«Ἅς μου ἐπιτρέψει ὃ ἀναγνώστης μιὰ προσωπικὴ ἐξομολόγηση.
Γράφοντας τὸ θαυμαστὸ βίο καὶ πολιτεία τοῦ συγχρόνου Ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου
Λουκᾶ τοῦ Ἰατροῦ, πολλὲς φορὲς θαύμασα, συγκλονίστηκα, προβληματίστηκα.
‘Αναπόλησα τὴ δική μου
προσωπικὴ πορεία. Γύρισα τὸ χρόνο, τότε ποῦ μαζὶ μὲ ἄλλους νέους ἀδελφούς,
φίλους, συμφοιτητές, φτιάχναμε τὰ ὀνειρά μας, τοὺς ὁραματισμοὺς μᾶς μέσα ἀπὸ τὴ
λαχτάρα τῆς ἀφιέρωσης στὸ Θεό. Μᾶς ἔλεγαν τότε μεγαλύτεροι, σοφότεροι καὶ ἐμπειρότεροι
πνευματικοὶ πατέρες: «Ὃ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς εἶναι
ἢ ἐξοικείωση, ἢ ραθυμία καὶ ἢ ἀδιαφορία. Στὴν ἀρχὴ ὃ Ἱερέας φοβᾶται τὸ Θεό, “Ἔπειτα
ὃ Θεὸς φοβᾶται τὸν Ἱερέα…!» Καὶ ὅταν χειροτονήθηκα, φίλος Ἱερέας μου εὐχήθηκε:
«Εὔχομαι νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν εὐλάβεια τῆς πρώτης σου λειτουργίας». Τότε δὲν
καταλάβαινα τὸ νόημα αὐτῶν τῶν φράσεων. Περνώντας τὰ χρόνια ἄρχισα νὰ
καταλαβαίνω. Πόσο μακριὰ εἶναι αὐτὴ ἢ «πρώτη ἀγάπη».ἢ πρώτη εὐλάβεια, οἳ
πρώτοι ὁραματισμοὶ καὶ τὰ νεανικὰ ὄνειρα.
Ἐμπιστεύθηκα τοὺς προβληματισμούς μου σὲ ἄλλους ἀδελφούς, ὄχι μόνο Ἱερεῖς καὶ Μοναχούς. ἄλλα καὶ γιατρούς, ἐκπαιδευτικοὺς κ.λπ. ποῦ ξεκίνησαν μὲ παρόμοια ἀφετηρία, ποῦ ὁραματίζονταν μιὰ πορεία οὐσιαστικὴ διακονώντας τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἴχαν καὶ αὐτοὶ τὰ ἴδια περίπου συναισθήματα καὶ προβληματισμούς. Ξεκινήσαμε, ὁμολογοῦσαν, μὲ εὐγενικὰ ὁράματα καὶ σιγὰ σιγὰ αὐτὰ χάθηκαν. Στὴ θέση τοὺς μπῆκαν ἢ ἀδιαφορία. ὁ στυγνὸς ἐπαγγελματισμός, ὃ συμφεροντολογισμός. Καὶ κατὰ τὴν ἀφοπλιστικὴ φράση ἀδελφοῦ Ἱερέως καὶ γιατροῦ. «τὸ ὄνειρο ἔγινε ἐφιάλτης». Ὃ ἐγωκεντρισμὸς καὶ ἢ ραθυμία μᾶς ὁδήγησαν σὲ μιὰ ὀλέθρια ἐκτροπή.
Μοῦ ἔλεγε ἕνας σύγχρονος
μεγάλος ἀσκητὴς καὶ διακριτικὸς ἀγιορείτης γέροντας: «”Ὅταν ξεκινᾶμε (γιὰ τὴν ἀφιέρωση),
ἔχουμε ἕνα ζῆλο τόσο ψηλό. σὰν τὸν “Ἀθωνα. “Αν ἀγωνιστοῦμε, στὸ τέλος θὰ μείνει
ὅσο ἕνα φουντούκι!» (Καὶ ἀλίμονο ἂν ξεκινήσει κανεὶς ἂπ’ τὸ φουντούκι…. Τότε τί
θὰ μείνει στὸ τέλος;)
“Αν θαυμάζω κάτι στοὺς ἁγίους
μας εἶναι ὅτι κράτησαν καὶ αὔξησαν αὐτὸ τὸ ζῆλο. Ἀγωνίστηκαν σκληρὰ νὰ μὴν τὸν
χάσουν.
Ἢ λήθη καὶ ἢ ραθυμία εἶναι
οἳ χειρότερες παγίδες στὴν πνευματικὴ ζωή.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ πρῶτο γιὰ τὸ ὅποιο προσεύχεται ὃ Ἱερέας ἀμέσως
μετὰ τὴ μεταβολὴ τῶν Τιμίων Δώρων εἶναι ἢ νήψη. «Ὥστε γενέσθαι τοῖς
μεχαλαμβάνουσιν εἰς νήψιν ψυχῆς»”.
Ἢ ζωὴ ἑνὸς Ἁγίου δὲν εἶναι ἕνα
ὡραῖο λογοτεχνικὸ μυθιστόρημα. Εἶναι κυρίως μιὰ κραυγὴ ἀφύπνισης. Γιὰ ὅλους.
Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἀνεξάρτητα ἄπο ἡλικία, τάξη. ἐπάγγελμα, κοινωνικὴ
θέση..».
Ἐψηφ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ κ.κ.ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ