Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Εἶμαι χῶμα, εἶμαι πηλός, εἶμαι λάσπη


Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Γι’ αὐτό, παιδί μου, τώρα ποῦ εἶναι ἀρχὴ φρόντισε νὰ γνωρίσεις καλὰ τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ βάλεις θεμέλιο στερεὸ τὴν ταπείνωση. Φρόντισε νὰ μάθεις τὴν ὑπακοή, νὰ ἀποκτήσεις τὴν εὐχή. Γι’ αὐτὸ πρῶτα γνώριζε, παιδί μου, ὅτι κάθε ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔχει τὴν ἀρχή. Δὲν γίνεται ἀγαθὸς λογισμὸς ποῦ νὰ μὴν ἔχει αἰτία τὸ Θεό, οὔτε πονηρὸς ποῦ νὰ μὴν ἔχει αἰτία τὸ Διάβολο. Ὅ,τι καλὸ λοιπὸν διανοηθεῖς, πεῖς, κάνεις, ὅλα εἶναι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. «Πὰν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον». Ὅλα εἶναι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ· δικό μας δὲν ἔχουμε τίποτε.


Καθένας λοιπὸν ποῦ ἐπιθυμεῖ καὶ ζητεῖ νὰ λάβει τὴ χάρη, νὰ τοῦ δώσει δωρεὰν ὁ Θεός, πρέπει πρώτον νὰ γνωρίσει καλὰ τὴν ὕπαρξή του, τὸ «γνώθι σαυτόν». Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὄντως ἀλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα ἔχει ἀρχή. Καὶ ἂν δὲν ἀρχίσεις καλὰ δὲν θὰ ἔχεις τέλος καλό.Καὶ ἀρχὴ λοιπὸν καὶ ἀλήθεια εἶναι νὰ γνωρίσει κανεὶς ὅτι εἶναι μηδὲν – 0 – καὶ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργήθηκαν τὰ πάντα. «Εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». Εἶπε καὶ ἔγινε γῆ. Καὶ ἀφοῦ πῆρε πηλὸ ἔπλασε ἄνθρωπο. Ἄψυχο, ἄνουν ἕνα πήλινο ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἰδία σου ὕπαρξη. Αὐτὸ εἴμαστε ὅλοι μας.Χῶμα καὶ λάσπη. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μάθημα σ’ ἐκεῖνον ποῦ θέλει νὰ λάβει, ἀλλὰ καὶ νὰ μένει διαπαντὸς ἡ χάρη κοντά του. Ἀπ’ αὐτὸ ἀποκτᾶ τὴν ἐπίγνωση καὶ ἀπ’ αὐτὸ γεννιέται ταπείνωση. Ὄχι μὲ λόγια μόνο, νὰ ταπεινολογεῖ, ἀλλὰ στηριζόμενος στὴν πραγματικότητα λέει τὴν ἀλήθεια: Εἶμαι χῶμα, εἶμαι πηλός, εἶμαι λάσπη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη μητέρα μας. Λοιπὸν τὸ χῶμα πατιέται, καὶ σὺ ὡς χῶμα ὀφείλεις νὰ πατηθεῖς. Εἶσαι λάσπη, δὲν ἔχεις καμίαν ἀξία.Σὲ πετοῦν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κτίζουν ἀπὸ ἕνα σημεῖο σὲ ἄλλο σὲ χρησιμοποιοῦν ὡς ἄχρηστη ὕλη.Καὶ λοιπόν σου «ἐνεφύσησεν» ὁ Δημιουργὸς καὶ σοὺ ἔδωσε πνεῦμα ζωῆς. Καὶ νά, ἀμέσως ἔγινες ἕνας ἄνθρωπος λογικός.


Ὁμιλεῖς, ἐργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· ἔγινες ἕνα μηχάνημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως μὴ λησμονεῖς ὅτι ἡ ρίζα σου εἶναι τὸ χῶμα. Καὶ ἂν λάβει τὸ πνεῦμα αὐτὸς ποῦ σου τὸ ἔδωσε, ἐσὺ πάλι θὰ κτίζεσαι στὰ ντουβάρια.Γι’ αὐτὸ «μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσης εἰς τὸν αἰώνα».Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη αἴτια, ποῦ ὄχι μόνον ἑλκύει τὴ χάρη, ἀλλὰ τὴν πληθύνει καὶ τὴ συγκρατεῖ. Αὐτὴ ἀνεβάζει τὸ νοῦ στὴν πρώτη θεωρία τῆς φύσεως. Καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀρχὴ βρίσκει μὲν κάτι λίγο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ καιρὸ θὰ τὸ χάσει. Γιατί δὲν κτίζει σὲ ἔδαφος στερεό, ἀλλὰ προσπαθεῖ μὲ τρόπους καὶ τέχνη.Λὲς λόγου χάριν εἶμαι ἁμαρτωλός! Ἀλλὰ ἐσωτερικὰ πιστεύεις ὅτι εἶσαι δίκαιος. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀποφύγεις τὴν πλάνη. Ἡ χάρη θέλει νὰ μείνει, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀκόμη πρακτικὰ δὲν ἔχεις βρεῖ τὴν ἀλήθεια, κατ’ ἀνάγκη πρέπει νὰ φύγει. Γιατί ἀναμφίβολα θὰ πιστέψεις στὸ λογισμό σου ὅτι εἶσαι αὐτὸ τὸ ὁποῖο δὲν εἶσαι, καὶ χωρὶς ἄλλο θὰ πλανηθεῖς. Ὡς ἐκ τούτου δὲν παραμένει ἡ χάρη. Ἐπειδὴ ἔχουμε τὸν ἀντίπαλο, ποῦ εἶναι τεχνίτης ἰσχυρός, εἶναι ἐφευρέτης κακῶν, καὶ τῆς κάθε πλάνης δημιουργός. Ποῦ ἀγρυπνεῖ πλάι μας.Ποῦ ἀπὸ φῶς ἔγινε σκότος καὶ ὅλα τα γνωρίζει. Ποῦ εἶναι ἐχθρός του Θεοῦ καὶ ζητεῖ ὅλους νὰ μᾶς κάνει ἐχθρούς Του. Καὶ ἐν τέλει εἶναι πνεῦμα πονηρὸ καὶ εὔκολα ἀναμειγνύεται μὲ τὸ πνεῦμα, ποῦ μᾶς χάρισε ὁ Θεός, καὶ παίρνει τὴ μηχανούλα μας καὶ τὴν κινεῖ ὅπως θέλει αὐτός. Κοιτάζει, ποῦ ρέπει ἡ ὄρεξη τῆς ψυχῆς, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο τὴ βοηθᾶ ὁ Θεός, καὶ ἀμέσως σκέφτεται καὶ ἐκεῖνος τὰ ἴδια.