση» (Απ. στ’, 2). Αυτήν τήν νίκη στήν προσωπική καί τήν εθνική ζωή εύχομαι μέ όλη μου τήν καρδιά σέ όλους τούς αγαπητούς μου Κυπρίους, τούς Ρωμηούς πού κατοικούν στόν ευλογημένο αυτόν χώρο.–

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ.