Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Προσευχὴ τῶν δακρύων

Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπὶ Λαζάρῳ, καὶ ἔχυσας δάκρυα λύπης καὶ συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τὰ τῆς πικρίας μου δάκρυα· ἰάτρευσον διὰ τῶν ἁγίων σου παθημάτων τὰ πάθη μου· θεράπευσον διὰ τῶν πληγῶν σου τὰς ψυχικάς μου πληγάς· διὰ τοῦ τιμίου σου αἵματος καθάρισόν μου τὸ αἷμα, καὶ ἕνωσον τὴν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος τῷ σώματί μου· ἡ χολή, τὴν ὁποίαν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἂς γλυκάνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν πικρίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάϐολος μ᾿ ἐπότισε· τὸ πανάγιόν σου σῶμα, τὸ ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ἀναπτερώσῃ πρὸς σὲ τὸν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπὸ τῶν δαιμόνων· ἡ παναγία σου κεφαλή, τὴν ὁποίαν ἔκλινας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ὑψώση τὴν κεφαλήν μου, τὴν πειϋϐρισθεῖσαν ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων· αἱ πανάγιαί σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπὸ τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῳ, ἂς μὲ ἀναϐιϐάσωσι πρὸς σὲ ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας, καθὼς ὑπεσχέθη τὸ πανάγιόν σου στόμα· τὸ πρόσωπόν σου, τὸ δεξάμενον ραπίσματα καὶ ἐμπτύσματα ὑπὸ τῶν καταράτων Ἰουδαίων, ἂς μοῦ λαμπρύνῃ τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐμολύνθη ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας· ἡ ψυχή σου, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὑπάρχον, παρέδωκας εἰς τὸν πατέρα σου, ἂς μὲ ὁδηγήσῃ πρὸς σὲ διὰ τῆς χάριτός σου.

Δὲν ἔχω καρδίαν θλιϐομένην προς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξη, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν᾿ ἀτενίσῃ πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῇ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης.

Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου· διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῇ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τὴν χάριν σου· ὁ πατήρ, ὅστις σ᾿ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως, ἂς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμὲ τὰς μορφὰς τῆς εἰκόνος σου· σ᾿ ἐγκατέλιπον, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς· ἐχωρίσθην ἀπὸ σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου, καὶ εὐρὼν εἰσάγαγέ με εἰς τὰς νομάς σου, καὶ συναρίθμησόν με μετὰ τῶν προϐάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καὶ διάθρεψόν με μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρὰ καρδία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ τῶν κοπιώντων διὰ σὲ ἐν θλίψεσι καὶ διαφόροις μάστιξι· τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν᾿ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας σου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
   

σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση

Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸ φίλο Σου Λάζαρο καὶ τὰ μάτια Σου ἔσταξαν δάκρυα λύπης καὶ συμπάθειας, δέξου τὰ δάκρυα τῆς πικρίας μου. Μὲ τὰ πάθη Σου θεράπευσε τὰ πάθη μου. Μὲ τὰ τραύματά Σου γιάτρεψε τὰ τραύματά μου. Μὲ τὸ Ἅγιο αἷμα Σου ἄγνισε τὸ αἷμα μου καὶ ἡ εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ Σου σώματος ἂς μοσχομυρίσει καὶ τὸ δικό μου σῶμα. Ἡ χολή, ποὺ Σὲ πότισαν, ἂς γλυκάνει τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὶς πικρίες, ποὺ μὲ πότισε ὁ ἀντίδικος. Τὸ σῶμα Σου, ποὺ τὸ τάνυσαν πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ἀνεβάσει σὲ Σένα τὸ νοῦ μου, ποὺ τὸν τράβηξαν κάτω οἱ δαίμονες. Τὸ κεφάλι Σου, ποὺ ἔγειρε πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ὑψώσει τὸ δικό μου κεφάλι, ποὺ τὸ ταπείνωσε ὁ ἐχθρός. Τὰ Πανάγια χέρια Σου, ποὺ καρφώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους στὸ Σταυρό, ἂς μὲ τραβήξουν ἀπ᾿ τὸν γκρεμὸ τοῦ χαμοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκε τὸ Πανάγιό Σου στόμα. Τὸ πρόσωπό Σου, ποὺ δέχθηκε χτυπήματα καὶ φτυσίματα ἀπὸ τοὺς καταραμένους, ἂς ὀμορφήνει τὸ πρόσωπό μου, ποὺ τὸ ἀσχήμιναν οἱ ἀνομίες μου. Ἡ ψυχή Σου, ποὺ ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τὴν παρέδωσες στὸν Πατέρα Σου, ἂς μὲ ὁδηγήσει στὴ Χάρη Σου.

Δὲν ἔχω καρδιὰ ἔμπονη γιὰ ἀναζήτησή Σου. Δὲν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, πράγματα ποὺ φέρνουν τὰ παιδιὰ στὴν κληρονομιά τους. Δὲν ἔχω, Κύριε, δάκρυ ἱκετευτικό. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς μου μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ὑλικά, καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ δεῖ μὲ πόνο καὶ συμπάθεια. Πάγωσε ἡ καρδιά μου ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης γιὰ Σένα.

Ἀλλὰ Σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου ὁλοκληρωμένη μετάνοια καὶ καρδιὰ ἔμπονη γιὰ νὰ βγῶ καὶ νὰ Σ᾿ ἀναζητήσω μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχή, γιατί, χωρὶς Ἐσένα, εἶμαι ξένος κάθε καλοῦ. Χάρισέ μου, λοιπόν, Ἀγαθέ, τὴν Χάρη Σου. Ὁ Πατέρας Σου... ἂς ξανακαινουργώσει μέσα μου τὴν Εἰκόνα Σου. Σὲ ἐγκατέλειψα - μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψεις. Μακρύνθηκα ἀπὸ Σένα - βγὲς νὰ μ᾿ ἀναζητήσεις, νὰ μὲ βρεῖς καὶ νὰ μὲ ξαναβάλεις στὸ κοπάδι τῶν λογικῶν Σου προβάτων, καὶ νὰ μὲ θρέψεις, μαζὶ μ᾿ αὐτά, μὲ τὴ χλόη τῶν Θείων Σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων τόπος εἶναι ἡ καθαρὴ καρδιά, στὴν ὁποία παρουσιάζεται καὶ ἡ ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου, ποὺ εἶναι παρηγοριὰ κι ἀναψυχὴ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοπίασαν γιὰ Σένα μὲ θλίψεις καὶ ποικίλα βάσανα. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία Σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.